Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

Οι Λομβαρδοί και οι Ενετοί στην Εύβοια (1340 – 1385) Το τιμάριο του Μαντουδίου

Η διατηρούμενη βάση του μεσαιωνικού πύργου στο ύψωμα "Πυργάκι Γερόβουνο" (Ιερό Βουνό), βορείως του όρμου του Μαντουδίου. 
 Σε ορισμένες πηγές αναφέρεται ότι το 1/3 από το τιμάριο του Μαντουδίου ανήκε στον Φραντζέσκο Κρίσπο, ο οποίος δολοφόνησε στην Νάξο το 1383, τον δούκα του Αρχιπελάγους και τρίαρχο της Εύβοιας, Νικολό Δαλλεκαρτσέρι.

Μία αναλυτική καταγραφή της περιόδου  από τον ακαδημαϊκό ιστορικό John Bagnell Bury, μεταφρασμένη για πρώτη φορά στα Ελληνικά αποκλειστικά για το Square history.


John Bury 

Ιρλανδός ιστορικός, φιλόλογος και μεσαιωνολόγος (1861 – 1927). Διατέλεσε διδάκτορας ιστορίας και Ελληνικών στο Trinity College και καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στο Cambridge University. Έγραψε πολλά βιβλία με αντικείμενο την ιστορία της Ελλάδας από την αρχαιότητα έως και το τέλος της Βυζαντινής περιόδου.
Δείτε εδώ το πρώτο (1205 – 1262), δεύτερο (1262 – 1285) και τρίτο (1303 – 1340) μέρος της μεταφρασμένης διατριβής του John Bagnell Bury «The Lombards and Venetians in Euboia», η οποία δημοσιεύτηκε αποσπασματικά σε τρία μέρη στο έγκριτο επιστημονικό έντυπο «The Journal of Hellenic Studies» του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ[1], στις διαδοχικές εκδόσεις των ετών 1886, 1887 και 1888.

Θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες μου προς τον σπουδαστή Γιάννη Μύταλα, για την ευγενική παραχώρηση των εικονιστικών αναπαραστάσεων των οχυρώσεων του Νεγροπόντε από την ευρύτερη εργασία του, στην οποία πραγματεύεται την ψηφιακή ανάπλαση των μεσαιωνικών τειχών και των εμβληματικών μνημείων της καστροπολιτείας του Ευρίπου.

Γιώργος Λόης

Τρίτη Υποπερίοδος: 1340 – 1385 της Δεύτερης Περιόδου: 1303 – 1385.

45 Πόλεμος της Βενετίας και της Γένοβας.


Οι σχέσεις μεταξύ της Εύβοιας και της Αττικής συνέχισαν να είναι ειρηνικές.

Οι Ισπανοί αυθέντες των Αθηνών είχαν μεταλλαχτεί περισσότερο σε μία πολιτισμένη κοινότητα, και θεωρούνταν πλέον λιγότερο ως μία ορδή ληστών. Οι ίδιοι διέκοψαν τον συνεταιρισμό τους με Τούρκους και απίστους. Ο δε Βάλτερ ντε Μπριέν πράγματι δεν εγκατέλειψε την συνέγερση του ενάντια στην Καταλανική Εταιρεία, εξακολουθώντας να ζητά φορτικά από τη Βενετία να συγκροτήσει ή να συμμετάσχει σε μία συνομοσπονδία, προκειμένου να αποκατασταθεί στο δουκικό θώκο του. Ωστόσο, η Βενετία δεν θα τον άκουγε, και στα 1344, όταν αυτή απένειμε σε εκείνον την διάκριση του επίτιμου δημότη και του επέτρεψε να προμηθευτεί οπλισμό στο Νεγροπόντε, έθεσε τον όρο ότι τα υπόψη όπλα δεν θα χρησιμοποιούνταν ενάντια στους Καταλανούς. Πάντως οι Τούρκοι συνέχισαν τις αρπακτικές εξορμήσεις τους, και μαθαίνουμε ότι στα 1341 ο Μπαρτολομέο Γκίζι, ο τρίαρχος της νήσου και δούκας της Νάξου, εξόπλισε μια γαλέρα για την υπεράσπιση του Αρχιπελάγους (σ.τ.μ.: του Αιγαίου) και των ακτών της Εύβοιας. Επιπλέον παρουσιάζεται ότι στα 1343 η Μπαλζάνα Γκοζαρντίνι (Balzana Gozzardini), η χήρα του Πιέτρο Δαλλεκαρτσέρι, η οποία ενεργούσε σαν κηδεμόνας του γιού της Τζιοβάνι, εξόπλισε άλλη μία γαλέρα, ενώ η ίδια η πόλη του Νεγροπόντε ενισχύθηκε με νέες οχυρώσεις. Αυτές οι προφυλάξεις φαίνεται ότι προστάτευσαν την νήσο αποτελεσματικά για τα επόμενα λίγα χρόνια.

Διατελώντας σε ειρήνη με τους γείτονες της, η Εύβοια προορίζονταν να επηρεαστεί σοβαρά από τις εχθροπραξίες με ένα άλλο στρατόπεδο, καθώς ο πόλεμος που ξέσπασε μεταξύ των αντίζηλων δημοκρατιών, της Βενετίας και της Γένοβας, μεταφέρθηκε στα ανατολικά, όπως επίσης και στα δυτικά νερά της Μεσογείου, και επηρέασε σοβαρά τη νήσο της Εύβοιας, η οποία ήταν το αρχηγείο, το κύριο «ορμητήριον», της Βενετίας στο Αιγαίο πέλαγος.

Οι Γενοβέζοι, οι οποίοι είχαν εμπλακεί σε εχθροπραξίες με τον Έλληνα αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό, προκάλεσαν σε μονομαχία τη Βενετία στα 1350 κατάσχοντας μερικά Βενετσιάνικα πλοία στην Κάφφα (Kaffa), την αποικία τους στην Μαύρη Θάλασσα[2]. Η Βενετία έστειλε τον Μάρκο Ρουτζίνι (Marco Ruzzini) ως διοικητή τριάντα πέντε πολεμικών πλοίων στα ανατολικά, ο οποίος έφτασε πρώτα στο Νεγροπόντε, καταφέρνοντας εκεί μία επιτυχία. (Σ.τ.μ. Την ίδια περίοδο) ένας Γενοβέζικος στόλος συγκροτούμενος από δεκατέσσερα ιστιοφόρα, που προορίζονταν για την Κωνσταντινούπολη και τον Πόντο, είχε καταπλεύσει στο Αλίκαστρο (Alikastron)[3] στην Εύβοια. Τότε ο Ρουτζίνι κυρίευσε δέκα από τα Γενοβέζικα πλοία, ενώ τα εναπομείναντα τέσσερα διέφυγαν στη Χίο[4]. Οι κρατούμενοι, αποτελούμενοι από αμφότερους ευγενείς και πληβείους, φυλακίστηκαν στο Νεγροπόντε, ενώ ο Ρουτζίνι, ενθαρρυμένος από την επιτυχία του, αρμένισε προς την Προποντίδα. Ο ίδιος έκανε μία ανεπιτυχή προσπάθεια (σ.τ.μ.: να επιτεθεί) στο Γαλατά, και έπειτα περιέπλευσε στη Μαύρη Θάλασσα για λαφυραγώγηση. Η απουσία του ήταν μοιραία για το Νεγροπόντε, το οποίο είχε αφεθεί με ισχνή προστασία και ο εχθρός δεν θα παρέλειπε να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα της ανύπαρκτης άμυνας του.
Search-icons-for-images-white
Άποψη του όρμου του Αλιβερίου από το εσωτερικό του μεσαιωνικού φρουρίου Ριζόκαστρο. Σύμφωνα με τον J. B. Bury, τον Σεπτέμβριο του 1350, σε αυτή την θαλάσσια περιοχή οι Βενετσιάνοι κατόρθωσαν να αιχμαλωτίσουν δέκα πλοία από ένα Γενοβέζικο στολίσκο, ο οποίος είχε αγκυροβολήσει προσωρινά εκεί κατά την πορεία του προς την Κωνσταντινούπολη.
Τότε τέσσερις Γενοβέζικες γαλέρες, καλά εξοπλισμένες και αρματωμένες, απεστάλησαν στην Εύβοια. Αυτές ανύψωσαν Βενετσιάνικα φλάμπουρα, και έπλευσαν από ανύποπτες διαδρομές, εισερχόμενες λάθρα στο Νεγροπόντε. Πρώτα από όλα ελευθερώθηκαν οι φυλακισμένοι (σ.τ.μ.: Γενοβέζοι ναυτικοί) από την αιχμαλωσία τους, και έπειτα η πόλη λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε. Αφού απόκτησαν μία μεγάλη λεία και έχοντας κρεμάσει τα κλειδιά της πόλης πάνω στην πύλη, οι Γενοβέζοι αρμένισαν μακριά, όντας πολύ ικανοποιημένοι. Η αναφερόμενη κατάληψη των πλοίων από τον Ρουτζίνι πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο (σ.τ.μ.: του 1350), ενώ το δυστύχημα του Νεγροπόντε έλαβε χώρα τον Νοέμβριο.

Αυτό το συμβάν είναι αξιοσημείωτο καθώς έχει οδηγήσει σε ένα παράξενο ιστορικό σφάλμα από μέρους ενός Έλληνα συγγραφέα του επόμενου αιώνα: Ο Γεώργιος Φραντζής, ο ιστορικός των τελευταίων ημερών της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πληροφορεί τους αναγνώστες του ότι η Εύβοια ανήκε στους Γενοβέζους από το έτος 1204!

Η αγανάκτηση της Βενετίας ερεθίστηκε εντελώς από αυτόν τον εξευτελισμό, και αμέσως απεργάστηκε να μορφοποιήσει μια ομοσπονδία ενάντια στην αντίπαλο της. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός, του οποίου οι σχέσεις με τη Γένοβα είχαν καταστεί πρόσφατα δυσμενείς, διαγράφονταν σαν ένας προφανής σύμμαχος. Μολονότι εκείνος δίσταζε, εντούτοις παρακινήθηκε να συνενωθεί τον Ιούλιο του 1351, από την εμφάνιση του (σ.τ.μ.: Βενετσιάνου ναυάρχου) Νικολό Πισάνι (Nicolo Pisani) και του στόλου του. Η Γένοβα είχε και άλλον ένα εχθρό στο άλλο άκρο της Μεσογείου, το βασιλιά της Αραγωνίας Πέτρο Δ΄, που η εξουσία του στη Σαρδηνία είχε γίνει προβληματική από επαναστάσεις, τις οποίες ενθάρρυνε και συνέδραμε η Γένοβα. Αυτός λοιπόν, συναίνεσε πρόθυμα να συμμετάσχει στην συνομοσπονδία, και η συνθήκη ρυθμίστηκε στο Περπινιάν (Perpignan)[5] στις 16 Ιανουαρίου 1351. Υπό την ευκαιρία αυτή δόθηκε αποζημίωση και στους κληρονόμους του Ραμόν Μουντανέρ για τις ζημίες που αξιώνονταν από εκείνον στα 1307. Από το άλλο χέρι, η Γένοβα εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι η Ίστρια (Istria)[6] ήταν ένα μήλο της έριδος μεταξύ της Βενετίας και του βασιλιά της Ουγγαρίας, (σ.τ.μ.: Λουδοβίκου Α΄ του Μεγάλου), για να διεγείρει τον τελευταίο εναντίον της πολεμίου της.
Search-icons-for-images-white
Απεικόνιση του «Κάστρου» της Χαλκίδας στα 1843 σε χαρακτικό του Γάλλου ζωγράφου Etienne Rey (1789 – 1867). Τον Νοέμβριο του 1350 τέσσερα Γενοβέζικα πλοία εκτέλεσαν αιφνιδιαστική καταδρομή στο Νεγροπόντε, το οποίο λεηλάτησαν και πυρπόλησαν. Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας», συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999.
Ενώ ο Πισάνι λεηλάτησε τη Γενοβέζικη περιουσία στην Κωνσταντινούπολη, ο Γενοβέζος ναύαρχος, Παγκανίνο Ντόρια (Paganino Doria), αφίχθηκε στη βόρεια ακτή της Εύβοιας με εξήντα δύο πλοία και περικύκλωσε τους Ωρεούς στα μέσα του Αυγούστου 1351. Η πολιορκία διάρκεσε δύο μήνες, αλλά απέτυχε, αφού το μέρος ήταν ισχυρό, και αντιτάχθηκαν σε αυτόν Καταλανικές επικουρίες από την Αττική, αποτελούμενες από 300 ιππείς όπως επίσης και πεζικό, που σύντομα υποστηρίχθηκαν με την άφιξη του Πισάνι από το βορρά, και εν τέλει από ένα Καταλανικό στόλο, υπό τη διοίκηση του Πονς ντε Σανταπάν (Pons de Santapan). Στο μεσοδιάστημα οι Γενοβέζοι δεν είχαν παραλείψει να λεηλατήσουν και άλλες γειτονικές περιοχές, ενώ ανάμεσα στα λοιπά μέρη, ο Πτελεός (Ptelion) της Μαγνησίας υπέφερε περισσότερο από την εχθρικότητα τους.

Στην αρχή του 1352, η Πίζα συμμετείχε στη Βενετσιάνικη συμμαχία, και ένα μήνα αργότερα, τον Φεβρουάριο, έλαβε χώρα μία σημαντική γενική (σ.τ.μ.: ναυτική) συμπλοκή κοντά στο Βυζάντιο, η οποία όμως δε απέφερε ένα αποφασιστικό αποτέλεσμα. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός, καθώς οι Βενετσιάνοι που είχαν πλεύσει προς τα δυτικά μετά την μάχη και δεν ήταν πλέον επιτόπου για να τον υποστηρίξουν, σύναψε μία ξεχωριστή ειρήνη με τον Παγκανίνο Ντόρια στις Μαΐου, συμφωνώντας να εγκαταλείψει την συνομοσπονδία. Κατά συνέπεια αρνήθηκε να βοηθήσει τον Νικολό Πισάνι, ο οποίος εμφανίστηκε στο Βόσπορο, μερικούς μήνες αργότερα. Ως εκ τούτου δόθηκε μία ευκαιρία στον Ιωάννη Παλαιολόγο, τον γαμπρό του αυτοκράτορα, που θεωρούσε τον εαυτό του ως το δικαιωματικό κυρίαρχο, να σχηματίσει μία συμμαχία με τη Βενετία και έτσι να πάρει μία αποφασιστική στάση αντιπολίτευσης απέναντι στον πεθερό του. Ωστόσο έλαβαν χώρα λίγες ακόμα εχθροπραξίες στις περιοχές της Ανατολής πριν την ειρήνη, η οποία συνάφθηκε μεταξύ των Δημοκρατιών στα 1355, μία ειρήνη στην οποία η Γένοβα σχεδόν εκβίασε τη Βενετία (σ.τ.μ.: να την αποδεχθεί), μέσω της συμμαχίας της με (σ.τ.μ.: τον αριστοκρατικό οίκο) των Βισκόντι (Visconti) του Μιλάνου. Οι όροι αυτής της συνθήκης δεν αφορούσαν την Εύβοια.
Search-icons-for-images-white
Άποψη των διατηρούμενων οχυρώσεων από το μεσαιωνικό κάστρο των Ωρεών, το οποίο πολιορκήθηκε ανεπιτυχώς επί δύο μήνες από τον Γενοβέζο ναύαρχος Παγκανίνο Ντόρια τον Αύγουστο του 1351. Πηγή: Φωτογραφικό αρχείο Θεόδωρου Σκούρα, arxeiomnimon.gak.gr. Ψηφιακή αποκατάσταση: Β. Κατσός.
  1. Εγχώριες υποθέσεις της Εύβοιας.


Στα 1353 έγιναν κάποιες διευθετήσεις για να ρυθμιστούν οι εσωτερικές υποθέσεις της νήσου:
1) Πιστοποιήθηκε η συμφωνία ότι το καθήκον της τήρησης σε ετοιμότητα των γαλερών για την υπεράσπιση της νήσου, αναθέτονταν στους τρίαρχους και τους βασσάλους τους.

2) Εφεξής η Βενετία θα αναλάμβανε η ίδια τον διορισμό των τελωνειακών αξιωματούχων.

3) Η ανοικοδόμηση κάθε οικίας που καταστράφηκε από τους Γενοβέζους στα 1350, θα εξασφάλιζε στον χτίστη αυτής μία απαλλαγή από το μισό εδαφικό ενοίκιο για εικοσιπέντε έτη.

4) Οι Βενετσιάνοι που είχαν υποφέρει στα 1350 έλαβαν αξιώματα ως αποζημίωση.

5) Οι κάτοικοι της Εύβοιας που είχαν επιδείξει γενναιότητα στον πόλεμο έλαβαν την Βενετσιάνικη υπηκοότητα.

Ως προς τη χορήγηση της υπηκοότητας θεσπίστηκε μετέπειτα τον ίδιο χρόνο άλλος ένας κανονισμός, ο οποίος εφαρμόστηκε στην Κρήτη, τη Μεθώνη και την Κορώνη, όπως επίσης και στο Νεγροπόντε, ήτοι, πως όλα τα κατάλληλα άτομα μπορούσαν να λάβουν την υπηκοότητα για δέκα χρόνια, υπό τον όρο ότι θα έφεραν τα ίδια βάρη ως πολίτες, και πως θα ανανέωναν τον όρκο τους κάθε δύο χρόνια. Στην περίπτωση που δεν μετανάστευαν κατά την διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος, το υπόψη δικαίωμα θα τους απονέμονταν για πάντα. Οι δε Εβραίοι εξαιρέθηκαν από αυτή την παροχή.

Οι ακατάπαυστες διαρπαγές από τους Τούρκους και ο πόλεμος με τη Γένοβα που ακολούθησε, έφεραν μία αξιοσημείωτη σύγχυση στις υποθέσεις της Εύβοιας. Στα 1348 έγιναν πολλά παράπονα για το (σ.τ.μ.: πολιτικοκοινωνικό) καθεστώς της νήσου, ειδικά για τη μείωση του πληθυσμού και την αυστηρή φορολόγηση. (Σ.τ.μ.: Αναφέρεται ότι) ένας αξιόλογος αριθμός χωρικών έφυγε για την Κρήτη από το νησί της Ανάφης (Anaphe), συνιστώντας μία βαρυσήμαντη ένδειξη για την κατάσταση των υποθέσεων. Το νησί της Ανάφης ανήκε στον (σ.τ.μ.: βαρώνο της Εύβοιας) Τζιοβάνι Δαλλεκαρτσέρι, το γιό και κληρονόμο του Πιέτρο, για τον οποίο η μητέρα του Μπαλζάνα Γκοζαντίνι (Balzana Gozzadini), ενεργούσε σαν κηδεμόνας, κάτω από την προστασία του Βενετσιάνου βάϊλου του Νεγροπόντε, ενόσω εκείνος βρίσκονταν σε τρυφερή ηλικία. Ο Ντομένικο (Domenico) Γκοζαντίνι, πιθανόν ο αδερφός της μητέρας του, δραστηριοποιούνταν μετέπειτα ως ο γενικός πράκτορας του, και καθώς με αυτόν τον τρόπο η διαχείριση των δύο τριτημορίων της νήσου βρίσκονταν στα χέρια του, προσέλαβε το προσωνύμιο του «επιμελητή (tutor)» της Εύβοιας. Η γενική προοπτική εμφανίζονταν τόσο θλιβερή για τον Τζιοβάνι εκείνο τον καιρό (1348 – 9), που συνέλαβε την ιδέα να πουλήσει το ένα τριτημόριο στο Δούκα της Νάξου, τον Τζιοβάνι Σανούδο. Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν όχι στην πώληση, αλλά στο γάμο του Τζιοβάνι Δαλλεκαρτσέρι με τη Φιορένζα (Fiorenza), την κόρη του Σανούδο, στην οποία παραχωρήθηκε μία μεγάλη προίκα της Ευβοϊκής ιδιοκτησίας.

Στα 1356 η Βενετία, κατά την διάρκεια της ειρήνης, επεξεργαζόταν να ανακουφίσει τις δυστυχίες στο νησί. Δόθηκαν κατευθύνσεις στο βάϊλο του Νεγροπόντε να μην παρεμβαίνει στις φεουδαρχικές σχέσεις των αυθεντών με τους βασσάλους τους. Οι δε χωρικοί της Ανάφης μεταφέρθηκαν πίσω από την Κρήτη. Επίσης, μια νέα συνοικία έπρεπε να οικοδομηθεί για τους Εβραίους του Νεγροπόντε, ενώ επιβάλλονταν να συντηρούνται μία γαλέρα και ένα ακόμα σκάφος με κοινή δαπάνη των τριάρχων και της Γαληνότατης Δημοκρατίας. Η πρώτη γαλέρα που παρασχέθηκε είχε κακή τύχη κατά την πορεία της προς την Εύβοια, καθώς καταλήφθηκε από ένα στολίσκο των Τούρκων, που δρούσε σε συνδυασμό με τον Πέτρο Φαδρίγ, (σ.τ.μ.: το δυνάστη) των Σαλώνων (Salona). Αυτός ο Καταλανός αυθέντης ήταν ένας διαβόητος κουρσάρος, και πρέπει να αναφερθεί ότι μερικά χρόνια πριν είχε έρθει σε σύγκρουση με την Εύβοια, συλλαμβάνοντας και κρατώντας στα μπουντρούμια του έναν ευγενή κύριο αυτής της νήσου, τον Χριστόφορο ντα Μέντιο (Cristofora da Medio).
Search-icons-for-images-white
Ο ερειπωμένος μεσαιωνικός πύργος στο χωριό Πισσώνας (Διρφύων – Μεσσαπίων). Στα μέσα του 14ου αιώνα η πολιτικοκοινωνική κατάσταση στην Εύβοια ήταν δυσμενής, εξαιτίας της μείωσης του επαρχιακού πληθυσμού, της φορολόγησης και των πολεμικών συνθηκών, ενώ στα 1356 η Βενετία έλαβε μέτρα για να ανακουφίσει τα δεινά της νήσου.
  1. Φιορένζα Σανούδο.


Ο Τζιοβάννι Δαλλεκαρτσέρι πέθανε στα 1358, αφήνοντας τον μοναδικό γιό του, τον Νικολό, ως κληρονόμο στις βαρωνίες του. Η δε χήρα του Φιορένζα Σανούδο, ήταν τότε ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο και ένα πολύ ελκυστικό ταίρι.

Σαν κηδεμόνας του γιού της Νικολό, ήταν η δέσποινα των δύο τριτημορίων της Εύβοιας, και σαν η μοναδική κόρη του Τζιοβάνι Σανούδο, ήταν η κληρονόμος του δουκάτου του Αρχιπελάγους (σ.τ.μ.: του Αιγαίου). Αλλά η Γαληνότατη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου αποφάσισε ότι το χέρι της δεν έπρεπε να είναι στη δική της διάθεση. Τα συμφέροντα της αρχόντισσας ήταν τόσο στενά συνδεμένα με τις κτήσεις της Βενετίας, ώστε η προσωπικότητα του (σ.τ.μ.: μέλλοντα) συζύγου της αποτελούσε ένα ζήτημα σημαίνουσας σπουδαιότητας. Ως εκ τούτου, η υπόθεση της Φιορένζα ήταν ένα πολιτικό πρόβλημα του Αρχιπελάγους, το οποίο απαιτούσε την προσοχή του δόγη και της συγκλήτου της πόλης των λιμνοθαλασσών, και έγινε ακόμα πιο ζωτικής σημασίας όταν πέθανε ο πατέρας αυτής, ο δούκας της Νάξου, στα 1362.

Ο πρώτος μνηστήρας για το χέρι της ήταν ο Πιέτρο Τζουστινιάνι Ρεκανέλλι (Pietro Giustiniani Recanelli), ένας από τους Γενοβέζους Μαονέσι (Maonesi) της Χίου[7]. Όμως μπορεί κάλλιστα να υποτεθεί ότι αυτός ήταν το τελευταίο άτομο που θα έβρισκε εύνοια στα μάτια της Βενετίας. Αν λοιπόν τον παντρεύονταν, ενδεχομένως να εισέρχονταν το λεπτό άκρο μίας Γενοβέζικης σφήνας, για να σχίσει την Εύβοια. Συνεπώς λήφθηκαν πολύ ενεργητικά και ανενδοίαστα μέτρα για να αποτρέψουν αυτήν τη συμμαχία. Η Φιορένζα Σανούδο και η (σ.τ.μ.: μητέρας της) Μαρία προειδοποιήθηκαν με μία επίσημη επιστολή κατά του συνοικεσίου, και έγινε ένας υπαινιγμός ότι μπορούσε να βρεθεί ένας κατάλληλος σύζυγος στην Εύβοια ή στην Κρήτη. Επίσης, δόθηκαν εντολές στο βάϊλο του Νεγροπόντε Πιέτρο Μοροσίνι, προκειμένου να προσελκύσει τη Φιορένζα στο Νεγροπόντε και να την θέσει εκεί υπό κράτηση, στην περίπτωση που ήταν διατεθειμένη να διαφωνήσει με τις επιθυμίες της Βενετίας, και αν αυτό δεν ήταν δυνατό να κατορθωθεί, εκείνος θα έπρεπε να κατάσχει τους Ωρεούς και τις κτήσεις του Νικολό. Οι εντολές έφτασαν τόσο μακριά ώστε να τον εξουσιοδοτήσουν, αν ο γάμος είχε ήδη λάβει χώρα, να συλλάβει τη Φιορένζα και να τη φυλακίσει στην Κρήτη. Αλλά αυτά τα βίαια μέτρα αποδείχθηκαν αχρείαστα. Πριν από το τέλος του έτους 1362, η Φιορένζα διακήρυξε ότι ήταν αποφασισμένη να μην αποδεχτεί έναν σύζυγο που δεν ήταν επίσης αποδεκτός και από την Βενετία, και έτσι ο Ρεκανέλλι απορρίφθηκε.

Αλλά τον επόμενο χρόνο, μετά τον θάνατο του πατέρα της, παρουσιάστηκε ένας πιο φημισμένος μνηστήρας, προερχόμενος από μία νεόπλουτη οικογένεια, στο πρόσωπο του Ραϊνέριο (Rainerio), γενικότερα αποκαλούμενου ως Νέριο (Nerio) Ατζαγιόλι (Acciajuoli). Επρόκειτο για τον ανιψιό και υιοθετημένο γιό του του Φλωρεντίνου τραπεζίτη Νικολό Ατζαγιόλι. Ο δε τελευταίος ανερχόμενος μέσω της εύνοιας σπουδαίων αριστοκρατισσών γυναικών, είχε καταστεί μέγας σενεσάλος[8] της Αχαΐας και είναι πολύ γνωστός από την κακεντρεχή και κατατοπιστική περιγραφή του (σ.τ.μ.: ονομαστού Ιταλού συγγραφέα) Βοκάκιου (Boccacio). Η απόκτηση του δουκάτου του Αρχιπελάγους ήταν μία ευάρεστη προοπτική για την φιλοδοξία του οίκου των Ατζαγιόλι, και στα 1358, μετά τον θάνατο του συζύγου της Φιορέντζα Σανούδο, ο Νικολό Ατζαγιόλι είχε καλοκοιτάξει ένα σχέδιο για τον γάμο αυτής της με τον έτερο ανιψιό του Άγγελο (Angelo), ο οποίος όμως επέλεξε μία εκκλησιαστική σταδιοδρομία.
Search-icons-for-images-white
Άποψη της Χώρας της Νάξου με το ενσωματωμένο μεσαιωνικό κάστρο στον αστικό ιστό. Στα 1362 η χήρα Φιορένζα Σανούδο κληρονόμησε το δουκάτο της Νάξου, και παράλληλα ήταν η δέσποινα δύο τριτημορίων της Εύβοιας, με συνέπεια να προσελκύει πολλούς επίδοξους μνηστήρες.
Ο αδερφός του Νέριο Ατζαγιόλι, ονόματι Ιωάννης, (σ.τ.μ.: που διατελούσε Λατίνος) αρχιεπίσκοπος της Πάτρας, έγραψε προτείνοντας το γάμο του Νέριο με τη Φιορένζα, αλλά έλαβε μία επιστολή από τη Βενετία, στην οποία εκθέτονταν η υπόσχεση της δούκισσας να μην παντρευτεί αντίθετα με την θέληση της Γαληνότατης Δημοκρατίας, και απέρριπτε την προτεινόμενη συμμαχία. Στο μεταξύ ο βάϊλος του Νεγροπόντε είχε κατευθυνθεί για να πάρει μέτρα, προκειμένου να αποτρέψει αυτό τον γάμο, και ο δούκας της Κρήτης έλαβε διαταγές για να καταλάβει τα νησιά του δουκάτου του Αρχιπελάγους (σ.τ.μ.: του Αιγαίου).

Τότε ο αρχιεπίσκοπος της Πάτρας απέστειλε επιστολές προς τη βασίλισσα Ιωάννα της Νάπολης και προς τον επίτιμο Λατίνο αυτοκράτορα της Ρωμανίας, Ροβέρτο του Τάραντα, ο οποίος ήταν νόμιμος ηγεμόνας του Αρχιπελάγους, χάρις στον τίτλο του, κάνοντας έκκληση προς αυτούς να μεσολαβήσουν σχετικά. (Σ.τ.μ.: Πράγματι) αμφότεροι έγραψαν διαμαρτυρίες στη Βενετία, πιέζοντας για την καταλληλότητα του Νέριο, επιμένοντας πως η Φιορένζα ήταν βασσάλος του Ροβέρτου, και ότι με τη λήψη της αδείας από τον επικυρίαρχο της, αυτή ήταν αρκετά ελεύθερη να διαθέσει το χέρι της, χωρίς να συμβουλευτεί καμία άλλη δύναμη. Η δε σύγκλητος της Βενετίας στις 8 Απριλίου 1363, συνέγραψε μία πρακτικώς αναντίρρητη απάντηση, (σ.τ.μ.: παραθέτοντας πως μολονότι) η Φιορένζα ήταν όντως νόμιμη βασσάλος του αυτοκράτορα, εντούτοις εκείνος δεν είχε κανένα μέσο για την προστατέψει ή να επέμβει για λογαριασμό της, ενώ αυτή ήταν μία πολίτης της Βενετσιάνικης κοινοπολιτείας, και η Βενετία διέθετε τα μέσα, όπως και την θέληση για να την προστατέψει. Επιπρόσθετα, αν γίνονταν παραπομπή στις σχέσεις της παρελθούσας ιστορίας, (σ.τ.μ.: θα διαπιστώνονταν πως) οι πρόγονοι της είχαν αποκτήσει το δουκάτο στο Αιγαίο και είχαν καταστεί ικανοί να το διατηρήσουν πέλαγος μέσω της Βενετσιάνικης επικουρίας. Έτσι λοιπόν, ήταν δίκαιο ότι η Βενετία θα έπρεπε να είχε τον κύριο λόγο στην ρύθμιση του διαφιλονικούμενου ζητήματος.

Αξίζει να επισημανθεί ότι η θέση που υποστήριξε η Βενετία σε αυτή την επιστολή, ως η πραγματική προστάτης (σ.τ.μ.: της Φιορένζα Σανούδο) σε αντίθεση με το νόμιμο, αλλά ανίσχυρο επικυρίαρχο της, είναι αρκετά παραπλήσια με την θέση που η ίδια λάμβανε πρακτικά σε σχέση με τους Λομβαρδούς αυθέντες της Εύβοιας, οι οποίοι ήταν νομίμως βασσάλοι του πρίγκιπα της Αχαΐας, ενώ η Βενετία ήταν ο πραγματικός τους προστάτης.

Καθώς οι πηγές για τέτοιες συνδιαλλαγές είναι τα επίσημα έγγραφα, δεν μαθαίνουμε ποια ήταν τα συναισθήματα της ίδιας της Φιορένζα πάνω σε αυτό το ζήτημα, που ήταν τόσο μεγάλης σημασίας για εκείνη. Ορισμένοι συγγενείς των Σανούδο της Νάξου είχαν ως τόπο διαμονής τους την Εύβοια, και συγκεκριμένα, ο Γουλιέλμο Σανούδο και ο γιός του Νικολό, Σπεζαμπάντα (Nicolo Sanudo Spezzabanda), οι οποίοι συστήθηκαν από τη Βενετία για να γίνουν ευμενώς αποδεκτοί από την δούκισσα. Έτσι λοιπόν, ο βάϊλος του Νεγροπόντε συνέλαβε την ίδια και την απέστειλε σε ένα ασφαλές μέρος στην Κρήτη. Ο δε Σπεζαμπάντα παρουσιάστηκε αυτοπροσώπως στη Βενετία και απόκτησε την άδεια για να παντρευτεί τη Φιορένζα, (σ.τ.μ.: αν και ήταν δεύτερος εξάδελφος της). H γαμήλια τελετή (σ.τ.μ.: και η συνεύρεση των νεονύμφων) ολοκληρώθηκε στη Βενετία στις αρχές του 1364[9]. Ταυτόχρονα δόθηκε μία αμοιβαία υπόσχεση μεταξύ του Νικολό Σπεζαμπάντα και της Γαληνότατης Δημοκρατίας, (σ.τ.μ.: σύμφωνα με την οποία) ο πρώτος έπρεπε να συνδράμει για να κατασταλεί μία εξέγερση που απειλούσε τη Βενετσιάνικη εξουσία στην Κρήτη, ενώ η τελευταία δεσμεύονταν να υπερασπίζεται τα νησιά του δουκάτου (σ.τ.μ.: του Αρχιπελάγους).
Search-icons-for-images-white
Προτεινόμενη σχεδιαστική αναπαράσταση της επονομαζόμενης «Οικίας του Βάϊλου» στην Χαλκίδα. Ο βάϊλος του Νεγροπόντε είχε ενεργό ρόλο στην υπόθεση του δεύτερου γάμου της δούκισσας της Νάξου Φιορένζα Σανούδο, και χήρας του βαρώνου της Εύβοιας Τζιοβάννι Δαλλεκαρτσέρι. Πηγή: Εφ.Α.Ε..
  1. Εχθρότητα με τους Καταλανούς.


Η Βενετία δεν είχε ακόμα επιτύχει την εξασφάλιση του κραταιού κάστρου της Καρύστου, αν και είχε κάνει αρκετές προσπάθειες, το οποίο τώρα ανήκε στον Ισπανό Βονιφάτιο Φαδρίγ (Bonifaz Farique).

Πάντως οι διαπραγματεύσεις για την πώληση του μέρους συνεχίζονταν γύρω στα 1350. Η Βενετία προσέφερε 6.000 δουκάτα, και φαίνονταν ότι το παζάρεμα θα έφτανε σύντομα σε μία κατάληξη, όταν μεσολάβησε ο Γενοβέζικος πόλεμος και η υπόθεση διακόπηκε. Η Βενετία ανανέωσε ξανά τις προσφορές της, και τελικά στα 1359, ο Βονιφάτιος δεσμεύτηκε να μεταβιβάσει το κάστρο στη Γαληνότατη Δημοκρατία για 6.000 δουκάτα. Ο δε περιορισμός που συνόδευε την πώληση, καθόριζε ότι οι χωρικοί που μεταφέρθηκαν από την Αττική και εγκαταστάθηκαν στην Κάρυστο, δεν συμπεριλαμβάνονταν σε αυτή (σ.τ.μ.: τη δοσοληψία). Αλλά ο Ματτέο Μονκάδα (Matteo Moncada), ο οποίος διαδέχτηκε τον Χιμένες ντε Αρένος (Ximenes de Arenos) ως γενικός βικάριος, δηλαδή κυβερνήτης (σ.τ.μ.: Καταλανικού δουκάτου) της Αττικής[10], διαμαρτυρήθηκε ενάντια στην αποξένωση αυτού του ισχυρού μέρους, και παρακίνησε τον Βονιφάτιο να ακυρώσει την δέσμευση του. Επακολούθησε μία ψυχρότητα μεταξύ της Βενετίας και της «Καταλανικής Εταιρείας». Ο διάδοχος του Μονκάδα, ο Ρογήρος ντε Λόρια, έδρασε κατά τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να καταστήσει τον πόλεμο αναπόφευκτο. Αυτός λοιπόν δήμευσε ιδιοκτησία επί της οποίας οι Ευβοείς είχαν νομικές αξιώσεις και άρπαξε τις κτήσεις κάποιου Μπασαντόννα (Basadonna), ενώ στα 1363 ο βάϊλος του Νεγροπόντε κήρυξε πόλεμο. Από το άλλο χέρι, ο βάϊλος εμφανίζεται να υπέκρυψε πρόσφυγες από την Αττική και αναγνώρισε σε αυτούς την (σ.τ.μ.: Βενετσιάνικη) υπηκοότητα, όπως και να έχει ορίσει ένα αυστηρό δασμολόγιο για τις πωλήσεις στην Εύβοια ορισμένων εμπορικών ειδών, που εισάγονταν από την Αττική. Πάντως αμφότερα τα (σ.τ.μ.: αντίπαλα) μέρη σκέφτονταν ότι είχαν πολύ καλούς λόγους για να παραπονιούνται.

Η «Καταλανική Εταιρεία» για άλλη μία φορά προσέφυγε στην παλαιά της πολιτική και επικαλέστηκε τη συνδρομή του Οθωμανού Σουλτάνου Μουράτ, ο οποίος ήταν τώρα στην μέση της επιτυχούς σταδιοδρομίας του για την κατάκτηση της Βαλκανικής χερσονήσου. Οι Τούρκοι, που είχαν ήδη φτάσει στη Θεσσαλία, εισήλθαν στη Βοιωτία μετά από πρόσκληση του Λόρια, πήραν στην κατοχή τους τη Θήβα, και λυμαίνονταν τη χώρα. Αλλά ευτυχώς για την Εύβοια, σε αυτή την συγκυρία, ο βασιλιάς της Σικελίας και δούκας των Αθηνών Φρειδερίκος (Frederick), έπαυσε τον Λόρια και έκανε για ακόμα μία φορά τον Μονκάδα αντιπρόσωπο του, με εντολές να προστατέψει τα εδάφη της «Καταλανικής Εταιρείας» ενάντια στους άπιστους. Ο Μονκάδα έλαβε το πόστο ισόβια, αλλά δεν επέλεξε να ζήσει ο ίδιος στην Αθήνα, και εμπιστεύτηκε την διακυβέρνηση σε εκπροσώπους. Ο ίδιος στα 1365 έθεσε την κτήση στα χέρια του προκατόχου του Ρογήρου ντε Λόρια. Ο δε Λόρια δεν έτεινε ξανά σε συνομιλίες με τους Τούρκους. Απεναντίας, απέβλεπε να επιφέρει μία ειρήνη με τη Βενετία. Ωστόσο απαίτησε 6.000 δουκάτα ως αντιστάθμισμα για ζημίες για τις οποίες διαμαρτύρονταν, όμως η απάντηση της Βενετίας ήταν ένας λογαριασμός αποζημιώσεων, που έφτανε σε ένα πολύ υψηλό ψηφίο. Οι διαφορές δεν έλαβαν αμέσως μία τελική διευθέτηση, αλλά η παλαιά συνθήκη ανανεώθηκε για άλλη μία φορά. Σύντομα μετά από αυτό, η Βενετία απέκτησε επιτέλους το πολυπόθητο κάστρο της Καρύστου, στις 6 Νοεμβρίου 1365, για το ποσό που πάντοτε πρόσφερε από πριν, δηλαδή τα 6.000 δουκάτα. Αμέσως εγκατέστησε φρουρά εκεί, αλλά μέσα σε λίγα χρόνια διαπιστώθηκε ότι ήταν πολύ δαπανηρή η συντήρηση του μέρους και ευχαρίστως θα το άφηνε ως φέουδο. Όμως αποτυγχάνοντας σε κάτι τέτοιο, μείωσε την φρουρά, όπως και τα έξοδα όσο ήταν δυνατό. Για τη Βενετία η μείζονα σημασία της κατοχής της Καρύστου, φαίνεται ότι συνίστατο στον αποκλεισμό της κυριότητας της από κάποιους άλλους.
Search-icons-for-images-white
Το παράκτιο οχυρό «Μπούρτζι» της Καρύστου, το οποίο κατασκευάστηκε μετά το 1365, όταν η σημαντικότερη πόλη της νότιας Εύβοιας αποκτήθηκε από τη Βενετία έναντι ποσού 6.000 δουκάτων.
Το Νεγροπόντε δεν ήρθε ξανά σε εχθρική σύγκρουση με την «Καταλανική Εταιρεία», μολονότι οι ανιψιοί του Βάλτερ ντε Μπριέν, που σκέπτονταν ότι κληρονόμησαν τις προθέσεις του, έκαναν ότι μπορούσαν για να πείσουν τη Βενετσιάνικη Δημοκρατία, προκειμένου να τους βοηθήσει στην απόσπαση του δουκάτου (σ.τ.μ.: των Αθηνών) από τους Ισπανούς. Αυτοί οι ανιψιοί ανήκαν στο Φράγκικο οίκο των Ενγκιέν – Γκυ (Enghien – Guy) του Άργους και του Τζον του Ενγκιέν – Λέτσε (Enghien – Lecce). Οι ίδιοι απευθύνθηκαν προς τη Βενετία στα 1370 για να υποστηρίξει τις επιχειρήσεις τους στη γείτονα περιφέρεια, όμως εισέπραξαν μία ευγενική άρνηση, ενώ υπέβαλαν επίμονα αίτηση εκ νέου στα 1371. Ωστόσο η Βενετία δεν είχε καμία θέληση να υποστηρίξει τις σχεδόν ξεπερασμένες αξιώσεις τους, και δεν θα συναινούσε να αναμειχθεί αυτοβούλως σε πόλεμο, δανείζοντας την γέφυρα του Νεγροπόντε, όπως πρότεινε ο Τζον του Ενγκιέν – Λέτσε, για την διέλευση ενός ομόσπονδου στρατού μέσα στις κτήσεις των Ισπανών. Τον ίδιο χρόνο πέθανε ο Ρογήρος ντε Λόρια, και καθώς ο Μονκάδα, ο νόμιμος κυβερνήτης, συνέχισε να βρίσκεται εν απουσία, η θέση δόθηκε στον Ματτέο Περάλτα (Matteo Peralta), ενώ πριν το τέλος του έτους κανονίστηκε μία ειρήνη μεταξύ της Φράγκικης οικογένειας των Ενγκιέν και της «Καταλανικής Εταιρείας» με την μεσολάβηση του Βενετσιάνου βάϊλου της Εύβοιας, που σφραγίστηκε με τον γάμο του Τζον ντε Λόρια[11] με τη Μαρία, την μοναχοκόρη του Γκυ ντε Ενγκιέν, η οποία θα τον διαδέχονταν στην ηγεμονία του Άργους και του Ναυπλίου.
Search-icons-for-images-white
Απεικόνιση του καστελιού του Ευρίπου και μέρους των δυτικών οχυρώσεων του Νεγροπόντε. Στα 1363 ο Βενετσιάνος βάϊλος του Νεγροπόντε κήρυξε τον πόλεμο στους Καταλανούς της Αττικής, ο οποίος έληξε με συμβιβασμό μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών στα 1365. 3D: Γιάννης Μύταλας. Ψηφιακή βελτίωση εικόνας: Βάγιας Κατσός.
  1. Η «Εταιρεία των Ναβαρραίων».


Στο μεσοδιάστημα, ένας άνδρας περισσότερο ενεργητικός και ικανός από ότι οι αδερφοί Ενγκιέν, είχε παρομοίως συλλάβει την ιδέα να αποστερήσει από τους Καταλανούς το δουκάτο των Αθηνών και των Νέων Πατρών (Υπάτης).

Αυτός ήταν ο (σ.τ.μ.: Φλωρεντίνος) Ραϊνέριο (Νέριο) Ατζαγιόλι, ο οποίος μνημονεύτηκε ήδη σαν ένας μνηστήρας της δούκισσας Φιορένζα Σανούδο. Τώρα ήταν καστελάνος (σ.τ.μ.: της Κορίνθου)[12], και είχε παντρευτεί, με την συγκατάθεση του βάϊλου του Νεγροπόντε, την Αγκνές, την κόρη ενός Ευβοέα ευγενή, του Σαρακίνο ντε Σαρακίνι (Saracino de’ Saracini). Καταδιώκοντας λοιπόν κάποιους δικούς του φυγάδες υπηκόους, που είχαν διαφύγει στην Αθηναϊκή επικράτεια, ήρθε σε σύγκρουση με τους Ισπανούς. Ο πόλεμος ξεκίνησε στα 1374 και ο Ραϊνέριο (Νέριο) κατόρθωσε να καταλάβει τα Μέγαρα, τον οικισμό στα μέσα της διαδρομής μεταξύ της Κορίνθου και των Αθηνών. Τον επόμενο χρόνο πέθανε ο Περάλτα, και τον διαδέχτηκε ο Λουίς Φαδρίγ (Louis Fadrique), ο κόμης των Σαλώνων (Sula) και του Ζητουνίου (Zeitun)[13], ο οποίος ωστόσο δεν διορίστηκε από τον βασιλιά της Σικελίας, αλλά εκλέχτηκε από τους Καταλανούς υπηκόους της Αττικής. Κατά την διάρκεια των επόμενων λίγων ετών, ο Ραϊνέριο εμφανίζεται να παραμένει ήσυχος, καθώς η απόκτηση των Μεγάρων τον ικανοποίησε για κάποιο χρονικό διάστημα.

Στο μεταξύ συνέβηκε ένα γεγονός που κατεύθυνε την προσοχή (σ.τ.μ.: των Καταλανών) της Αθήνας και της Θήβας προς την μακρινή δύση, περισσότερο από τους γείτονες τους στην Ελλάδα. Αυτό ήταν ο θάνατος του βασιλιά (σ.τ.μ.: της Σικελίας) Φρειδερίκου Γ΄ στα 1377, χωρίς να αφήσει άρρενα απόγονο, και έτσι ο Σικελικός κλάδος της Αραγωνικής βασιλικής οικογένειας σταμάτησε εντελώς. (Σ.τ.μ.: Ο θανών) είχε μία κόρη, την Ματίλντα (Matilda), προς την οποία κληροδότησε το βασίλειο και τα δουκάτα του, αλλά αυτό δεν ήταν ευάρεστο στους περισσότερους από τους ευγενείς τόσο στην Σικελία, όσο και στην Αττική, που διέβλεπαν ευνοϊκά τις αξιώσεις του Πέτρου Δ΄, του βασιλιά της Αραγωνίας. Στα 1381 παρουσιάστηκε στην Σαραγόσα μία πρεσβεία από την Αθήνα, προσφέροντας φόρο υποτελείας στον Πέτρο στο όνομα της «Καταλανικής Εταιρείας», υπό την προϋπόθεση της υπόσχεσης του να διατηρήσουν τις συνήθειες της χώρας τους. Με αυτό τον τρόπο, ο Πέτρος Δ΄ κατέστη δούκας των Αθηνών και Νέων Πατρών (Υπάτης), και παρόλο που το δουκάτο πέρασε από τα χέρια του σε εκείνα του Φλωρεντίνου Νέριο Ατζαγιόλι, έπειτα από χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών, αυτός όχι μόνο διατήρησε τον τίτλο για τον εαυτό του, αλλά και οι διάδοχοι του μέχρι και τον τωρινό αιώνα (σ.τ.μ.: 19ος αιώνας) αποκαλούν τους εαυτούς τους, επίσης ως βασιλείς της Αραγωνίας και Ισπανίας, αλλά και δούκες των Αθηνών και των Νέων Πατρών[14].
Search-icons-for-images-white
Πορτρέτο του καστελάνου της Κορίνθου (1371) Νέριο Ατζαγιόλι, και μετέπειτα πρώτου Φλωρεντίνου δούκα των Αθηνών (1388), του οποίου η σύζυγος Αγκνές ντε Σαρακίνι κατάγονταν από αριστοκρατική οικογένεια της Εύβοιας. Πηγή: «Atene Attica Descritta da suoi Principii sino all’acquisto fatto dall’ Armi Venete nel 1687», Antonio Bortoli, Venice, 1695.
Αλλά στο μεσοδιάστημα εμφανίστηκε στο προσκήνιο ένας νέος εχθρός, δημιουργώντας γενικό συναγερμό και φόβο. Επρόκειτο για την «Εταιρεία των Ναβαρραίων», έναν οργανισμό που αποτελούνταν από τυχοδιώκτες, πολύ παραπλήσιου χαρακτήρα με τα μέλη της πιο φημισμένης «Μεγάλης Καταλανικής Εταιρείας». Απαρτίζονταν από μισθοφόρους στρατιώτες, που συναθροίστηκαν στην Ναβάρρα (σ.τ.μ.: της Ισπανίας) από τον Τζέϊκομπ ντε Μπω (Jacob de Baux), τον επίτιμο αυτοκράτορα της Ρωμανίας, και κατόπιν στάλθηκαν προς τα ανατολικά για να ανακτήσουν τις κτήσεις του μαζί με τον Μαγιόττο Κοκκαρέλι (Maiotto Coccarelli), ο οποίος διορίστηκε βάϊλος της Αχαΐας. Ο πιο σημαντικός από τους καπετάνιους τους ήταν ο Πέτρος του Σαν Σουπεράν (Peter of San Superan). Έχοντας καταλάβει την Κέρκυρα, (σ.τ.μ.: οι Ναβαρραίοι) προχώρησαν σε εισβολή στην Αττική στα 1380, γνωρίζοντας αρχικά κάποια επιτυχία, που τρομοκράτησε όχι μόνο τους Ισπανούς αλλά και τις γειτονικές δυνάμεις. Η Λειβαδιά και άλλα ισχυρά μέρη έπεσαν στα χέρια τους. Ο Γκαλσεράν Περάλτα (Galceran Peralta), ο καπετάνιος των Αθηνών, στον οποίο εναπόκειντο η υπεράσπιση του Καταλανικού δουκάτου, κρατούνταν πλέον φυλακισμένος.

Η ευκαιρία ήταν ευνοϊκή για να κάνουν μία προσπάθεια πάνω στην Εύβοια, καθώς η Βενετία εκείνον ακριβώς τον καιρό εμπλέκονταν σε ένα σοβαρό πόλεμο με τη Γένοβα και δεν μπορούσε να ξοδέψει πολύ ενέργεια στην άμυνα της νήσου. Επιπλέον, ο τρίαρχος Νικολό Δαλλεκαρτσέρι, εκμεταλλεύτηκε αυτή την κατάσταση των πραγμάτων, για να επανέλθει στα παλαιά παραδείγματα του παππού του, Πιέτρο, και του Βονιφάτιου ντα Βερόνα, ερχόμενος σε κρυφές διαβουλεύσεις με τους Ναβαρραίους εναντία στα συμφέροντα της Βενετίας. Αυτό ήταν και το τελευταίο (σ.τ.μ.: συνωμοτικό) λάκτισμα των τρίαρχων, αφού τρία χρόνια αργότερα, η Βενετία θα έφερνε τα πάντα στο δικό της δρόμο. Ο μαρκήσιος της Βοδονίτσας, ο οποίος είχε επιδείξει ένα στασιαστικό πνεύμα απέναντι στον κυβερνήτη της Αθήνας, φαίνεται ότι ενέργησε με τον ίδιο τρόπο με τον Νικολό. Αλλά ο κίνδυνος που απειλούσε την Εύβοια αποσοβήθηκε από την απόδραση του Γκαλσεράν Περάλτα, ο οποίος αμέσως οργάνωσε την άμυνα της Ακρόπολης (σ.τ.μ.: των Αθηνών) και εξανάγκασε την «Εταιρεία των Ναβαρραίων», χωρίς να γνωρίζουμε σαφώς με ποια βήματα, να εκκενώσει τη χώρα πριν το τέλος του έτους. Τότε αυτοί προχώρησαν στην Πελοπόννησο, όπου γνώρισαν μεγαλύτερη επιτυχία από ότι στην Αττική. Περί το έτος 1383, όταν πέθανε ο εργοδότης τους, Τζέϊκομπ ντε Μπω, ο τελευταίος επίτιμος αυτοκράτορας της Ρωμανίας, ο Μορέας διαιρέθηκε ανάμεσα σε τέσσερις δυνάμεις, δηλαδή τους Βενετσιάνους στην Μεθώνη και την Κορώνη, τους Έλληνες του Μυστρά, τους καστελάνους του Άργους, και τους Ναβαρραίους υπό τον Σαν Σουπεράν, ενώ μπορούμε να προσθέσουμε και έναν πέμπτο, τον Νέριο Ατζαγιόλι, (σ.τ.μ.: τον αυθέντη) της Κορίνθου.

Όταν ο βασιλιάς της Αραγωνίας Πέτρος Δ΄ αναγνωρίστηκε ως δούκας των Αθηνών (σ.τ.μ.: στα 1381), τότε αναγόρευσε κυβερνήτη (σ.τ.μ.: στην υπόψη κτήση) τον Φίλιπ Νταλμάν ντε Ροκαμπέρτε (Philip Dalman de Roccaberte), ο οποίος σύντομα έθεσε πάνω σε μία ικανοποιητική βάση τις σχέσεις της «Καταλανικής Εταιρείας» με τις περιβάλλουσες δυνάμεις, ήτοι με τον καστελάνο της Κορίνθου και τον μαρκήσιο της Βοδονίτσας, όπως επίσης και με το βάϊλο της Εύβοιας. (Σ.τ.μ.: Ο Ροκαμπέρτε) στα 1382 επέστρεψε στη Σικελία και τον διαδέχτηκε ο Ραμόν ντε Βιλανόβα (Ramon de Vilanova).
Search-icons-for-images-white
Απεικόνιση μισθοφόρων στρατιωτών της «Εταιρείας των Ναβαρραίων», την οποία προσπάθησε να προσεταιριστεί επ’ ωφελεία του ο τρίαρχος της Εύβοιας Νικολό Δαλλεκαρτσέρι, ενάντια στα συμφέροντα της Βενετίας στην νήσο περί το 1380. Πηγή: «Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα», σελίδα 380, William Miller, εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 1990.
  1. Οι Τούρκοι.


Καθώς η ισχύς των Τούρκων αυξάνονταν σταθερά και προόδευαν καθημερινά οι καταπατήσεις τους επί των κτήσεων των Ευρωπαίων, με τον σουλτάνο Μουράτ να έχει πάρει την Αδριανούπολη στα 1365, ο Έλληνας αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος και οι Λατινικές δυνάμεις πάσχιζαν να εγείρουν μία γενική οργανωμένη αντίσταση.

Ο Έλληνας αυτοκράτορας πραγματοποίησε μία ικετευτική περιοδεία στην Δύση στα 1369, όπως είχε κάνει εκατό χρόνια πρωτύτερα ο Λατίνος αυτοκράτορας (σ.τ.μ.: της Κωνσταντινούπολης) Βαλδουίνος Β΄, και δεν είχε κανένα ενδοιασμό να υποσχεθεί να εγκαταλείψει την Ελληνική και να ενταχθεί στη Λατινική Εκκλησία, υπό την προϋπόθεση ότι ο Πάπας και οι Λατινικές δυνάμεις της Δύσης θα τον βοηθούσαν ενάντια στον δεινό εχθρό της Ευρώπης. Οι διαρπαγές των Οθωμανών, στις οποίες ήταν ιδιαίτερα εκτεθειμένα τα νησιά του Αρχιπελάγους (σ.τ.μ.: του Αιγαίου) και η Εύβοια, έκαναν γενικότερα την διαβίωση τόσο ανασφαλή, έτσι ώστε οι άνθρωποι ήταν απρόθυμοι να εμπιστευτούν τις ζωές τους σε αυτές τις περιοχές, εκτός αν πληρώνονταν καλά οι κίνδυνοι που διέτρεχαν. Αυτή ήταν και η περίπτωση στην Εύβοια. Κανένας Βενετσιάνος δεν θα αποδέχονταν έναν πολιτικό διορισμό εκεί, εκτός αν λάμβανε ένα μισθό αξιοσημείωτα υψηλότερο από ότι συνήθως καταβάλλονταν στα 1369. Ήταν τέτοια η κατάσταση των πραγμάτων στην Εύβοια, που η Βενετία έστειλε μία επιτροπή για να διερευνήσει τις υποθέσεις της Εύβοιας, του Πτελεού, της Μεθώνης και της Κορώνης, προκειμένου αυτοί οι τόσο σημαντικοί σταθμοί, που αποτελούσαν το δεξί χέρι και το δεξί μάτι της Γαληνότατης Δημοκρατίας, να μπορούσαν να γίνουν ισχυροί και να αντισταθούν στους πολεμίους. Η γαλέρα της Εύβοιας επανδρώθηκε εκ νέου και ο βάϊλος του Νεγροπόντε νουθετήθηκε να είναι προσεκτικός και να αναφέρει επιμελώς στο αρχηγείο, ενώ στάλθηκαν στρατεύματα από την Βενετία. Αυτές οι προπαρασκευές επεκτάθηκαν για αρκετά χρόνια, ένα από τα οποία, (σ.τ.μ.: και συγκεκριμένα το 1374) σημαδεύτηκε από μία επιδημία πανούκλας, η οποία ενέσκηψε σφοδρά στον πληθυσμό της νήσου[15].

Ο Πάπας Γρηγόριος ΙΑ΄ εξέδωσε τον Νοέμβριο του 1372 μία παπική βούλα, κλητεύοντας τους διακεκριμένους αξιωματούχους της Ρωμανίας σε ένα συνέδριο στη Θήβα, στο οποίο θα συσκέπτονταν για να λάβουν κοινά μέτρα, προκειμένου να αντισταθούν στην προέλαση των Τούρκων. Ανάμεσα σε εκείνους που προσκλήθηκαν από τον Πάπα για να συζητήσουν το «αέναο ερώτημα» και να συναντηθούν στη Θήβα την 1η Οκτωβρίου 1373 συγκαταλέγονταν, ο τρίαρχος της Εύβοιας και δούκας της Νάξου (η μητέρα του Φιορένζα Σανούδο είχε πεθάνει στα 1371), Νικολό Δαλλεκαρτσέρι, ο μαρκήσιος της Βοδονίτσας, Φραντζέσκο Τζιόρτζιο (Francesco. Giorgio), o Καταλανός κυβερνήτης των Αθηνών Ματτέο Περάλτα, ο άρχοντας της Λέσβου Φραντζέσκο Γατελούζιο (Francesco Gatttilusio), ο αυθέντης της Κορίνθου Νέριο Ατζαγιόλι και άλλοι. Ωστόσο, το συνέδριο δεν είχε  καθόλου σοβαρά αποτελέσματα, όπως και τα περισσότερα από τα σχέδια της ενωμένης δράσης εναντίον των Τούρκων που τόσο συχνά προτείνονταν κατά τους 14ο και 15ο αιώνες.
Search-icons-for-images-white
Ο ερειπωμένος μεσαιωνικός πύργος του οικισμού Μίστρος (Διρφύων – Μεσσαπίων). Μετά τα μέσα του 14ου αιώνα, οι διαρκείς Τουρκικές επιδρομές καθιστούσαν εξαιρετικά δύσκολη την καθημερινότητα των κατοίκων της Εύβοιας, οδηγώντας την Βενετία να λάβει ιδιαίτερα μέτρα για την προστασία της νήσου.
  1. Ορισμένες εσωτερικές υποθέσεις της Εύβοιας.


Κατά το έτος 1359, ο Νικολό Σανούδο Σπεζαμπάντα, ο οποίος μετέπειτα παντρεύτηκε την Φιορένζα Σανούδο, παρουσιάστηκε στη Βενετία κομίζοντας ορισμένα παράπονα, που διατυπώνονταν από τους τρίαρχους της Εύβοιας ενάντια στη διαγωγή του βάϊλου του Νεγροπόντε.

Διαμαρτύρονταν λοιπόν ότι ο βάϊλος παρέμβαινε σε ζητήματα, τα οποία ανήκαν αποκλειστικά στη φεουδαρχική δικαιοδοσία των αυθεντών των εδαφών, σε αντίθεση με την ρητή ρύθμιση του 1356, ότι εκείνος είχε τη συνήθεια να αναιρεί ποινές που είχε ανακοινώσει ο ποντεστά των Λομβαρδών, πως είχε διώξει τους αξιωματούχους τους και είχε φυλακίσει τον πυργοδεσπότη του Λαράτσι (Larachi)[16], τον Δημήτριο της Αλεσσάντρια (Demetrios of Alessandria). Ωστόσο, η Βενετία αρνήθηκε να μεριμνήσει σοβαρά για αυτές τις καταγγελίες, γνωρίζοντας ότι αν δεν έδινε γενικές εξουσίες στο βάϊλο και δεν εμπιστεύονταν, καλώς και συμφώνως, την δικαιοδοσία του στην νήσο, τότε η τελευταία θα μετατρέπονταν σε «λημέρι ληστών».

Στα 1361 υποβλήθηκαν νέα παράπονα υπό την έννοια ότι θα έπρεπε οι βάϊλοι του Νεγροπόντε να είναι πιο ευγενικοί προς τους Λομβαρδούς, όπως και τους άλλους άρχοντες και αρχόντισσες. Για παράδειγμα σε μία από τις περιπτώσεις, εκείνοι απειλήθηκαν με πρόστιμα αν δεν παρουσιάζονταν στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου. Ιδιαίτερα κατηγορούνταν ο βάϊλος Πιέτρο Μοροζίνι πως δεν εφάρμοσε σωστά τους δασμούς επί του ελαίου, που έπρεπε να είχαν χρησιμοποιηθεί για την συντήρηση της Ευβοϊκής γαλέρας. Επίσης, προκλήθηκαν περαιτέρω φιλονικίες σχετικά με μία συγκεκριμένη έκταση κοντά στο Νεγροπόντε, το οποίο κείτονταν μεταξύ της Βενετσιάνικης συνοικίας και τα εδάφη των Δαλλεκαρτσέρι[17]. Η δε Βενετία προσπάθησε να θέσει τα πράγματα σε μία καλύτερη βάση. Οι αγροικίες που είχαν χτιστεί στην αμφισβητούμενη έκταση κατεδαφίστηκαν και έτσι η περιοχή των τρίαρχων επεκτάθηκε αναντίρρητα μέχρι εκεί που ήταν εξίσου αδήριτα Βενετσιάνικη ιδιοκτησία κατοικίας. Ακόμα, ρυθμίστηκε ότι οι πολιτικοί δικαστές της Βενετίας δεν θα παρέμβαιναν ποτέ σε στρατιωτικά ζητήματα. Εφεξής το συμπόσιο που πραγματοποιούνταν στο Νεγροπόντε προς τιμή ενός νεοδιορισμένου βάϊλου, θα πραγματοποιούνταν με αποκλειστικά έξοδα της Βενετίας και οι τρίαρχοι δεν ήταν αναμενόμενο πλέον να συνεισφέρουν.
Search-icons-for-images-white
Άποψη των σωζόμενων καταλοίπων του μεσαιωνικού οχυρού στην τοποθεσία «Λεχριές» Αφρατίου, το οποίο ενδεχομένως να ταυτίζεται με το κάστρο «Leriche» ή «Larachi», ο άρχοντας του οποίου είχε φυλακιστεί από τον βάϊλο του Νεγροπόντε στα 1359. Πηγή: Φωτογραφικό αρχείο Θεόδωρου Σκούρα, arxeiomnimon.gak.gr.
Αυτόν τον καιρό η Βενετία άρχισε να διευρύνει (σ.τ.μ.: την χορήγηση) της υπηκοότητας της σε Ευβοείς άρχοντες, όπως ο Αλέσιο ντε Τιβέρτι (Alessio de Tiberti) και ο Σαρακίνο ντε Σαρακίνι, που την έλαβαν στα 1361 στα 1370 αντίστοιχα. Επιπλέον η θέση των Εβραίων κατέστη λιγότερο ανυπόφορη, καθώς ανακουφίστηκαν από μερικούς έγγειους φόρους, ενώ διακόπηκε το παλαιό έθιμο, κατά το οποίο τους έκλειναν στο Γκέττο (Ghetto) τη Μεγάλη Παρασκευή[18]. Ο δε κρατικός ιατρός ήταν ένας Εβραίος με το όνομα Μωυσής (Moses).

Όσο για τον μικρό οικισμό του  Πτελεού στη Θεσσαλία, (σ.τ.μ.: που ανήκε στη Βενετία), ο πληθυσμός του ήταν κυρίως Ελληνικός, και ο μείζον κίνδυνος από τον οποίο απειλούνταν εκείνο τον καιρό ήταν οι εχθρικότητα των Αλβανών (Albanese, σ.τ.μ.: Αρβανιτών), οι οποίοι είχαν αποικήσει τη Θεσσαλία, ενώ λίγο αργότερα έμελλε να εξαπλωθούν προς τα νότια, και στις αρχές του επόμενου αιώνα να εποικίσουν την Εύβοια. Ο Πτελεός κυβερνιόνταν από ένα Βενετσιάνο ρέκτορα, αλλά εναπόκειντο πάνω στο βάϊλο της Εύβοιας να επιβλέπει για την ευμάρεια του.

Οι αδιάκοπες επιδρομές των Τούρκων έτειναν να αποδεκατίσουν τον πληθυσμό της Εύβοιας, και στα έτη 1379 – 1381, η Βενετία δεν μπορούσε να περιφρουρήσει τα συμφέροντα της τόσο προσεκτικά όσο συνήθως, κάτι που οφείλονταν στον εξελισσόμενο μεγάλο Γενοβέζικο πόλεμο, ο οποίος κορυφώθηκε με τον αποκλεισμό της Βενετίας και την απροσδόκητη νίκη της στην ναυμαχία της Τσιότζια (Chioggia), με την οποία θα συνδέεται πάντοτε (σ.τ.μ.: ο Βενετσιάνος ναύαρχος) Κάρλο Ζένο (Carlo Zeno), ο οποίος είχε διατελέσει βάϊλος της Εύβοιας δύο χρόνια πρωτύτερα[19]. Το μήλο της έριδος που οδήγησε σε αυτόν τον πόλεμο, ήταν το μικρό αλλά σημαντικό νησί της Τενέδου, το οποίο ελέγχει την είσοδο των Δαρδανελίων. Ο Ανδρόνικος, ο στασιαστής γιός του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου, το παρέδωσε στους Γενοβέζους, που τον υποστήριξαν για να ανέλθει στον θρόνο. Όμως οι Βενετσιάνοι προσκολλήθηκαν με τον παλαιό αυτοκράτορα, ενώ ο κυβερνήτης της Τενέδου αποδέχτηκε μία Βενετσιάνικη φρουρά. Στα 1381 η «Ειρήνη του Τορίνο (Turin)» τερμάτισε τον αναφερόμενο πόλεμο και ένας από τους προβλεπόμενους όρους ήταν ότι η Τένεδος θα έπρεπε να παραδοθεί στη Γένοβα. Αλλά μία Βενετσιάνικη προσωπικότητα, ο Πανταλεόνε Μπάρμπο (Pantaleone Barbo), ο οποίος είχε λάβει το πόστο του βάϊλου της Κωνσταντινούπολης, παρακίνησε τον καπετάνιο της φρουράς να αρνηθεί να παραδώσει το μέρος. Η παρορμητική ενέργεια της Γένοβας να κατασχέσει τα αγαθά των Φλωρεντίνων πολιτών, που αποτελούσαν εγγύηση για την εκπλήρωση των όρων της ειρήνης, εξανάγκασαν (σ.τ.μ.: τους Βενετσιάνους) να προχωρήσουν ενάντια στον εν λόγω καπετάνιο σαν (σ.τ.μ.: να επρόκειτο για) ένα εχθρό. Αυτός υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει στα 1383, το φρούριο κατεδαφίστηκε μέχρι το επίπεδο του εδάφους, το νησί κατέστη έρημο, και οι κάτοικοι του μεταφέρθηκαν, ορισμένοι στην Κρήτη και άλλοι στην περιφέρεια της Καρύστου, όπου τους συμπεριφέρθηκαν με συγκατάβαση.

Μετά την «Ειρήνη του Τορίνο» τα Βενετσιάνικα στρατεύματα στην Εύβοια απολύθηκαν, μειώθηκε ο μισθός του ρέκτορα του Πτελεού και η Βενετία περιέπαιζε με την ιδέα να καταστρέψει το κάστρο των Λάρμενων, το οποίο έβρισκε πολυέξοδο. Ωστόσο, διαφαίνονταν μία προοπτική ότι η νήσος θα ανακτούσε την ευημερούσα κατάσταση της.
Search-icons-for-images-white
Το ταφικό αρκοσόλιο με την επιτύμβια στήλη του σύμβουλου του Νεγροπόντε Πιέτρο Λιππαμάνο στο βόρειο παρεκκλήσιο του ιερού του ναού της Αγίας Παρασκευής Χαλκίδας, ο οποίος βοήθησε οικονομικά την Βενετία στον «πόλεμο της Τσιότζια», όπου διακρίθηκε ο ναύαρχος Κάρλο Ζένο, ένας από τους διατελέσαντες βάϊλους της Εύβοιας.
  1. Η Εύβοια καθίσταται εντελώς Βενετσιάνικη.


Στα 1372 ο Νικολό Δαλλεκαρτσέρι παντρεύτηκε την Πετρονέλλα Τόκκο (Petronella Tocco), την κόρη του του δούκα της Λευκάδας Λεονάρντο Τόκκο (Leonardo Tocco).

Η Φιορένζα Σανούδο, η μητέρα του Νικολό, είχε πεθάνει τον προηγούμενο χρόνο, και εκείνος είχε γίνει δούκας της Νάξου, όπως επίσης και τρίαρχος της Εύβοιας. Ενόσω ο ίδιος κατοικούσε στο Νεγροπόντε και διαχειρίζονταν προσωπικά την περιουσία του εκεί, προσέλαβε τον θείο του Τζανούλι Γκοζαντίνι (Januli Gozzadini), ως αντιπρόσωπο του στην διοίκηση του δουκάτου (σ.τ.μ.: του Αρχιπελάγους). Ο δε γάμος της ετεροθαλούς αδερφής του Μαρία, δηλαδή της κόρης της Φιορένζα και του Νικολό Σπεζαμπάντα, αποτελούσε τώρα ένα ένθερμο ζήτημα ανησυχίας για την επαγρυπνούσα Δημοκρατία της Βενετίας, όπως υπήρξε και ο γάμος της μητέρας της δεκαπέντε χρόνια πρωτύτερα. Ο βάϊλος της Εύβοιας, Μπαρτολομέο Κουερίνι (Bartolommeo Quirini) επιδίωξε (σ.τ.μ. να πάρει το χέρι της) για τον γιό του με την συγκατάθεση του Νικολό Δαλλεκαρτσέρι, αλλά όταν η κυβέρνηση της Βενετίας άκουσε για την υπόθεση, ο βάϊλος τιμωρήθηκε. Ο σύζυγος τον οποίο επιθυμούσε η Βενετία για την Μαρία ήταν ο Τζιόρτζιο Γκίζι (Giorgio Ghisi), ο γιός και κληρονόμος του τρίαρχου της νήσου Μπαρτολομέο.
Search-icons-for-images-white
Η διατηρούμενη βάση του μεσαιωνικού πύργου στο ύψωμα «Γερόβουνο», βορείως του όρμου του Μαντουδίου. Σε ορισμένες πηγές αναφέρεται ότι το 1/3 από το τιμάριο του Μαντουδίου ανήκε στον Φραντζέσκο Κρίσπο, ο οποίος δολοφόνησε στην Νάξο το 1383, τον δούκα του Αρχιπελάγους και τρίαρχο της Εύβοιας, Νικολό Δαλλεκαρτσέρι. Πηγή: kastra.eu / kastro mantoudi.
Στα 1383 συνέβη ένα περιστατικό το οποίο επέφερε μία αλλαγή στην κατάσταση της Εύβοιας: ο θάνατος του Νικολό Δαλλεκαρτσέρι. Σύμφωνα με μία έκθεση, αυτός κυνηγούσε στο νησί της Νάξου, όταν φονεύτηκε από τον Φραντζέσκο Κρίσπο (Francesco Crispo), τον ιδιοκτήτη της βαρωνίας του Αστροφίδη (Astrofidis) στην Εύβοια[20]. Κατά (σ.τ.μ.: τα αναγραφόμενα σε) μία άλλη έκθεση η εκτέλεση έγινε εντός των τειχών της ίδιας της πόλης της Νάξου. Ο Κρίσπο είχε παντρευτεί την ανιψιά του Δαλλεκαρτσέρι, την Φιορένζα Σανούδο (σ.τ.μ.: την νεότερη), την κόρη του δούκα της Μήλου, και είχε λάβει το νησί ως προίκα αυτής στα 1376. Εντούτοις, αυτός έδρεψε καλούς καρπούς από την βίαια πράξη του. Οι νησιώτες του Αρχιπελάγους (σ.τ.μ.: του Αιγαίου) τον εξέλεξαν σαν τον νέο τους δούκα, αφού ο Νικολό δεν είχε νόμιμο απόγονο. Η δε Βενετία, που την είχε προσβάλει ο Νικολό από την συμπαιγνία του με την «Εταιρεία των Ναβαρραίων» πριν από τρία χρόνια, έκλεισε τα μάτια της στον τρόπο με τον οποίο επήλθε ο θάνατος του Νικολό και υποστήριξε τον Φρανσέσκο, που με σεβασμό ζήτησε την αναγνώριση της στον νέο του τίτλο. Ο Φρανσέσκο επίσης αιτήθηκε για μία γαλέρα και προμήθειες από την Εύβοια και πρότεινε τον γάμο του γιού του με την κόρη του δόγη της Βενετίας, Αντόνιο Βενιέρ (Antonio Venier). Η δε οικογένεια των Κρίσπι (Crispi) διατέλεσαν δούκες της Νάξου για εκατόν ογδόντα έτη.

Ο θάνατος του τρίαρχου, ο οποίος κατείχε δύο τριτημόρια στην νήσο, χωρίς να αφήσει κληρονόμους, ήταν μία πολύ ευνοϊκή ευκαιρία για την Βενετία. Ωστόσο, δεν πήρε κανένα βιαστικό μέτρο, αλλά προχώρησε με την μεγαλύτερη προσοχή. Ο βάϊλος του Νεγροπόντε έλαβε διαταγές για να κατάσχει προσωρινά την βαρωνία των Ωρεών για την Μαρία Σανούδο της Άνδρου, την ετεροθαλή αδερφή του εκλιπόντος, της οποίας ο γάμος τώρα ήταν μακράν μεγαλύτερης σπουδαιότητας, όπως και για να την μετακομίσει στην Εύβοια ή στην Κρήτη, μήπως και αυτή προέβαινε σε κάποιο βήμα, χωρίς την συνταύτιση της με την Βενετία. Η Γαληνότατη Δημοκρατία επιθυμούσε να βάλει όλους τους Λομβαρδούς αυθέντες σε θέση βασσάλων της ιδίας, (σ.τ.μ.: λογιζόμενη) ως η δεσποτική υπόσταση ολόκληρης της νήσου. Το να κάνει κάτι τέτοιο χωρίς την συναίνεση του (σ.τ.μ.: Λατίνου) αυτοκράτορα της Ρωμανίας, Τζέϊκομπ ντε Μπω, θεωρητικά θα ήταν μία αθέτηση της φεουδαρχικής οργάνωσης, που χρονολογούνταν από το 1204, και θα επρόκειτο για μία αδικαιολόγητη κακοποίηση. Στην θεωρία οι τρίαρχοι της Εύβοιας ήταν ακόμα βασσάλοι του πρίγκιπα της Αχαΐας, παρόλο που η αυτή σχέση είχε πάψει να έχει κάθε πρακτική σημασία εδώ και καιρό. Ως εκ τούτου επιλέχτηκε ένας Βενετσιάνος ευγενής, ο Τζιοβάνι Σοράτζο (Giovanni Sorango), για να υποβάλει αίτηση προς τον αυτοκράτορα για την απονομή των δύο τριτημορίων των Δαλλεκαρτσέρι (προηγουμένως των ντα Βερόνα) στην Εύβοια ως φέουδο. Αλλά σε αυτή ακριβώς την συγκυρία πέθανε ο τελευταίος επίτιμος Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, και έτσι κανένας θεωρητικός δεσμός δεν αναχαίτιζε πιά την δράση της Βενετίας.

Όπως η Βενετία έτσι και άλλοι είχαν (σ.τ.μ.: στραμμένα) τα μάτια τους στα Ευβοϊκά φέουδα. Ο τρίαρχος της Εύβοιας Μπαρτολομέο Γκίζι αιτήθηκε για αυτά στον βάϊλο (σ.τ.μ. της Αχαΐας) Μαγιόττο Κοκκαρέλι, καθώς ήταν ο αντιπρόσωπος του Τζέϊκομπ ντε Μπω, ενώ ένας συγγενής των Δαλλεκαρτσέρι, κάποιος Τζανούλι ντ’ Ανόε (Januli d’ Anoe), διεκδίκησε ένα μερίδιο από την λεία. Αλλά, αν και ο Γκίζι πήγε αυτοπροσώπως στην Βενετία, και τον μεταχειρίστηκαν με φιλικότητα, το αίτημα του δεν ευδοκίμησε. Δεν ήταν παρά μέχρι τα 1385, που το ένα τριτημόριο παραχωρήθηκε στην Μαρία Σανούδο και το άλλο στον Τζανούλι ντ’ Ανόε, αμφότεροι ως βασσάλοι της Βενετίας. Επίσης, ακούμε ότι η Μαρία Σανούδο χορήγησε το κάστρο και το χωριό του Λαράτσι (Λεχριές;) στον συγγενή της, Φίλιππο Σανούδο. Η δε χήρα του Νικολό Δαλλεκαρτσέρι, η Πετρονέλλα Τόκκο, παρέλαβε την Αιδηψό (Lipso, Aidepsos) και τη Λιχάδα (Litadha) στη βόρεια Εύβοια και μετέπειτα παντρεύτηκε το Νικολό Βενιέρ (Nicolo Venier), τον γιό του δόγη (σ.τ.μ.: της Βενετίας).
Search-icons-for-images-white
Ο ερειπωμένος πύργος κοντά στο εξωκκλήσι της Αγίας Παρασκευής στα ανατολικά της Αιδηψού. Κατά την τοπική παράδοση θεωρείται ότι ήταν η κατοικία της Πετρονέλλα Τόκκο, της χήρας του τρίαρχου της Εύβοιας Νικολό Δαλλεκαρτσέρι, όταν της παραχωρήθηκε ως φέουδο η περιοχή της Αιδηψού και της Λιχάδας περί το 1385.
Τον επόμενο χρόνο, στα 1386, η βαρωνία της Καρύστου ενοικιάστηκε σε τρία αδέρφια, τον Μικέλε (Michele), τον Αντρέα (Andrea) και τον Τζιοβάννι (Giovanni) Τζουστινιάνι (Giustiniani). Μετά την απόκτηση του από την Βενετία στα 1365 το φρούριο είχε αφεθεί να πέσει σε παρακμή, καθώς οι δαπάνες της συντήρησης του είχαν αποτιμηθεί ως πολύ δυσβάσταχτες και υιοθετήθηκε το σχέδιο της ενοικίασης του σε ιδιωτικά πρόσωπα, πλην όμως δεν επωφελήθηκαν από το μέρος τίποτα περισσότερο, αφού οι Τζουστινιάνι δεν το κράτησαν σε καλύτερη κατάσταση από πλευράς επισκευών.

Έτσι στα 1385 δύο τριτημόρια της Εύβοιας, όπως επίσης και η βαρωνία της Καρύστου είχαν περάσει στα χέρια της Βενετίας και από τους παλαιούς τριτημόριους ο μόνος που παρέμενε ήταν ο Μπαρτολομέο Γ΄ Γκίζι, ο οποίος ενδεχομένως να πέθανε περίπου εκείνο τον καιρό. Καθώς άφησε μόνο έναν γιό σε μικρή ηλικία, τον Τζιόρτζιο, και καθώς ο Τζιόρτζιο πέθανε στα 1390, κληροδοτώντας τις κτήσεις του στην Βενετία, ενδεχομένως κάτω από Βενετσιάνικη πίεση, μπορούμε λοιπόν να καθορίσουμε το 1385, ως το έτος στο οποίο την κοινή διακυβέρνηση της νήσου από Βενετσιάνους και Λομβαρδούς, την διαδέχτηκε μία ολοκληρωτική Βενετσιάνικη εξουσία.

Μία από τις πρώτες πράξεις της Βενετίας, έχοντας τώρα ένα ελεύθερο χέρι στις Ευβοϊκές υποθέσεις, ήταν να ανακουφίσει τον Ελληνικό κλήρο από ένα φόρο, τον οποίο ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν στον Λατίνο πατριάρχη, ο οποίος ήταν επίσης επίσκοπος του Νεγροπόντε.

Περίπου την ίδια περίοδο που η Εύβοια έγινε Βενετσιάνικη, η Βενετία ευτύχησε να προσαρτήσει επίσης και ένα άλλο απόκτημα. Στα 1386 λοιπόν κέρδισε την Κέρκυρα (Corfu), η οποία ήταν τόσο σημαντική για αυτήν στο Ιόνιο πέλαγος, όσο η Εύβοια στο Αιγαίο πέλαγος.

Τέλος 4ου μέρους.

Διαβάστε στη συνέχεια: «Οι Λομβαρδοί και οι Ενετοί στην Εύβοια (Μέρος 5ο)». Μία αναλυτική καταγραφή της περιόδου 1385 – 1470 από τον ακαδημαϊκό ιστορικό John Bagnell Bury, μεταφρασμένη για πρώτη φορά στα Ελληνικά αποκλειστικά για το Square history.
Παραπομπές

[1] Σ.τ.μ.: Το συγκεκριμένο μέρος δημοσιεύτηκε στα 1888 στον τόμο 9 (σελίδες 91 – 102) του διαλαμβανόμενου επιστημονικού εντύπου.

[2] Σ.τ.μ.: Η πόλη της Κάφφα (η αρχαία Ελληνική αποικία της Θεοδοσίας) βρίσκεται στα νότια παράλια της χερσονήσου της Κριμαίας, η οποία μετά το 1307 παγιώθηκε ως κτήση της Γένοβας.

[3] Σ.τ.μ.: Ο J. B. Bury εκτιμά ότι αυτό το μέρος ίσως ήταν κοντά στο Αλιβέρι, επισημαίνοντας ότι στην εποχή του, στα τέλη του 19ου/αρχές 20ου αιώνα, τα Ελληνικά ατμόπλοια που έπλεαν από την Αθήνα στον Βόλο, μέσω Χαλκίδας, σταματούσανε στον όρμο του Αλιβερίου.

[4] Ο Φλωρεντίνος ιστορικός (Ματτέο Βιλάνι) Matteo Villani, (σ.τ.μ.: ο οποίος συνέχισε το έργο «Nuova Cronica» του θανόντος αδερφού του Τζιοβάννι στα 1348), αναφέρει εσφαλμένα τον συνολικό αριθμό των Γενοβέζικων πλοίων στα έντεκα και τον αριθμό εκείνων που καταλήφθηκαν στα εννέα.

[5] Σ.τ.μ.: Η πόλη Perpignan βρίσκεται στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ανατολικών Πυρηναίων της Γαλλίας, απέχοντας 30 χιλιόμετρα από τα σύνορα με την Ισπανία και 13 χιλιόμετρα από την ακτογραμμή της Μεσογείου. Κατά τον 13ο και 14ο αιώνα αποτελούσε την ηπειρωτική πρωτεύουσα του βασιλείου της Μαγιόρκα, το οποίο ήταν υποτελές στον Αραγωνικό θρόνο.

[6] Σ.τ.μ.: Η Ίστρια είναι η μεγαλύτερη χερσόνησος στην Αδριατική θάλασσα και βρίσκεται στον μυχό αυτής. Σήμερα μοιράζεται ανάμεσα σε τρεις χώρες, την Κροατία, τη Σλοβενία και την Ιταλία.

[7] Σ.τ.μ.: Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, με την ονομασία «Μαόνα (Maona)» αποκαλούνταν ορισμένοι Ιταλικοί όμιλοι επενδυτών, με διακριτή συνεταιριστική ιδιοσυγκρασία, που ήταν χαρακτηριστική στις ναυτικές και εμπορικές εταιρίες, αποτελώντας ιδιαίτερα συνήθη πρακτική στη Δημοκρατία της Γένοβας και στα αποικιακά εδάφη της. Μία σημαντική Γενοβέζικη Μαόνα διοικούσε την Χίο και το κοντινό Μικρασιατικό λιμάνι της Φώκαιας από το 1346, η οποία σύντομα πωλήθηκε στην οικογένεια Τζουστινιάνι (Giustiniani), που διατήρησε την εξουσία στο Αιγαιοπελαγίτικο νησί μέχρι την κατάληψη του από τους Οθωμανούς στα 1566.

[8] Σ. τ. μ.: Ο «σενεσάλος (seneschal)» ήταν ένας βασιλικός αξιωματούχος επιφορτισμένος με δικαστικές, διαχειριστικές, οικονομικές και στρατιωτικές δικαιοδοσίες για μία φεουδαρχική περιφέρεια. Το αξίωμα θεσπίστηκε τον 13ο αιώνα στην νότια και δυτική Γαλλία, από όπου εισάχθηκε και στο Φράγκικο «Πριγκιπάτο της Αχαΐας».

[9] Ο καρπός αυτού του γάμου υπήρξαν δύο κόρες, η Μαρία και η Ελισαβέτα (Elisabetta). Η πρεσβύτερη έλαβε την Άνδρο στα 1371, μετά τον θάνατο της μητέρας της, και δεσμεύτηκε από συνθήκες να φροντίζει για την αδερφή της.

[10] Ο Τζέϊκομπ (Jacob) Φαδρίγ, κόμης των Σαλώνων (Sula), διατέλεσε κυβερνήτης (σ.τ.μ.: του Καταλανικού δουκάτου των Αθηνών) στα 1356 – 1359, τον διαδέχτηκε ο Αρένος στα 1359, ακολούθησε ο Ματτέο Μονκάδα επίσης στα 1359, και μετέπειτα ο Ρογήρος ντε Λόρια (Roger de Loria) από τα 1361 έως τα 1363.

[11] Σ.τ.μ.: Ήταν αδερφός του προαναφερθέντος Ρογήρου ντε Λόρια.

[12] Σ.τ.μ.: Η καστελανία ορίζονταν ως μία εδαφική περιοχή που περιλάμβανε μία ομάδα κάστρων, οχυρών και πύργων. Ο δε διοικητής αυτής της έφερε το αξίωμα του καστελάνου.

[13] Σ.τ.μ.: Τα Σάλωνα είναι η παλαιότερη ονομασία της Άμφισσας και το Ζητούνι αντιστοιχεί στη σημερινή Λαμία.

[14] Σ.τ.μ.: Το επίτιμο πλέον αξίωμα του δούκα των Αθηνών και Νέων Πατρών, εξακολουθεί να συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των πολυάριθμων τιμητικών τίτλων του βασιλικού Ισπανικού στέμματος ακόμα και στον 21ο αιώνα. (Σχετική ιστοσελίδα: https://en.wikipedia.org/wiki/List of titles and honours of the Spanish Crown).

[15] Μπορεί να παρατηρηθεί ότι στα 1375, ο (σ.τ.μ. προηγούμενος) βάϊλος του Νεγροπόντε Μπαρτολομέο Κουερίνι (Bartholomeo Quirini) κρίθηκε ένοχος για κακή συμπεριφορά, για την οποία τιμωρήθηκε με ένα πρόστιμο. (Σ.τ.μ.: Ο Βενετσιάνος αξιωματούχος κατηγορήθηκε ότι) μεταχειρίστηκε την δημόσια γαλέρα για ιδιωτικούς σκοπούς, επέτρεψε την εξαγωγή καλαμποκιού, αν και οι προμήθειες ήταν ελλιπείς και πως παρέλαβε δώρα.

[16] Σ.τ.μ.: Ενδεχομένως, το τοπωνύμιο «Λαράτσι (Larachi)», που παρατίθεται από τον J. B. Bury, να αντιστοιχεί στο πεδινό κοίλωμα «Λεχρές» ή «Λεχριές», το οποίο σχηματίζεται περίπου 6 χιλιόμετρα βορειοανατολικά και στην ευθεία από τον σημερινό οικισμό Αφράτι Φύλλων. Στο κέντρο αυτής της τοποθεσίας εντοπίζονται τα κατάλοιπα ενός οχυρού και άλλες θεμελιώσεις των μεσαιωνικών χρόνων επί ενός χαμηλού υψώματος. Ο ιατρός και ιστορικός ερευνητής Θεόδωρος Σκούρας, ταυτίζει την υπόψη φρουριακή εγκατάσταση με το κάστρο «Λερίτσε (Leriche)», το οποίο σημειώνεται σε έναν παλαιό χάρτη, λόγω ομόηχης συγγένειας με το χρησιμοποιούμενο τοπωνύμιο «Λεχριές», ενώ μία εύλογη παραφθορά του όρου θα μπορούσε να είναι και η επωνυμία «Λαράτσι (Larachi)».

[17] Σ.τ.μ.: Σύμφωνα με τα συμφραζόμενα παρακάτω, αυτή η διαφιλονικούμενη έκταση εκτιμάται ότι πρέπει να βρίσκονταν εκτός των τειχών της καστροπολιτείας του Ευρίπου. Ίσως και με κάθε επιφύλαξη, να επρόκειτο για κάποιο μέρος προς την κατεύθυνση του σημερινού κρηπιδώματος, δηλαδή αρκετά βορειότερα της «Κάτω Πύλης», αν θεωρήσουμε ότι αυτό το τμήμα των χερσαίων τειχών είχε περιέλθει στον Βενετσιάνικο πολεοδομικό τομέα εκείνη την περίοδο, οπότε και δημιουργείται ένας σημειολογικός συσχετισμός με το κείμενο του J. B. Bury.

[18] Σ.τ.μ.: Είναι η πρώτη φορά, αν όχι και η μοναδική, που ένας έγκριτος ιστορικός, της εμβέλειας του J. B. Bury, χρησιμοποιεί τον όρο «Γκέττο (Ghetto)», προκειμένου να προσδιορίσει την Εβραϊκή συνοικία του Νεγροπόντε, με χρονολογική τοποθέτηση στα μέσα του 14ου αιώνα. Αυτός ο χαρακτηρισμός αποκτά ιδιαίτερη σημασία, σε συνδυασμό με την πληροφορία του εξαναγκαστικού εγκλεισμού των Εβραίων στον τομέα τους κάθε Μεγάλη Παρασκευή, καθόσον υποδηλώνει ότι οι τελευταίοι διαβιούσαν υπό ένα καθεστώς θρησκευτικής καταπίεσης και επιτήρησης στην μεσαιωνική Χαλκίδα, αρκετά πριν την υιοθέτηση μίας τέτοιας στάσης από τις Ευρωπαϊκές χώρες. Οι βάσεις για τα εφαρμοσθέντα μέτρα απομόνωσης της Ιουδαϊκού πληθυσμού τέθηκαν κατά την Γ’ Εκκλησιαστική Σύνοδο του Λατερανού στα 1179, όταν απαγορεύθηκε γενικά στους Χριστιανούς να συγκατοικούν με οιουσδήποτε απίστους. Όμως, οι περιορισμοί κατά των Εβραίων άρχισαν να εφαρμόζονται συστηματικά κυρίως από τις αρχές του 16ου αιώνα, ως παράπλευρο παράγωγο της πάλης του παπισμού εναντίον του κινήματος «Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης», που έθεσε τα θεμέλια του Προτεσταντισμού. Η δε Βενετία φαίνεται ότι ήταν πρωτοπόρος σε αυτό το πεδίο, καθώς στα 1516 υποχρέωσε τους Ιουδαίους να διαμένουν σε μία συγκεκριμένη περιοχή της πόλης, φορώντας πάντα ένα διακριτικό σήμα, ζώντας υπό ελεγχόμενες συνθήκες και έχοντας ένα καθορισμένο ωράριο εισόδου – εξόδου. Μάλιστα, σε εκείνη την τοποθεσία λειτουργούσαν χυτήρια από την αρχαιότητα, γνωστά ως «geti» στην Βενετσιάνικη διάλεκτο, ενώ πολυάριθμοι Εβραίοι φέρεται να ασχολήθηκαν τότε με το λιώσιμο μετάλλων, μια διαδικασία που αποκαλούνταν ως «gettο». Όπως γίνεται αντιληπτό, από τους υπόψη Βενετσιάνικους όρους προήλθε και η ονομασία «Ghetto», καταλήγοντας να σημαίνει την συνοικία όπου περιορίζονταν αυστηρά η κατοίκηση των μελών των Ιουδαϊκών κοινοτήτων στις διάφορες Ευρωπαϊκές πόλεις, πολλές φορές με την τήρηση καταπιεστικών κανόνων.

[19] Σ.τ.μ.: Η σύγκρουση μεταξύ της Βενετίας και της Γένοβας το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1378 – 1381, τιτλοφορείται ως «πόλεμος της Τσιότζια (Chioggia)», λαμβάνοντας το όνομα του από την αντίστοιχη παράλια πόλη – νησίδα, στο νοτιοδυτικό τμήμα της σημερινής επαρχίας της Βενετίας, όπου δόθηκε και η καθοριστική ναυμαχία στις 24 Ιουνίου 1380. Στην επιτυχή έκβαση της σύρραξης συνεισέφερε και μία προσωπικότητα με καταγωγή από το Νεγροπόντε, ο Πιέτρο Λιππαμάνο (Pietro Lippamano ή και Lippomano), ο οποίος τότε ζούσε στην Βενετία και προσέφερε σημαντική οικονομική βοήθεια για την διεξαγωγή των επιχειρήσεων. Ως αντάλλαγμα για τις διακεκριμένες υπηρεσίες του, εκλέχτηκε μέλος του Μεγάλου Συμβουλίου της Γαληνότατης Δημοκρατίας στις 4 Σεπτεμβρίου 1381. Κατόπιν επέστρεψε καταξιωμένος στο Νεγροπόντε ως σύμβουλος της πόλης (Consilarius Nigripontis), παρά τον βάϊλο, ενώ μετά το θάνατο του στα 1398, ο ισόγειος χώρος του κωδωνοστασίου του ναού της Αγίας Παρασκευής Χαλκίδας, μετατράπηκε σε ταφικό παρεκκλήσι προς τιμήν του, όπως φανερώνεται από την ενεπίγραφή επιτύμβια στήλη του, η οποία βρίσκεται εντοιχισμένη στον βόρειο τοίχο και φέρει το οικόσημο του. Ο δε Κάρλο Ζένο διατέλεσε βάϊλος του Νεγροπόντε την περίοδο 1378 – 1379 και ήταν αποφασιστική η συμβολή του, ως επικεφαλής μίας ναυτικής δύναμης 14 γαλερών, στην νίκη των Βενετσιάνων στην τελική ναυμαχία, που έλαβε χώρα στην λιμνοθάλασσα της Τσιότζια.

[20] Σ.τ.μ.: Το τοπωνύμιο «Αστροφίδης (Astrofidis)» παραμένει αταύτιστο στην περιφέρεια της Εύβοιας. Πιθανότατα δεν πρόκειται για μία πραγματική «βαρωνία», όπως χαρακτηρίζεται στην έκθεση, με την έννοια του «τριτημορίου» ή «εκτημορίου» της νήσου, αλλά για κάποιο επιμέρους φέουδο. Πάντως, σε ορισμένες πηγές ο Φραντζέσκο Κρίσπο εμφανίζεται ως ο κάτοχος του 1/3 από το τιμάριο του «Μαντουδίου (Mandructrio)» και ενδεχομένως η διαλαμβανόμενη μεσαιωνική τοποθεσία του «Αστροφίδη» να πρέπει να αναζητηθεί σε αυτή την περιοχή της βόρειας Εύβοιας.
Μετάφραση: Γιώργος Λόης. Επιμέλεια δημοσίευσης στο Square History: Βάγιας Κατσός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια οσο το δυνατόν φιλτράρονται ως προς το ύφος και το ήθος τους.
Kάθε υβριστικό ,προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο θα διαγράφεται .
Εγκρίνονται μόνο τα μηνύματα στα οποία εκφράζονται υγιείς απόψεις.
Ο κάθε σχολιαστής υπογράφει ηλεκτρονικά το σχόλιο του και είναι υπεύθυνος έναντι των νόμων.
Το ΜΑΝΤΟΥΔΙ NEWS δεν ενστερνίζεται και δεν φέρει καμία ευθύνη για όσα γράφουν οι αναγνώστες στα σχόλια τους.