Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023

Η 10ετία του ΄50 στο Μαντούδι (Μέρος Γ' )

Γράφει :Ο Παναγιώτης (Τάκης) Μπουλουγούρης
 
 

ΜΕΡΟΣ Γ'

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

   

     13. ΕΚΚΛΗΣΙΑ                             

    14. ΚΟΙΝΩΝΙΑ

    15. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

    16. ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ

    17. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

    18. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

     19. ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ



                                                     ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Δύο πράγματα απασχολούν τον ανθρώπους, ως όντα. Το μυστήριο της ύπαρξης τους και ο φόβος του Θανάτου. Τα ερωτήματα αυτά τον οδήγησαν στην  πεποίθηση, ότι  η ύπαρξή τους και η φύση γενικότερα, οι ηθικές αξίες και οι κανόνες συνύπαρξης οφείλονται στον ή στους θεούς, δηλαδή σε μια ή περισσότερες  οντότητες, ανώτερες του ανθρώπου και μη αντιληπτές από τις αισθήσεις του. 

Οι άνθρωποι θεωρούν,  ότι οι θεοί   είναι αρωγοί στις καθημερινές ανάγκες τους,  ακόμα και με υπερφυσικό τρόπο και επιπλέον δρουν ως επιτηρητές και κριτές των συμπεριφορών και των πράξεων τους. Παράλληλα, σε πολλούς υπάρχει και η πεποίθηση της ύπαρξης του αντίθεου ή σατανά, με αντίστοιχες, αλλά αντίθετες ικανότητες. Είναι η πνευματική οντότητα, αντίθετη προς το έργο του θεού και γενικά  είναι πρόξενος του  κάθε κακού  και συμφοράς στον άνθρωπο.  Το σύνολο των αντιλήψεων και των πεποιθήσεων αυτών ονομάζεται  θρησκεία   και  αποτελεί τον σημαντικότερο οδηγό, με τον οποίο  ο άνθρωπος διανύει το σύντομο χρόνο της ύπαρξής του. Οι  θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι  δοξασίες και οι ηθικές αξίες δεν ήταν παντού ίδιες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν  πολλές θρησκείες. Η διαμόρφωση των  θρησκευτικών απόψεων  άλλοτε είναι αποτέλεσμα συλλογικής  και εξελικτικής σκέψης και άλλοτε αποτέλεσμα  διακηρυγμένων σκέψεων σημαντικών προσωπικοτήτων, που εμφανίστηκαν σε διάφορες περιοχές, στο διάβα της Ιστορίας.

 Έτσι, παράλληλα με άλλα κοινά χαρακτηριστικά, η θρησκεία αποτελεί σημαντικό κομμάτι της εθνοτικής ταυτότητας ενός λαού. Παλαιότερα, οι περισσότερες κοινωνίες πίστευαν στην ύπαρξη πολλών θεϊκών οντοτήτων (Πολυθεϊσμός). Σήμερα, επικρατεί η πίστη σε ένα θεό (Μονοθεϊσμός).   Στα πλαίσια των  οργανωμένων κοινωνιών,  δημιουργείται,  παράλληλα προς την πολιτική,  η  Θρησκευτική εξουσία.  Το Ιερατείο αποτελεί το ιδιαίτερο σώμα, που υπηρετεί τη θρησκευτική εξουσία, οι νόμοι της οποίας είναι άτυποι,  αλλά ιδιαίτερα ισχυροί.  

 Σε σχέση με την πολιτική εξουσία, άλλοτε υπάρχει ισχυρός δεσμός και αλληλοεξάρτηση και άλλοτε υπάρχει ανεξαρτησία, χωρίς να υπάρχει αντίθεση. Στο παρελθόν,  υπήρξαν  αντιθέσεις της πολιτικής εξουσίας με θρησκευτικές δραστηριότητες, που οδηγούσαν σε συγκρούσεις και βιαιότητες. Ακόμα, θρησκευτικές αντιθέσεις έγιναν αφορμή για συγκρούσεις λαών, που στην ουσία αφορούσαν εξυπηρέτηση συμφερόντων.    

Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν πολυθεϊστές, ενώ οι σημερινοί Έλληνες,  είναι μονοθεϊστές, Χριστιανοί Ορθόδοξοι.  Ο Χριστιανισμός ξεκίνησε πριν 2000 χρόνια περίπου, στη Ρωμαιοκρατούμενη περιοχή του  σημερινού Ισραήλ   και βασίστηκε στη, σύντομης διάρκειας, διδασκαλία του Ιησού Χριστού.  Τη Χριστιανική Θρησκεία ίδρυσαν οι ακόλουθοι και διάδοχοι του Χριστού, ο οποίοι ανέλαβαν τη συγγραφή, διάδοση και επέκταση των διδασκαλιών του, ενώ  ο ίδιος ο Χριστός δεν άφησε γραπτά κείμενα.   Το σημαντικότερο όχημα διάδοσης του Χριστιανισμού ήταν η Ελληνική γλώσσα, η οποία, την Εποχή εκείνη, ήταν η πιο σημαντική, ιδιαίτερα  στην Ανατολική Μεσόγειο,  ως γλώσσα του Πνεύματος και της Επιστήμης.   

 Ο Χριστιανισμός, γεννήθηκε στη Γη των Ισραηλιτών, ως συνέχεια της Εβραϊκής θρησκείας, αλλά έγινε «Ελληνική υπόθεση». Ο Χριστιανισμός διαδόθηκε σταδιακά και   στην υπόλοιπη Ευρώπη.   Σήμερα έχει διαδοθεί σε  όλον τον κόσμο, αλλά κατά βάση επικρατεί εκεί, που έχει επικρατήσει ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός, ο αποκαλούμενος και Δυτικός πολιτισμός.   Οι  Ισραηλίτες  τον αρνήθηκαν  και ακόμα και σήμερα ακολουθούν την παλιά  τους θρησκεία. Ο Χριστιανισμός  αρχικά, αντιμετωπίστηκε εχθρικά από την κυρίαρχη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αλλά τελικά, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος την καθιέρωσε, ως επίσημη   θρησκεία της αυτοκρατορίας και συγχρόνως μετέφερε την πρωτεύουσά της στο Βυζάντιο, την παλιά Ελληνική αποικία στο Βόσπορο, που στο εξής ονομάζεται Κωνσταντινούπολη.  Η Κωνσταντινούπολη γίνεται κέντρο του Χριστιανισμού και  το Ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αποκτά   καθαρά Ελληνικά χαρακτηριστικά. Αργότερα τα Ελληνικά γίνονται επίσημη γλώσσα του Κράτους.  Σήμερα, θεωρούμε, ότι η Ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής ή Βυζαντινής  Αυτοκρατορίας αποτελεί τμήμα της Ελληνικής Ιστορίας. Ο όρος Έλληνας ταυτίζεται με αυτόν του Ρωμαίου ή Ρωμιού.  

Στα πλαίσια του Βυζαντινού  κράτους, διατυπώνονται οι  δογματικές αρχές  της θρησκείας και καθορίζονται  οι λατρευτικές και τελετουργικές διαδικασίες.  Οι λατρευτικοί χώροι, οι ναοί, ονομάζονται και εκκλησίες, επειδή συναθροίζονται οι πιστοί. Εκκλησία ονομάζεται  και ο  οργανισμός, που υπηρετεί τη θρησκεία.   Η Χριστιανική Εκκλησία,  και το Ιερατείο, που την υπηρετεί,    αποτελεί βασικό πυλώνα της Βυζαντινής κοινωνίας και λειτουργεί, ως παράλληλος   πόλος εξουσίας. 

 Με την εξάπλωσή του Χριστιανισμού, δημιουργούνται νέες εκκλησίες, χρησιμοποιούνται η Λατινική και άλλες γλώσσες και  διαφοροποιούνται οι αρχικές δογματικές αρχές και έτσι προκύπτουν άλλα δόγματα του Χριστιανισμού. Το δόγμα των  Ρωμιών ονομάζεται Ορθοδοξία,  η δε Εκκλησία του Βυζαντίου Ελληνορθόδοξη. 

Το Βυζαντινό κράτος  καταλύθηκε αρχικά από Δυτικούς  κατακτητές  και στη συνέχεια από τους Οθωμανούς Τούρκους, οπαδούς μιας άλλης μονοθεϊστικής θρησκείας, του Μωαμεθανισμού.   Για τους δικούς της λόγους η   Οθωμανική διοίκηση επέτρεψε και τη χριστιανική θρησκεία και την Ελληνική γλώσσα.  Αυτό βοήθησε τους Ρωμιούς, να διατηρήσουν τη θρησκευτική και κατ’  επέκταση και την εθνική τους ταυτότητα,  μέσα στην   απέραντη Οθωμανική επικράτεια, αν και κάποια μερίδα Ρωμιών βιαίως ή εκουσίως εξισλαμίστηκε. Ως εκ τούτου, διατηρείται η Ορθόδοξη Εκκλησία, ο επικεφαλής της Πατριάρχης και οι λειτουργοί κληρικοί.  Όταν, πριν 200 περίπου χρόνια, ιδρύθηκε το νέο Ελληνικό κράτος, ανεξάρτητο από τους Οθωμανούς, οι Νεοέλληνες θεώρησαν εαυτούς και Ρωμιούς αλλά και συνεχιστές των αρχαίων Ελλήνων. 

Τα γεωγραφικά όρια του νέου κράτους ταυτίστηκαν λίγο-πολύ με την κοιτίδα του αρχαίου  Ελληνισμού. Όπως ήταν φυσικό,  ο Ελληνορθόδοξος Χριστιανισμός  είναι     κυρίαρχο χαρακτηριστικό του νέου κράτους και αποτελεί το βασικό κριτήριο, για να ταυτοποιηθεί κάποιος, ως Έλληνας, ακόμα και αν δεν μίλαγε Ελληνικά (Αρβανίτες, Βλάχοι κλπ). Στην επικράτεια του αρχικού κράτους,  οι χριστιανοί άλλων δογμάτων και οι οπαδοί άλλων θρησκειών είναι ελάχιστοι. Εντός της Ελληνικής επικράτειας, δημιουργείται η αυτοκέφαλος Ελληνική Εκκλησία, που υπηρετείται από το σώμα των κληρικών.  

 Η θρησκευτική παράδοση διατηρείται αυτούσια, έτσι όπως διαμορφώθηκε στους Βυζαντινούς χρόνους.  Η τελική επέκταση του Ελληνικού κράτους πριν 100 χρόνια συνδυάστηκε αναγκαστικά με την ανταλλαγή των πληθυσμών, που έγινε με κριτήριο την θρησκεία. Έτσι οι πολίτες του νεοελληνικού κράτους  είναι κατά συντριπτική πλειονότητα χριστιανοί ορθόδοξοι.

Τη δεκαετία του ’50,  η Ελληνική κοινωνία είναι βαθιά θρησκευόμενη. Οι ελληνορθόδοξες αξίες καθορίζουν τον τρόπο ζωής. Ο ετήσιος κύκλος δραστηριοτήτων ακολουθεί το θρησκευτικό εορτολόγιο. Η εκκλησία είναι παρούσα  πάντοτε και    οι βασικοί σταθμοί  της ανθρώπινης ζωής (γέννηση, βάπτιση, γάμος, θάνατος)   νομιμοποιούνται και γίνονται δεκτοί από την κρατική εξουσία, μετά από  καθορισμένο τελετουργικό της Εκκλησίας.     Κύτταρο της θρησκευτικής δραστηριότητας είναι η ενορία, η γειτονιά, δηλαδή, που διαθέτει μια τουλάχιστον εκκλησία (ναό) και  θρησκευτικό  λειτουργό (ιερέα ή παπά). Βοηθοί του παπά  είναι οι ψάλτες και μια επιτροπή για την οικονομική διαχείριση. Ο νεωκόρος ή η νεωκόρισσα,  αναλαμβάνει το καθάρισμα και τη φροντίδα της εκκλησίας.  Επί πλέον, την εκκλησία βοηθούν διάφοροι εθελοντές, μικροί ή μεγάλοι.  Η ενορία με τη φροντίδα  του παπά και την   επιτήρηση του ανώτερου κληρικού της ευρύτερης περιοχής, του Μητροπολίτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση της θρησκευτικής παράδοσης, την οποία ακολουθούν οι Έλληνες,   έστω και ακούσια ή ασυνείδητα.  Τακτικά, ο παπάς συγκαλεί τους  πιστούς στο ναό,  με σκοπό αφενός να λατρέψουν, εξυμνήσουν και δοξάσουν τον Θεό, αφετέρου  να τον  παρακαλέσουν, να βοηθήσει και να αποτρέψει κάθε κακό και δυσάρεστο, να  «αποπέμψει» δηλαδή, τον πάντα κακόβουλο «Σατανά». Αν και ο καθένας προσωπικά μπορεί κατ’ ιδίαν, να «επικοινωνήσει» με τον Θεό, η συλλογική «επικοινωνία» είναι πιο θεαματική με ψαλμωδίες και  διάφορα τελετουργικά.  Το βασικό  και τακτικό τελετουργικό είναι η Θεία Λειτουργία, που γίνεται τις  Κυριακές και εορτές   και  περιλαμβάνει  την παρασκευή της θείας μετάληψης και την ευλογία ειδικά παρασκευασμένου άρτου και τη μετατροπή του σε αντίδωρο. Μαζί με το Θεό τιμώνται και οι άγιοι. 

Είναι οι άνθρωποι, που  βοήθησαν στη διάδοση και  διαμόρφωσαν τις αρχές του  Χριστιανισμού  και έζησαν,   ακολουθούντες  πλήρως τις επιταγές του. Θεωρείται, ότι οι άγιοι μπορούν να παρέμβουν, ώστε να παρασχεθεί κάθε  βοήθεια, την οποίαν επιζητούν οι πιστοί. Ο ναός (εκκλησία) διακοσμείται με καθορισμένα σύμβολα και εικόνες του Θεού, Χριστού και Αγίων,  έτσι όπως τους φαντάζεται κάθε φορά ο αγιογράφος. Οι εικόνες  και τα σύμβολα τιμώνται και λατρεύονται και θεωρούνται  ιδιαίτερης αξίας. 

  Στο Μαντούδι,  όπως και σε όλα τα χωριά, η μοναδική   ενορία με τον παπά της   αποτελεί σημαντικό σημείο αναφοράς.  Στις ανατολικές παρυφές του λόφου «Κιος», είναι κτισμένη η κεντρική εκκλησία, της ενορίας του Μαντουδίου, αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη  τον Θεολόγο, ο οποίος, με την αφιέρωση αυτή, αναγορεύεται και σε προστάτη της περιοχής.  Τότε, ήταν μια λιτή, κομψή εκκλησία ρυθμού Βασιλικής, με ένα καμπαναριό, που φάνταζε πανύψηλο. Μια απότομη σκάλα οδηγούσε στο ψηλότερο σημείο του καμπαναριού με την μικρή και τη μεγάλη καμπάνα. 

 Οι αλλαγές, που ακολούθησαν, άλλαξαν την όψη της εκκλησίας. Στο καμπαναριό προστέθηκε μεγάλο ρολόι.   Αργότερα, προστέθηκε δεύτερο, πανομοιότυπο καμπαναριό, που κατά την άποψή μου, υποβάθμισε την αρχιτεκτονική αισθητική της εκκλησίας. Η μεγάλη δυτική είσοδος σφραγιζόταν με μια μεγάλη δίφυλλη ξύλινη πόρτα και δεν υπήρχε  η σημερινή προέκταση.  Ο υπερυψωμένος, εξωτερικός περίβολος ήταν στρωμένος με ψιλό χαλίκι. Η άνοδος στον περίβολο γινόταν από τις τρεις  σκάλες, που υπάρχουν και σήμερα, αλλά   τότε ήταν όλες  πέτρινες. Η σημερινή ράμπα και τα εξωτερικά βοηθητικά κτίσματα έγιναν, πολύ αργότερα.  Εσωτερικά, ήταν  επίσης απλή,  αλλά εντυπωσιακή στα παιδικά μας μάτια, με σημαντικές διαφορές, σε σχέση με το Σήμερα. Το τέμπλο, που χωρίζει  την κυρίως εκκλησία με το ιερό, ήταν πιο απλό και οι μεγάλες  εικόνες του   δεν είχαν καλυφθεί με μεταλλικό έλασμα, εκτός από εκείνη του προστάτη Αγίου Ιωάννη.  Δεν υπήρχε ο «σολέας», ο διαχωρισμένος χώρος μπροστά από την ωραία πύλη. Στο χώρο αυτό υπήρχαν δυο μεγάλα μπρούτζινα μανουάλια, στα οποία οι πιστοί άναβαν τα κεριά τους. 

Τα δυο ψαλτήρια ήταν υπερυψωμένα και φραγμένα με ξύλινα κάγκελα. Ο δεσποτικός θρόνος ήταν πιο απλός, όπως και πιο απλά ήταν τα κόκκινα στασίδια,  ενώ δεν υπήρχαν καρέκλες για τους πιστούς. Εντυπωσιακά ήταν και ιδιόμορφα πλακάκια, που εξακολουθούν και σήμερα να καλύπτουν το δάπεδο. Ίσως η εκκλησία να ήταν τότε το μόνο κτίσμα στο Μαντούδι με πλακόστρωτο δάπεδο.  Οι αγιογραφίες στους τοίχους ήταν  ελάχιστες. Υπήρχαν τα εικονοστάσια και αρκετές εικόνες. 

Γενικά, δεν υπήρχε ο πλούσιος εσωτερικός διάκοσμος, που υπάρχει, Σήμερα. Τα κεριά και τα καντήλια ήταν τα μόνα μέσα φωτισμού. Στο κέντρο κρεμόταν ο πολυέλαιος  με  κεριά. Χρησιμοποιούσαν ένα  μακρύ κοντάρι  για να ανάβουν και να σβήνουν τα κεριά του πολυέλαιου.  Ανάμεσα στις κολώνες κρεμόντουσαν οι εντυπωσιακές, μεγάλες,  καντήλες, που  σύμφωνα με τ' ακούσματα, που υπάρχουν και Σήμερα, είναι Ρώσικης προέλευσης και δωρεά στο ναό από τους Βουδούρηδες!

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΣΕ ΠΑΛΙΟΤΕΡΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

 

  Τις Κυριακές και τις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές,  οι καμπάνες καλούσαν τους πιστούς στη Θεία Λειτουργία. Η νεωκόρισσα ή κάποιοι βοηθοί  ανέβαιναν την απότομη σκάλα του καμπαναριού και με επιδεξιότητα  κτύπαγαν συνδυαστικά τη μικρή και τη μεγάλη καμπάνα  σκορπίζοντας τον ήχο σε όλα τα σημεία του χωριού. Ήταν ένας αρμονικός  χαρμόσυνος ήχος, που αποτελεί γλυκιά ανάμνηση! Παρόμοιο ήχο καμπάνας δεν έχω ξανακούσει, από τότε, σε καμία εκκλησία, ούτε στην περιοχή του Μαντουδίου, ούτε σε άλλα μέρη, όπου έχω υπάρξει.   

Ο ήχος εκείνος μάλλον δεν έχει καταγραφεί και δεν είναι δυνατό, να ακουστεί, αλλά αναπαράγεται, ευχάριστα και  νοσταλγικά στη μνήμη μου. Η μικρή καμπάνα ακουγόταν για τις μικρές τελετές, όπως ο εσπερινός  και το κτύπημα γινόταν από το έδαφος με  ένα μακρύ   σκοινί,    που δενόταν στο γλωσσίδι της μικρής καμπάνας και  έφθανε χαμηλά, κοντά στο έδαφος.   Μπορεί, η καθημερινή συμπεριφορά των ανθρώπων να  ήταν μικροπρεπής με ανθρώπινες αδυναμίες, πάθη, αντιζηλίες και αντιπαραθέσεις ακόμα και ύβρεις, δηλαδή,  αντίθετη προς αυτά, που διακηρύσσει η θρησκεία, αλλά, ο εκκλησιασμός για τους περισσότερους, ήταν μια ηθική και τακτική υποχρέωση.  Εκτός από την παρουσία, η υποχρέωση αυτή συμπληρωνόταν με τη συμμετοχή στη Θεία Μετάληψη ή Κοινωνία, που γινόταν κυρίως στις παραμονές μεγάλων εορτών, τη λήψη του αντίδωρου, που γινόταν τακτικά, αλλά και άλλων "δώρων", που μοιράζονταν στην εκκλησία, με την ευκαιρία κάποιων εορτών, όπως διάφοροι άρτοι, λουλούδια (τα ίτσα) και βάγια.  Όταν επρόκειτο οι πιστοί να πάρουν τη θεία κοινωνία, να μεταλάβουν, όπως λέγανε, θεωρούσαν απαραίτητο  ζητούν προηγουμένως από τους κοντινούς τους ανθρώπους (συγγενείς κλπ)   «αλληλοσυγχώρεση».    Κοινή ήταν η έκφραση«σχώρα μ' και θιός σχουρέσ'».   Η συγχώρεση είχε και έχει την έννοια την απαλλαγή από την  ενοχή  κάποιου «αμαρτήματος», που εκούσια ή ακούσια έκανε κάποιος. Η αγορά και το  άναμμα κεριού ήταν το πρώτο καθήκον του εκκλησιαζόμενου. Τα αναμμένα κεριά έμπαιναν σε υποδοχείς, που είχαν τα  μπρούτζινα μανουάλια, τοποθετημένα μέσα στην εκκλησία. Πολύ αργότερα, έγινε η σημερινή προέκταση με την ειδική υποδοχή  και τον εξαεριστήρα.     Η δεξιά πλευρά της εκκλησίας ήταν χώρος για τους άνδρες, ενώ η αριστερή, για τις γυναίκες. Οι γυναίκες, αν χρειαζόταν, χρησιμοποιούσαν και τον «γυναικωνίτη», τον  εξώστη, πάνω από την είσοδο της εκκλησίας.  Οι γεροντότεροι χρησιμοποιούσαν τα ελάχιστα κόκκινα στασίδια, αλλά οι περισσότεροι εκκλησιαζόμενοι παρέμεναν όρθιοι, αναγκαστικά.    Επειδή, όμως, το «Δει δη χρημάτων» ισχύει παντού και πάντοτε, πέραν της αγοράς του κεριού, οι εκκλησιαζόμενοι κατέβαλλαν και τον επιπλέον οβολό τους στην εκκλησία, μέσω του περιφερόμενου από τους επιτρόπους, δίσκου και «αμείβονταν» με λίγες σταγόνες φτηνής  κολόνιας. Το να καταλάβουν οι εκκλησιαζόμενοι, πλήρως, τις δεήσεις και τους ψαλμούς ήταν μάλλον δύσκολο, αφού η γλώσσα της εκκλησίας παραμένει αρχαΐζουσα Ελληνική  και απέχει πολύ από τη σημερινή καθημερινή γλώσσα. Όμως,  για τον καθημερινό άνθρωπο της περιορισμένης κοινωνίας του χωριούο εκκλησιασμός, εκτός από ηθική υποχρέωση,  ήταν μια ανάσα από την καθημερινή βιοπάλη. Ήταν ευκαιρία,   να ντυθεί με τα «καλά» του ρούχα,  να συναντήσει ανθρώπους και να αισθανθεί πιο ευχάριστα.   

Γενικά, κάθε θρησκευτική γιορτή είναι συγχρόνως ευκαιρία για κοινωνικές επαφές, εμπορικές συναλλαγές και διασκέδαση.  Κεντρικό πρόσωπο στα  τελετουργικά ο  παπάς με τη γενειάδα, τα ράσα και τα άμφια, επικουρούμενος από τους ψάλτες  και τα παππαδάκια. Η νεωκόρισσα, που  φρόντιζε την εκκλησία  εξασφάλιζε και τη θράκα με τα κάρβουνα, που ήταν απαραίτητα για το λιβάνισμα και το ζέσταμα του νερού, για την παρασκευή της Μετάληψης.   Για μας, τους πιτσιρικάδες του χωριού με περιορισμένες άλλες εμπειρίες, η εκκλησία με το ιδιαίτερο περιβάλλον αποτελούσε,  χώρο μαγικό. Ο παππάς, ένας απλός άνθρωπος και αυτός, φάνταζε εξωπραγματικός. Μάλιστα, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50, εντυπωσιακή και απόκοσμη ήταν η παρουσία στο ιερό του ναού, ενός ακόμα  γέροντα παπά,  με καταγάλανα μάτια και κάτασπρη γενειάδα. 

Το   θρησκευτικό συναίσθημα ήταν ιδιαίτερα έντονο. Ενδεικτικό της κατάστασης ήταν και ένα περίεργο γεγονός της Εποχής. Μια μεσόκοπη γυναίκα  ισχυριζόταν, ότι «έβλεπε την Παναγία και συνομιλούσε μαζί της».  

Προφανώς, αυτό δεν είχε σχέση με την πραγματικότητα, αλλά ήταν μια, καθαρά προσωπική,  υποβολή και προβολή. Η κυρία αυτή, όμως, έτυχε της αποδοχής και προσοχής πολλών, γυναικών κυρίως. Η θρησκευτικότητα είναι συνυφασμένη με την πεποίθηση και ελπίδα της «θείας βοήθειας» στα καθημερινά και πολλά προβλήματα της ζωής και πιθανόν να  θεωρήθηκε, ότι η οραματιζόμενη γυναίκα, μπορούσε να συμβάλει, πιο αποτελεσματικά, στην παροχή αυτής της  βοήθειας. 

 Οι  γυναίκες  κυρίως έδειχναν έντονη θρησκευτικότητα, που εκδηλωνόταν  με την συχνή επίκληση  του Θεού, του Χριστού της Παναγίας και των  Αγίων. Με την επίκληση έκαναν συγχρόνως τον «σταυρό τους».      

 Τον σταυρό τους  έκαναν   και  όταν  πέρναγαν    δίπλα από  εκκλησία ή εικονοστάσι. Τακτικό ήταν και το λιβάνισμα στο σπίτι.  Επίσης το φαγητό της οικογένειας άρχιζε με απλή προσευχή και σταυρό και όταν άρχιζαν να κόβουν το ψωμί  σχημάτιζαν με το μαχαίρι το σημείο του σταυρού στο καρβέλι.  

Οι μανάδες,  μας  μετέφεραν άμεσα τη δική τους θρησκευτικότητα. Μας παρότρυναν, να είμαστε συνεπείς  στις «υποχρεώσεις».   Να εκκλησιαζόμαστε, να νηστεύουμε, να παίρνουμε  αντίδωρο, να κοινωνάμε, να ραντιζόμαστε με αγιασμό, να φιλάμε τις εικόνες και τα θρησκευτικά σύμβολα αλλά και το χέρι των παπάδων,  να κάνουμε το σταυρό μας και την τακτική βραδινή προσευχή μπροστά στα εικονίσματα του σπιτιού.

 Η έννοια της «αμαρτίας», δηλαδή, της παράβασης των θείων εντολών, ήταν κυρίαρχη. Πριν  ακόμα  αρχίσει η συστηματική μας εκπαίδευση, η «αμαρτία» είχε περάσει στη συνείδηση μας σαν κάτι, που έπρεπε, οπωσδήποτε, να  αποφεύγουμε.  Κάποιοι από εμάς ντυνόμασταν «παπαδάκια», φοράγαμε δηλαδή κάποιου είδους άμφια  και βοηθούσαμε στις  τελετές, κρατώντας λάβαρα, μανουάλια, σταυρούς, εξαπτέρυγα και λιβανιστήρια. Για την ενασχόληση αυτή, είχαμε, σαν ηθική αμοιβή, αρκετά «μπράβο», αλλά περνάγαμε και από τον πάγκο των επιτρόπων και εισπράτταμε  κάποιες τρύπιες δεκάρες και εικοσάρες, σαν υλική αμοιβή. Επί πλέον, παρακολουθούσαμε το «Κατηχητικό». Μια ξέχωρη εκπαίδευση, με σκοπό τη μύηση στα Χριστιανικά δεδομένα. Ακόμα μεγαλύτερο ήταν το δέος, που αισθανόμασταν, όταν εμφανιζόταν ο Μητροπολίτης, με τον μεγάλο βαρύ  σταυρό και το εγκόλπιο, να κρέμονται στο λαιμό του και την, γενικά, εντυπωσιακή του εμφάνιση.  

Ο δεσπότης μας «βράβευε» με μικρές χάρτινες εικόνες και εισέπραττε χειροφιλήματα. Η έλευση του «δεσπότη», μάλιστα, έπρεπε, να αναγγελθεί με κωδωνοκρουσίες. Παιδιά, βοηθοί της εκκλησίας, τοποθετημένα σε επίκαιρα σημεία, κάνανε το σηματωρό και με την εμφάνιση του αυτοκινήτου του δεσπότη, στο ύψος των «Καλοερικών» αλωνιών, μετέφεραν, με κίνηση των χεριών,  το σύνθημα της έλευσης στο καμπαναριό και άρχιζε η κωδωνοκρουσία. 

 Κατά τις πιο σημαντικές γιορτές της εκκλησίας και  κατά τις γιορτές, που είχαν τοπικό χαρακτήρα, η παρουσία πιστών ήταν μεγαλύτερη.  Ακόμα και αυτοί, που δεν ήταν τακτικοί στην εκκλησία, θεωρούσαν υποχρέωσή τους, να παρίστανται στις λειτουργίες των μεγάλων εορτών. Αν υπήρχαν και ειδικές εκδηλώσεις, το ενδιαφέρον ήταν μεγαλύτερο. 

Η Χριστουγεννιάτικη Λειτουργία γινόταν πολύ πρωί, με το σκοτάδι να είναι ακόμα απλωμένο, αλλά η προσέλευση ήταν αθρόα.  Τα Φώτα, με τον αγιασμό  των υδάτων, είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Την παραμονή, γιορτή του Σταυρού, ο παπάς  επισκεπτόταν όλα τα νοικοκυριά  του χωριού  και ράντιζε με αγιασμό σπίτια και ανθρώπους, εισπράττοντας χρηματική ή άλλη υλική αμοιβή από τους νοικοκύρηδες.  Ανήμερα, μετά τη Λειτουργία, ο παπάς, ακολουθούμενος από τους πιστούς, πήγαινε στο μέσο της γέφυρας, για να ρίξει το σταυρό στο ποτάμι.  Το ποτάμι, τις περισσότερες φορές, είχε αρκετό νερό και κάποιοι τολμηροί πιστοί  βουτούσαν, για να πιάσουν το σταυρό.  Μετά το τέλος της τελετής, οι βουτηχτές έβαζαν το σταυρό σε ένα δίσκο και περνούσαν από όλα τα σπίτια, καλώντας τους κατοίκους, να προσκυνήσουν το σταυρό και να ανταμείψουν με κάποιο αντίτιμο  τους βουτηχτές,  για την τόλμη τους να βουτήξουν στα κρύα και θολά νερά, μέσα στην καρδιά του Χειμώνα.    Ο  επόμενος σημαντικός κύκλος εορτών ήταν την περίοδο του Τριωδίου.  Οι έκτακτες, βραδινές τελετουργίες των Χαιρετισμών, προσέλκυαν αρκετούς πιστούς.  Η προσέλευση συνεχιζόταν τα βράδια της Μεγάλης Εβδομάδας και κάθε εκκλησιαζόμενος, έπρεπε, να κρατάει ένα αναμμένο κερί. Η ατμόσφαιρα μέσα   στην  εκκλησία γινόταν βαριά από την κάπνα των πολλών κεριών, που  έκαιγαν.  Κεριά  στους πολυέλαιους, κεριά  στα μανουάλια  και κεριά στα χέρια των εκκλησιαζομένων.  Αρκετές, ηλικιωμένες γυναίκες  χρησιμοποιούσαν μια ιδιοκατασκευή, πολλών μακριών και λεπτών κεριών, που ήταν αρκετή για πολλές χρήσεις, το «ίσο», όπως το έλεγαν!  Τη Μεγάλη Πέμπτη, κατά την αναπαράσταση της Σταύρωσης,  βλέπαμε ακόμα και δάκρυα, να κυλούν στα μάγουλα κάποιων γυναικών.  Η Μεγάλη Παρασκευή  ήταν η πιο  σημαντική  ημέρα, με  το  στόλισμα του επιταφίου,  το ψάλσιμο των 'Εγκωμίων' και την μεγάλη καμπάνα να κτυπά πένθιμα, με αργά,  δυνατά κτυπήματα. Η περιφορά του επιταφίου  ήταν η πιο συγκινητική, θρησκευτική εκδήλωση. Ο επιτάφιος στους ώμους κάποιων νεαρών, και ακολουθούμενος από τους πιστούς,  έκανε ένα  μεγάλο κύκλο, που περιλάμβανε και ακραία σημεία του χωριού, όπως η περιοχή του σχολείου, η σημερινή οδός Κολοκοτρώνη και η περιοχή του Σταυρού. Κάθε τόσο, η πομπή σταματούσε, ο παπάς  έλεγε τις δεήσεις του και ακολουθούσε το «Κύριε ελέησον, κύριε ελέησον…..».  Στο δρόμο, οι νοικοκυρές έβαζαν κάρβουνα με λιβάνι, για να περάσει από πάνω ο επιτάφιος. Δεν έλειπαν και οι κρότοι από βαρελότα, που έριχναν νεαροί.  Κατά την επάνοδο στην εκκλησία, ακολουθούσε το παραδοσιακό  τελετουργικό, που, μόνο στο Μαντούδι, το έχω παρατηρήσει. 

Το «Άρατε πύλας» του παπά,  μπροστά στην κλειστή πόρτα, η  απόκριση  και ο θόρυβος από κτυπήματα, που ακουγόταν από το εσωτερικό της εκκλησίας.  Το τελετουργικό συνεχίζεται και σήμερα,  αλλά, τότε, στα παιδικά μάτια και αυτιά μας  φάνταζε απόκοσμο και μαγικό. Η  Ανάσταση, που ακολουθούσε τα  επόμενα μεσάνυχτα   με τις άσπρες λαμπάδες, άλλαζε τελείως το κλίμα και τη διάθεσή μας. Η Λειτουργία της Ανάστασης είναι η μόνη, που γίνεται τα μεσάνυχτα και ήταν δύσκολο, να την παρακολουθούν τα μικρά παιδιά. Οι μανάδες φρόντιζαν, να πάνε τα παιδιά τους στην εκκλησία  κατά την «Αγάπη», την αναστάσιμη τελετή, που γινόταν την επόμενη ημέρα, μετά το μεσημέρι. 

Η επόμενη, σημαντική, θρησκευτική εκδήλωση γινόταν στo πανηγύρι, τη  γιορτή του προστάτη Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.   Το βράδυ της παραμονής,  παρουσία πολλών παπάδων και πολλών πιστών, γινόταν η λιτάνευση της εικόνας, στους κεντρικούς δρόμους του χωριού, που κατέληγε σε κήρυγμα κάποιου επισκέπτη παπά. Η λήξη της λιτανείας σήμαινε, την έναρξη της διασκέδασης.  Κρεατοφαγία, οινοποσία, μουσική, χορός και εμπόριο ήταν πάντοτε συνδεδεμένα με τα πανηγύρια.  Την επόμενη ημέρα γινόταν στην εκκλησία η πιο μεγαλοπρεπής Λειτουργία, παρουσία πολλών παπάδων και του  Μητροπολίτη με τα στολισμένα άμφια. Η παρουσία του Μητροπολίτη επέβαλε να ακουστεί η ειδική ευχή  για την μακροημέρευση του.  Η ειδική αυτή ευχή   είναι «προνόμιο» μόνον των ανώτερων κληρικών.    

Η δεύτερη μεγάλη εκκλησία του χωριού, αυτή του Αγίου Νικολάου, ήταν ακόμα γιαπί και δεν ήταν σε χρήση, αλλά η ενορία περιλάμβανε και άλλες μικρότερες εκκλησίες, μέσα και έξω από το χωριό.  Σε κάθε ξωκλήσι γινόταν Λειτουργία τουλάχιστον μια φορά το χρόνο και δινόταν ευκαιρία για «Μίνι πανηγύρια». Τα   ξωκλήσια, που ήταν μέσα στο χωριό, γιόρταζαν, συνήθως, το Χειμώνα  και δεν προκαλούσαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ακριβώς δίπλα, δυτικά της κεντρικής εκκλησίας, υπήρχε ο Άγιος Γεώργιος, που γκρεμίστηκε αργότερα, για να γίνει το κτίριο του Γυμνασίου, πιο δυτικά ο Άγιος Δημήτριος, στην πλατεία η Αγία Τριάδα  και πιο πέρα ο Άγιος Αθανάσιος.   

Η εκκλησία του αγίου Αθανασίου είχε και ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον. Στα δυτικά της εκκλησίας, δίπλα στο αυλάκι, κτίστηκε  ο τοίχος, που υπάρχει ακόμα και διαμορφώθηκε ένας επίπεδος χώρος. Ο ανοικτός περίβολος της εκκλησίας έγινε και χώρος παιχνιδιών για μας τους πιτσιρικάδες. Πολλές φορές μπαίναμε στην εκκλησία και βλέπαμε σωρούς με άσπρα σακιά ή κιβώτια, που είχαν μαύρους σταυρούς, εξωτερικά. 

Ήταν τα κόκκαλα  των νεκρών, που είχαν ξεθαφτεί πρόσφατα και που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμεναν στη συγκεκριμένη εκκλησία.  Επί πλέον, στη βορειοδυτική γωνία του εσωτερικού της εκκλησίας,  υπήρχε κόγχη, σε μορφή λεκάνης, με μια τρύπα. Στην κόγχη αυτή άδειαζαν το μίγμα λαδιού και νερού, που έμενε στις  κολυμπήθρες,  μετά τη βάπτιση των μωρών. Το μίγμα αυτό εθεωρείτο ιερό και έπρεπε να αποχετευτεί σε επίσης ιερό χώρο.

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσίαζαν τα ξωκλήσια, που ήταν στην εξοχή και γιόρταζαν τους Καλοκαιρινούς μήνες.  Πιο σημαντική ήταν η  εκκλησία των αγίων Αποστόλων, Πέτρου και Παύλου. Σε άλλα εξωκλήσια τα πράγματα ήταν πιο απλά.  Ο προφήτης Ηλίας στο Πελέκι, η αγία Παρασκευή, που κτίστηκε, εκείνη την Εποχή, στα νότια, η Αγία Σωτήρα στα δυτικά, δίπλα στο ποτάμι, η Παναγία του βάλτου, κοντά στους αγίους Αποστόλους και η Παναγία, νότια και  ψηλά, δίπλα στο ποτάμι.  Η πιο σημαντική, Καλοκαιρινή, εορτή είναι αυτή, της Παναγίας του 15Αύγουστου.

  Το Μαντούδι δεν διέθετε, τότε, κοντινό ξωκλήσι και ήταν αρκετοί εκείνοι, που έπαιρναν  το μακρύ ανηφορικό δρόμο για την Παναγιά στο Πευκέλι, στις πλαγιές του Καντηλιού. Στα επόμενα χρόνια  κτίστηκε το εκκλησάκι του 15Αύγουστου  και άλλα εξωκλήσια.  Σήμερα τα ξωκλήσια είναι πολύ περισσότερα. Εκτός, όμως, από τα ξωκλήσια υπήρχαν και υπάρχουν πάρα πολλά μικρά εικονοστάσια. Μικρές στήλες με ένα κουβούκλιο στη κορυφή, στο οποίο μπαίνει η εικόνα του  Αγίου, στον οποίο αφιερώνεται το εικονοστάσι αλλά και άλλων αγίων. Ένα καντήλι, μπροστά από τις εικόνες, έκαιγε, όποτε αυτό ήταν δυνατό.  Το πλήθος των εικονοστασίων, στη Βόρεια Εύβοια, είναι αρκετά μεγάλο. Υπήρχε  και υπάρχει ακόμα η τάση  των ντόπιων,  να κατασκευάζουν εικονοστάσια,  στις παρυφές των δρόμων, έξω και μέσα στο χωριό, σε ανάμνηση ενός ευχάριστου ή δυσάρεστου γεγονότος. 

Ένα σημαντικό θρησκευτικό  πανηγύρι με πανελλήνιο ενδιαφέρον είναι αυτό του Αγίου Ιωάννου του Ρώσσου, στο διπλανό χωριό, το, τότε, 'Αχμέτ Αγά' και σήμερα Προκόπι.  Είναι ο Άγιος των προσφύγων, Προκοπιανών της Καππαδοκίας, οι οποίοι μετέφεραν το σώμα του στην καινούρια τους πατρίδα, η οποία μετονομάστηκε από 'Αχμετ Αγά' σε Προκόπι.  Η εκκλησία, που κτίστηκε, αφιερωμένη στον Άγιο, είχε γίνει γνωστή πανελληνίως.    Οι πιστοί συνέρρεαν από την παραμονή και επειδή δεν υπήρχε ακόμα ξενώνας, διανυκτέρευαν μέσα στην εκκλησία.  

Οι Μαντουδιανοί  θεωρούσαν απόλυτο καθήκον, να «πάνε στον Άγιο».  Την παραμονή και ανήμερα, το ΚΤΕΛ δρομολογούσε τακτική συγκοινωνία.  Με την εμφάνιση κάποιου λεωφορείου, προσπαθούσαν όλοι, ταυτόχρονα, σπρώχνοντας και σπρωχνόμενοι,  να επιβιβαστούν. Όποιος κατάφερνε, να επιβιβαστεί και να «πιάσει» θέση, το θεωρούσε ιδιαίτερο άθλο.  Ερχόμενος, κάποιος στο 'Αχμέτ Αγά', ανήμερα του Αγ. Ιωάννου, αντίκρυζε μεγάλες ουρές στην είσοδο της εκκλησίας και  ένα συνονθύλευμα παπάδων, προσκυνητών με μεγάλες λαμπάδες, εμπόρων, μικροπωλητών και υπαίθριων διασκεδαστών. Η ατμόσφαιρα μύριζε λιβάνι, ανακατεμένο με  τσίκνα κρέατος, που ψηνόταν, για να πουληθεί στους πεινασμένους προσκυνητές.  Ήταν μια εικόνα, που, πραγματικά, ζάλιζε.  

     Εκτός από τα τακτικά θρησκευτικά  τελετουργικά, υπήρχαν και τα έκτακτα, που σχετίζονταν με τις κοινωνικές δραστηριότητες των ανθρώπων. Ήδη αναφέραμε τον Αγιασμό, που γινόταν σε κάθε περίπτωση έναρξης κάποιας δραστηριότητας.  Θρησκευτικά τελετουργικά  συνόδευαν κάθε σημαντική στιγμή της ανθρώπινης ζωής.  Η πρώτη, ασυνείδητη, επαφή του ανθρώπου με την θρησκεία είναι η Βάπτιση.  Για τα μωρά είναι μάλλον μια δυσάρεστη εμπειρία, αλλά η Παράδοση  επέβαλλε και επιβάλλει το βούτηγμα στο μείγμα νερού και λαδιού, μέσα στο ειδικό εκκλησιαστικό σκεύος, την κολυμπήθρα.  

Κεντρικό πρόσωπο στη βάπτιση είναι ο/η ανάδοχος του μωρού, ο/η νονός,ά ο/η οποίος/α στο όνομα του βαπτιζομένου υποχρεωνόταν, να απαγγείλει «απ’ έξω» το  «Πιστεύω», δηλαδή, τη συνοπτική παρουσίαση των  δογματικών αρχών της ορθοδοξίας.  Η  συνήθως περιορισμένη παιδεία  έκανε τα πράγματα, λίγο δύσκολα και ελαφρώς φαιδρά.     Μετά το τέλος της  τελετής, δυο νεαρά παιδιά, με τη βοήθεια ενός κονταριού, μετέφεραν στους ώμους τους την κολυμπήθρα και την άδειαζαν στην κόγχη του Αγίου Αθανασίου.   

Ο Γάμος είναι το ακόμα σπουδαίο τελετουργικό, που αναλάμβανε η εκκλησία και ήταν ο μόνος τρόπος, για να αναγνωριστεί νομικά η δημιουργία μιας οικογένειας.  Για τους νυμφευόμενους και τους συγγενείς ήταν μέρα χαράς, αλλά για την εκκλησία σοβαρή τελετουργία, που περιλαμβάνει αναφορές και στην προ του Χριστού ιστορία των Εβραίων.  Κορυφαία στιγμή της τελετής ο χορός του Ησαΐα, η κυκλική κίνηση του παπά με τους νεόνυμφους. Η τελετή γινόταν με την προϋπόθεση, ότι και οι δυο νυμφευόμενοι ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι. Για ετερόδοξους ή ακόμα χειρότερα για αλλόθρησκους το πράγμα γινόταν πολύ δύσκολο. Για το Μαντούδι, αυτό ήταν εξαιρετικά σπάνιο και δεν υπήρχε πρακτικό πρόβλημα.   

Η εκκλησία επισφράγιζε και την οριστική αναχώρηση των ανθρώπων από το μάταιο αυτό κόσμο.  Το αργό, δυνατό κτύπημα της μεγάλης καμπάνας ανήγγειλε το τέλος της ζωής κάποιου ανθρώπου.  Η κηδεία γινόταν σε πομπή, που ξεκίναγε από το σπίτι του νεκρού. Μπροστά  ένας άνδρας  που κρατούσε το σκέπασμα του φέρετρου, τα παιδιά, που κρατούσαν φανάρια, σταυρούς και εξαπτέρυγα και ο παπάς με το λιβανιστήρι. Ο νεκρός μεταφερόταν στα χέρια   τεσσάρων ανδρών και συνοδευόταν από τους συγγενείς και φίλους. Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία, ακολουθούσε ο μακρύς δρόμος για το νεκροταφείο, για την τελική εναπόθεση.  Οι διαδικασίες στην εκκλησία  συνεχίζονταν με τα μνημόσυνα, τα κόλλυβα, τα παξιμάδια, τα κεριά, για να τιμηθεί και «συγχωρεθεί» ο νεκρός, μέχρι την τελική εκταφή του.


                                                               

                                            ΚΟΙΝΩΝΙΑ    

 Από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά στοιχεία των ανθρώπων είναι και ο κοινωνικός τρόπος ζωής. Οι άνθρωποι ζουν μαζί με άλλους ανθρώπους,  αλληλοεξαρτώμενοι, έχοντας κοινές  πεποιθήσεις και αξίες.  Οι κοινωνικές δομές είναι, όμως, πυραμιδικές και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων της ίδιας κοινωνίας δεν διέπονται από το αίσθημα του δικαίου. Η δύναμη και όχι το δίκαιο είναι αυτή, που επιβάλλει καταστάσεις. Δύο είναι οι παράγοντες, που καθορίζουν τους όρους συνύπαρξης σε μια  κοινωνία. Οι εθιμικές και ηθικές αξίες και συνήθειες, που προέρχονται κυρίως από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και οι κανόνες, που προκύπτουν από την εξουσία, που επιβάλλεται σε μια κοινωνία, περισσότερο σαν  αποτέλεσμα   βίας, παρά  σαν αποτέλεσμα επιθυμίας. 

Οι εθιμικές αξίες είναι περισσότερο γνωστές και ριζωμένες στους ανθρώπους, ενώ οι κανόνες της εξουσίας,  δηλαδή οι νόμοι, είναι μάλλον άγνωστοι στο μέσο άνθρωπο. Η εξουσία, όταν νομοθετεί, προσπαθεί, βεβαίως, να μην προσκρούει στις εθιμικές αξίες. Οι άνθρωποι γνωρίζουν, πάντοτε, πότε διαπράττουν αμαρτία, δηλαδή, παράβαση των εθιμικών ή ηθικών αξιών, αλλά αυτό δεν συμβαίνει,  όταν διαπράττουν παρανομία, δηλαδή, παράβαση των νόμων.  Από την άλλη, η    παρανομία  μπορεί να τιμωρηθεί άμεσα, ενώ   η αμαρτία, απλώς παραμένει αμαρτία, και σύμφωνα με τις πεποιθήσεις, ο αμαρτάνων θα κληθεί να λογοδοτήσει μετά την αναχώρηση του από τη ζωή. Το σύνολο των εκδηλώσεων και των δραστηριοτήτων των ανθρώπων συμβάλλει στη σύσφιξη των δεσμών των μελών της κοινωνίας, τη συντήρηση του κοινωνικού ιστού. Επίσης, δίνει την ευκαιρία για κάποια ελαφρότητα, για διασκέδαση και προσωρινή απομάκρυνση από τις σκοτούρες της επιβίωσης

Τη δεκαετία του ’50, οι εθιμικές αξίες ή η κουλτούρα, όπως λέμε διαφορετικά, ολόκληρης της Ελληνικής  κοινωνίας αλλά και των  επί μέρους μικρών κοινωνών, άρα και της Μαντουδιανής κοινωνίας,  είναι επηρεασμένες σε μεγάλο βαθμό από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, δηλαδή του ορθόδοξου δόγματος του Χριστιανισμού..  Η επίδραση συνηθειών από άλλες αναπτυγμένες Δυτικές χώρες  ήταν ακόμα περιορισμένη, ιδιαίτερα, στην Επαρχία. 

Πρωταρχικό μέλημα φυσικά, είναι η εξασφάλιση της επιβίωσης, αλλά από εκεί και πέρα οι καθημερινές συνήθειες και οι σχέσεις των ανθρώπων ακολουθούν τα βασικά εθιμικά χαρακτηριστικά. Καθημερινό σημάδι καλής σχέσης ήταν ο χαιρετισμός με το 'καλημέρα', 'καλησπέρα' κλπ ευχές, πού έδινε ο ένας στον άλλον, κατά τη συνάντηση δύο ανθρώπων. Αποφυγή χαιρετισμού, χαρακτηριζόταν αντικοινωνική συμπεριφορά.

Κύτταρο της κοινωνίας είναι η οικογένεια. Ο θεσμός της οικογένειας με ελάχιστες παραλλαγές ισχύει σε όλο τον κόσμο. Η  οικογένεια εξασφαλίζει το ασφαλές περιβάλλον, που χρειάζεται ο άνθρωπος, για να έρθει στη ζωή και να προστατευθεί, τα πρώτα δύσκολα χρόνια της ζωής του. Όλοι οι κάτοικοι ανήκουν σε  οικογένεια,  είτε άμεσα, είτε έμμεσα και πρώτιστο καθήκον κάθε ανθρώπου, μετά την ενηλικίωση του, ήταν να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια. Τη δεκαετία του ’50, ο θεσμός της οικογένειας στην Επαρχία είναι ιδιαίτερα ισχυρός. Άνθρωπος, που δεν ανήκε σε οικογένεια, έστω και έμμεσα, ήταν δύσκολο να υπάρξει. Την Εποχή εκείνη, τα  περισσότερα παιδιά,  μετά την αποφοίτηση  από το Δημοτικό   σχολείο,  δεν συνέχιζαν σπουδές και έμπαιναν σε μια περίοδο ένταξης στην κοινωνία. Για τα κορίτσια ή πορεία ήταν πιο συγκεκριμένη. 

Παρέμεναν στο σπίτι, βοηθούσαν στις δουλειές του σπιτιού,  αποκτώντας τις απαιτούμενες εμπειρίες. Παράλληλα, με τη βοήθεια των γονιών «μάζευαν τα προικιά», τα απαραίτητα, δηλαδή, οικιακά εφόδια, ρούχα και σκεύη  για το σπιτικό, που θα έπρεπε, σε λίγα χρόνια, να ανοίξουν και που αποτελούσε για αυτές μοναδικό σκοπό. Με ιδιαίτερη μάλιστα επιμέλεια προσπαθούσαν με κλωστές και βελόνες, να διακοσμήσουν με κεντήματα, ορισμένα υφασμάτινα «προικιά». Γύρω στην ηλικία των 20 ετών, έπρεπε ο στόχος να επιτευχθεί και να γίνουν σύζυγοι, μητέρες και να συνεχιστεί ο κύκλος. 

Τα αγόρια, μετά την αποφοίτηση τους από το σχολείο, άφηναν για πρώτη φορά μακριά μαλλιά  και μετά από λίγο δοκίμαζαν και τα μακριά παντελόνια. Το άχτι για το μαλλιά ήταν μεγάλο και θεωρούσαν απαραίτητο, να κουβαλάνε μαζί τους πάντοτε μια τσατσάρα και ένα καθρεφτάκι, για να τα περιποιούνται συνεχώς. Το επόμενο μέλημα ήταν η επαγγελματική πορεία. Τα παιδιά των γεωργικών οικογενειών εντάσσονταν στην οικογενειακή εκμετάλλευση με την προοπτική, όταν δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια, να πάρουν μέρος της πατρικής κτηματικής περιουσίας, να την προσθέσουν σε αυτή, που ανέμεναν από τη μέλλουσα σύζυγο και να δημιουργήσουν τη δική τους εκμετάλλευση. Υπήρχαν και αυτοί, που  προσπαθούσαν να μαθητεύσουν κοντά  σε κάποιον άλλο επαγγελματία και να αποκτήσουν  κάποια εξειδίκευση. 

Ράφτης, τσαγκάρης, κουρέας κλπ. Τέλος,  υπήρχαν και αυτοί, που η μοίρα τους και η φιλοδοξία τους ήταν να αναζητούν κάθε είδους χειρωνακτική εργασία.  Το επόμενο βήμα μετά  το τέλος της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας,  ήταν η δημιουργία οικογένειας.

Τα εθιμικά και ηθικά στοιχεία μιας κοινωνίας δεν παραμένουν σταθερά και ακολουθούν τη γενική πορεία της αλλαγής και της εξέλιξης, που ακολουθούν τα πάντα στη φύση. Η ενδυμασία και οι διατροφικές συνήθειες  αποτελούν μέρος της γενικής κουλτούρας μιας κοινωνίας, ακολουθώντας τις επιταγές της αλλαγής και της εξέλιξης.  Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα,  ενδυμασία των Ελλήνων-Ρωμιών  ήταν η λεγόμενη παραδοσιακή, με διάφορες παραλλαγές, ανά περιοχή. Η Εύβοια  είναι ένα νησί, πολύ κοντά στη στεριά και έτσι είχαν και έχουν επικρατήσει στεριανές συνήθειες και όχι νησιώτικες. 

Στο Μαντούδι και στη Βόρεια Εύβοια, οι παραδοσιακές ενδυμασίες ήταν η  στεριανή 'Φουστανέλα' για τους άνδρες και τα 'Σεγκούνια' για τις γυναίκες. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, αλλάζουν οι ενδυματολογικές συνήθειες, υπό την επίδραση των προτύπων της Δυτικής Ευρώπης.  Τη δεκαετία του ’50,  όλοι οι  άνδρες φορούν παντελόνια,  αλλά λίγες, γηραιές γυναίκες, εξακολουθούν να φοράνε, ακόμα, 'σεγκούνια'. Η ενδυμασία,   γενικά, δεν είναι ομοιόμορφη, αλλά σχετίζεται με την ηλικία, τη θέση στην κοινωνική πυραμίδα και την επιδεκτικότητα στις αλλαγές. Η καθημερινή ενδυμασία των   αγροτών  και  εργατών  ήταν  απλά παντελόνια,   από φτηνό ύφασμα, πιο φαρδιά από τα σημερινά και με ρεβέρ στα άκρα, πουκάμισα απλά και κάποια, κατασκευασμένα με, υφαντό στον αργαλειό, ύφασμα. Επίσης,  απλά σακάκια και για τον χειμώνα, επί πλέον, φανέλες και  χοντρά μακριά  ή κοντά παλτά. Όλοι φόραγαν 'τραγιάσκα', το καπέλο με το σκληρό γείσο μπροστά.  Οι λίγοι, πιο μορφωμένοι και οικονομικά δυνατότεροι, φορούσαν καλύτερης ποιότητας σακάκι, παντελόνι, πουκάμισο, γραβάτα, και 'ρεπούμπλικα', το καπέλο με το περιφερειακό γείσο. Για τον χειμώνα, φορούσαν και την 'καπαρντίνα', που ήταν ένα πιο λεπτό, μακρύ επανωφόρι. Το παντελόνι στηριζόταν με λουρίδα στη μέση, αλλά σε ευρεία χρήση ήταν και οι ελαστικές τιράντες. Συνηθισμένο ήταν το σακάκι με σταυρωτά κουμπιά.   Λίγοι, κυρίως νεότεροι, παρέμεναν ασκεπείς, ακολουθώντας νέες τάσεις.  Για τις γιορτές οι άνδρες είχαν το επίσημο κουστούμι, ραμμένο από το ράφτη με σακάκι, παντελόνι, γιλέκο, όλα από το ίδιο ύφασμα  και το συνδύαζαν με γραβάτα. Τα σακάκια των κουστουμιών είχαν και μια μικρή εξωτερική  τσέπη στην αριστερή πλευρά στο ύψος του στήθους.   Νεαροί άνδρες φορούσαν   σκούρο καλό κουστούμι και στη τσέπη του στήθους έβαζαν ένα άσπρο μαντηλάκι ή ανάλογο άσπρο υποκατάστατοΤα εσώρουχα για τους γεροντότερους ήταν χοντρά. Το κάτω εσώρουχο έφτανε μέχρι τον αστράγαλο και φαινόταν καμιά φορά όταν ανασήκωναν την άκρη του παντελονιού. Οι νεότεροι, ακολουθώντας καινούργιες τάσεις, φορούσαν πιο ελαφρά εσώρουχα.  Τα παπούτσια ήταν ανάλογα, απλά, πάνινα ή γαλότσες και άρβυλα, πιο σπάνια, δερμάτινες μπότες και τα πιο επίσημα, τα δερμάτινα «σκαρπίνια». Το Χειμώνα, οι λίγοι, που   δεν ήθελαν   τα σκαρπίνια τους, να  έλθουν σε επαφή με τις λάσπες,  φορούσαν πάνω από τα παπούτσια  ελαστικές παντόφλες.   Για να θεωρείται κάποιος, «ευπρεπής», έπρεπε, να είναι καλοξυρισμένος με κοντά μαλλιά. Οι περισσότεροι διατηρούσαν λεπτό μουστάκι  και ορισμένοι, μουστάκι τύπου Χίτλερ.  Απαραίτητο «αξεσουάρ», που κουβάλαγαν όλοι, ήταν το υφασμάτινο και διακοσμημένο χειρομάντηλο, για κάθε προσωπική χρήση.  Τα σημερινά χαρτομάντηλα δεν είχαν κάνει, ακόμα, την εμφάνισή τους.  Σχεδόν όλες οι γυναίκες φορούσαν  απλό φουστάνι, που έφτανε στο ύψος της γάμπας και για το χειμώνα, επί πλέον, κάποιο επανωφόρι και χοντρές κάλτσες.  Οι  ηλικιωμένες  φορούσαν στο κεφάλι μαντήλες, που ήταν κατάλοιπο  της παραδοσιακής ενδυμασίας. Όλες οι μαντήλες είχαν το ίδιο  στιλ, φτιαγμένες από άσπρο, αραιό ύφασμα, διακοσμημένο με μεγάλα σταμπωτά λουλούδια. Η μαντήλα κάλυπτε όλο το κεφάλι, αφήνοντας μόνο το πρόσωπο. Σε κάποιες δε περιπτώσεις μόνον η περιοχή των ματιών ήταν ακάλυπτη.  Τα μαλλιά ήταν πάντα μακριά, πλεγμένα σε κοτσίδες, κάτω από τη μαντήλα.  Φορούσαν απλά πάνινα ή δερμάτινα, χαμηλοτάκουνα παπούτσια. Οι νεότερες γυναίκες, ακολουθώντας τις μόδες, που έρχονταν από τα αστικά κέντρα, προτιμούσαν να είναι ασκεπείς ή να καλύπτουν το κεφάλι, όχι με τη κλασσική μαντήλα, αλλά τα πιο περιποιημένα μαντήλια, που τα έλεγαν και «καλαμάτες».  Γενικά, υιοθετούσαν τα πιο μοντέρνα και πιο πολύπλοκα φουστάνια, τις φούστες - μπλούζες, τα ταγέρ για τις επίσημες εμφανίσεις, τα κοντά περιποιημένα μαλλιά, τα ψηλοτάκουνα παπούτσια  και τον καλλωπισμό με καλλυντικά. 

 Οι απλές γυναίκες  φορούσαν πάντα μεσοφόρι. Οι πιο νέες μάλιστα φορούσαν μεσοφόρια φτιαγμένα από γυαλιστερό ύφασμα γνωστά με τη γαλλική ονομασία «κομπινεζόν», με τα οποία προσπαθούσαν να τονίσουν τη θηλυκότητα τους. Νεαρές επισκέπτριες από αστικά κέντρα εμφανιζόντουσαν με παντελόνια, αλλά καμία γυναίκα στο χωριό δεν τολμούσε, να τις μιμηθεί. 

Ένα απαραίτητο αξεσουάρ για όλους, αλλά περισσότερο για τους άνδρες, ήταν το ρολόι.  Οι γεροντότεροι  άνδρες κουβάλαγαν το  αρκετά μεγάλου  μεγέθους ρολόι τσέπης και το φύλαγαν σε ειδική τσέπη στο παντελόνι ή το γιλέκο. Το ρολόι ήταν δεμένο με μια αλυσίδα, η οποία κρεμόταν εξωτερικά και αποτελούσε ένα είδος ανδρικού κοσμήματος. Οι νεότεροι άνδρες και γυναίκες φόραγαν το γνωστό ρολόι χειρός, που ήταν συγχρόνως και ένα από τα πιο σημαντικά κοσμήματα. Η επιλογή  του ρολογιού αντικατόπτριζε και την αισθητική αλλά και την οικονομική ευμάρεια του κατόχου του.

ΡΟΛΟΪ ΤΣΕΠΗΣ


Η καθημερινότητα κύλαγε με την απαραίτητη, καθημερινή, απογευματινή θήτευση των ανδρών, στα καφενεία. Συζήτηση, ενημέρωση, εφημερίδες, καφέδες, χαρτοπαιξία, τάβλι, μέχρι να επιστρέψουν το βράδυ, στο σπίτι. Για τις νοικοκυρές η έξοδος ήταν σπάνια, γιατί οι δουλειές του σπιτιού δεν τελείωναν.  Γραφική ανάπαυλα για τις γυναίκες ήταν τα απογεύματα  καλοκαιριάτικων, Κυριακών  και εορτών, όταν τις έβλεπες, να κάθονται σε πεζούλια, έξω από τα σπίτια τους,  να συζητάνε και να χαλαρώνουν και συγχρόνως,  να δουλεύουν με πλέξιμο, κέντημα ή ράψιμο, γνέσιμο, άλεση καφέ κλπ.     

Τις  Κυριακές, το καλοκαίρι, η βόλτα ήταν ευχάριστη και γινόταν και πέρα από τη γέφυρα,  όπου λειτουργούσε και το «Εξοχικό», για ένα γλυκό ή αναψυκτικά. Γινόταν, δηλαδή, και εδώ το σχετικό νυφοπάζαρο, αν και όχι τόσο έντονο, όπως σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Οι παρέες ανύπαντρων νέων ήταν ή ανδρικές ή γυναικείες.  Μόνο αδελφοί και εξάδελφοι μπορούσαν, να συνοδεύουν ανύπαντρες  κοπέλες. Ακόμα και όταν υπήρχε ερωτική συμπάθεια  μεταξύ δυο νέων, αυτή έμενε κρυφή και μόνον, όταν η σχέση τους έπαιρνε επίσημη μορφή, μπορούσαν να εμφανιστούν μαζί  πιασμένοι «αγκαζέ».   Οι λίγες ταβέρνες είχαν  τα Σαββατοκύριακα περισσότερους θαμώνες, αλλά άνδρες, κυρίως.

Το θρησκευτικό εορτολόγιο  συνοδευόταν πάντα με συγκεκριμένες κοινωνικές εκδηλώσεις. Ιδιαίτερα,  οι μεγάλες θρησκευτικές γιορτές έδιναν πάντα την ευκαιρία για κρεατοφαγία, οινοποσία και γενικά διασκέδαση.  Ο εορτασμός των Χριστουγέννων συνδυαζόταν με τις τελευταίες προετοιμασίες για τον δύσκολο χειμώνα, που ερχόταν. Σε όλα τα σπιτικά έφτιαχναν τα Χριστουγεννιάτικα γλυκά, αλλά για  τους Μαντουδιανούς, Χριστούγεννα σήμαινε και γουρουνοφαγία.  Όσοι έτρεφαν όλο το χρόνο γουρούνι, (του γρουν') έπρεπε να το μετατρέψουν σε φαγητό,  διατηρήσιμο, για όλο το χειμώνα.  Παραμονές των Χριστουγέννων, ακούγονταν οι γουρουνοκραυγές από τα ζώα, που σφάζονταν, στις αυλές των σπιτιών.

 Όταν το ζώο ήταν μεγαλόσωμο, έπρεπε να το   αδρανοποιήσουν. Του δίνανε λίγη τροφή και έτσι όπως ήταν αφοσιωμένο στο φαϊ, του δίνανε  ένα αιφνίδιο, γερό κτύπημα με μια βαριά  στο κεφάλι.  Ακολουθούσε η σφαγή, η αποτρίχωση με καυτό νερό και ο τεμαχισμός του σφαγίου. Σχεδόν, όλα τα μέρη του σφαγίου ήταν αξιοποιήσιμα. Το παχύ στρώμα λίπους μαζί με το δέρμα μετατρεπόταν σε λίπα και τσιγαρίδες, το ψαχνό και τα έντερα σε λουκάνικα και μπούμπες, και  το κεφάλι με τα πόδια σε πατσά. Για να φτιάξουν τα λουκάνικα γέμιζαν τα έντερα με κρέας, που έκοβαν  με χειροκίνητη μηχανή κιμά. Εκτός από την άμεση κατανάλωση για την εορτή των Χριστουγέννων, με το στέγνωμα  τη χρήση αλατιού και άλλων καρυκευμάτων, τα παρασκευάσματα αυτά μπορούσαν να διατηρηθούν, για τον υπόλοιπο χειμώνα, εξασφαλίζοντας απαραίτητες θερμίδες. Οι  πιτσιρικάδες μαζί με το ρευστό, που περίμεναν από τα κάλαντα,  καμιά φορά, έπαιρναν και  την ουροδόχο κύστη του ζώου, που μπορούσε να μετατραπεί σε μπαλόνι, φουσκώνοντάς την,  για «να παίζουν».

Ακολουθούσε η Πρωτοχρονιά με μεγαλύτερη επίδοση στην παρασκευή γλυκών. Κουραμπιέδες, χοντροί, μαυριδεροί μπακλαβάδες, δίπλες κλπ είχαν την τιμητική τους. Η βασιλόπιτα ήταν ένα κοινό ψωμί ειδικά διακοσμημένο με καρύδια και άλλα πρόσθετα. Μετά τα κάλαντα,  έφταναν τα μεσάνυχτα και έπεφταν οι  τουφεκιές, που  υποδέχονταν, έτσι,  το νέο  χρόνο.  Είχε, όμως, σημασία, ποιος θα  έμπαινε πρώτος στο σπίτι, να κάνει το ποδαρικό. 

Ο πρώτος, που μπορεί να ήταν από το ίδιο σπίτι, αλλά είχε βγει έξω, έκανε το «ποδαρικό» και έπρεπε να κουβαλήσει μια πέτρα σε μέγεθος χούφτας. Μετά την κλασσική ευχή «Χρόνια πολλά, με υγεία και ευτυχία το νέο έτος» ακούμπαγε με την πέτρα τα κεφάλια των μελών της οικογένειας, ευχόμενος «σιδερένιος».  Την   πέτρα, στη συνέχεια, την έβαζαν σε ένα κάθισμα με ένα μαξιλάρι.  Ακολουθούσαν  αλληλοεπισκέψεις και ανταλλαγή γλυκών. Τοποθετούσαν τα γλυκά σε ένα πιάτο, που το κουβάλαγαν μέσα σε μια πετσέτα, κρεμασμένη από το χέρι. Κάθε επισκέπτης έπρεπε να κάτσει,  για λίγο στο μαξιλάρι με την πέτρα, για το καλό της χρονιάς.  Η πρωτοχρονιά συνδυαζόταν και με διασκέδαση. Νέοι, κυρίως, διοργάνωναν χοροεσπερίδες. Τη μέρα όμως της Πρωτοχρονιάς, υπήρχε μια ιδιαίτερη επίδοση στο τζόγο. Η  κλασσική επίδοση στη χαρτοπαιξία γινόταν σε κλειστούς χώρους, αλλά το «στριφτό», που παιζόταν σε ανοιχτούς χώρους, από μικρούς και μεγάλους, ήταν η ιδιαίτερη γραφικότητα της περιόδου της Πρωτοχρονιάς.  Το γήπεδο ήταν, κυρίως, το πεδίο δράσης.  Οι παίκτες του «στριφτού», χωρίς αριθμητικό περιορισμό, σχημάτιζαν μια ομήγυρη. Ο πιο «τολμηρός» και προφανώς ο διαθέτων περισσότερα χρήματα για τζογάρισμα,  έκανε τη «μάνα». 

 Ο κάθε παίκτης διακινδύνευε (ποντάριζε) το δικό του ποσό, στο οποίο η 'μάνα' έπρεπε να ανταποκριθεί, με ίσο ποσό.  Ένα παλιό, χάλκινο νόμισμα, συνήθως, δεκάλεπτο του περασμένου αιώνα, με την εικόνα του βασιλιά (κορώνα) στη μια πλευρά και γράμματα στην άλλη, καθόριζε την τύχη όλων. Η «μάνα» πετούσε ψηλά το νόμισμα με τρόπο, ώστε αυτό να περιστρέφεται συνεχώς και όλοι περίμεναν,  ποια θα είναι η πάνω όψη του νομίσματος, όταν αυτό θα ηρεμούσε, στο έδαφος.  Αν ήταν κορώνα, τα κέρδιζε όλα η 'μάνα'. Αν ήταν γράμματα, ο καθένας από τους υπόλοιπους παίκτες κέρδιζε ποσό ίσο με αυτό, που ποντάριζε. Η περίοδος των εορτών συμπληρωνόταν με τα Φώτα με τα δικά τους κάλαντα, τους αγιασμούς νερών και σπιτιών και τις άλλες εκδηλώσεις.

Η περίοδος των Aπόκρεω ήταν άλλη, επόμενη ευκαιρία, για διασκέδαση. Στη διάρκεια των εορτών, ομάδες νεαρών  ντύνονταν μασκαράδες, φορώντας, συνήθως, γυναικεία φουστάνια ανάποδα και καλύπτοντας το  πρόσωπο με διάφανο μαντήλι. Οι περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες δεν επέτρεπαν την ευρεία χρήση μασκών  και άλλων αξεσουάρ για το μασκάρεμα.  Οι μασκαράδες γύρναγαν στους δρόμους, επισκεπτόντουσαν σπίτια, χόρευαν, τραγουδούσαν και έπιναν  κρασί, προσπαθώντας, να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητα τους.  Την τελευταία ημέρα της Αποκριάς, ομάδες φίλων και συγγενών έτρωγαν μαζί τυρόπιτες και τυροπιτάρια,  έπιναν κρασί και τραγουδούσαν αποκριάτικα και άλλα τραγούδια. Σύμφωνα με το έθιμο, τα αποκριάτικα τραγούδια είχαν σατυρική χροιά και περιείχαν  εκφράσεις σχετικές με τα γεννητικά όργανα  και   σεξουαλικές επιδόσεις, που στην καθημερινή ζωή αποτελούσαν ταμπού και,  σε συνδυασμό με την οινοποσία, ελάφρυναν την ατμόσφαιρα.  Οι αποκριάτικες εκδηλώσεις συνεχίζονταν και την «Καθαρά Δευτέρα» με τα νηστίσιμα, κατά τη θρησκευτική παράδοση, εδέσματα. Από την επόμενη, όμως, ημέρα, τα πάντα έμπαιναν στη θέση τους,ι ακολουθούσε η περίοδος της Σαρακοστής και οι περισσότεροι, ακολουθώντας τις επιταγές της θρησκείας, νήστευαν.

Το τέλος της νηστείας σηματοδοτούσε  η εορτή του Πάσχα. Αυγά, βαμμένα κόκκινα,  κουλούρια, αρνί ψητό στη  σούβλα και εντόσθια αρνιών  βάραιναν αρκετά το στομάχι και ελάφρυναν τη διάθεση. Οι νοικοκυρές τοποθετούσαν ένα από κόκκινα αυγά στο εικονοστάσι του σπιτιού και το φύλαγαν εκεί σχεδόν μέχρι την επόμενη Πασχαλιά. Ειδικό δώρο για τα μικρά παιδιά ήταν η «κουσόνα», μια μεγάλη κουλούρα ψωμί με ένα κόκκινο αυγό ενσωματωμένο.  Για αρκετές ημέρες μετά το Πάσχα,  τον καθημερινό χαιρετισμό αντικαθιστούσε το «Χριστός Ανέστη, Αληθινώς Ανέστη»  

Μετά το Πάσχα ερχόταν η Πρωτομαγιά. Την παραμονή βάζανε στην εξώπορτα του σπιτιού ένα κλαδί καρυδιάς με τα φύλλα, που μόλις είχαν βλαστήσει και ανήμερα της πρωτομαγιάς κρεμάγανε  στεφάνια, που  φτιάχνανε με διάφορα λουλούδια.  Η επόμενη παραδοσιακή εκδήλωση γινόταν το βράδυ  της 23ης Ιουνίου, παραμονής του Αγ. Ιωάννη. Στις γειτονιές, άναβαν φωτιές με κλαριά και ξερά χόρτα. Νέοι και παιδιά, τρέχοντας, πήδαγαν πάνω από τις ψηλές φλόγες.    Η  γιορτή των Αγίων Αποστόλων, στο γραφικό ξωκλήσι,    έδινε την ευκαιρία για ένα είδος πικ-νικ στην εξοχή και ανάπαυλα από τις βαριές καλοκαιρινές, γεωργικές  εργασίες.  Η εκκλησία είναι κτισμένη δίπλα σε πηγή  και μια  άπλα σκιασμένη από  μεγάλα πλατάνια.  Η γιορτή   και σήμερα συνεχίζεται, εκείνη, όμως, την Εποχή είχε ιδιαίτερη αίγλη και σημασία. Την ημέρα της γιορτής, από νωρίς, οι Μαντουδιανοί, καλοντυμένοι, άρχιζαν να κατηφορίζουν προς «τσ’ αϊ Απόστολ’».  Άλλοι περπατώντας, άλλοι καθισμένοι  στα σαμάρια των ζώων, τα οποία κάλυπταν με καθαρά και διακοσμημένα σεντόνια και άλλοι,  καθισμένοι σε  σκαμνιά, πάνω στις καρότσες των  αμαξιών. 

 Κάποιοι, λίγοι, χρησιμοποιούσαν αγοραίο αυτοκίνητο.  Μαζί τους έπαιρναν τρόφιμα, ποτά  και τα απαραίτητα κουζινικά σκεύη.  Οι νοικοκυρές άναβαν φωτιά και με πρόχειρα μέσα ανελάμβαναν,  επί τόπου, την παρασκευή φαγητού.   Μετά τη Λειτουργία, συγγενικές και φιλικές παρέες «έστηναν τραπέζι», απλώνοντας μεγάλα τραπεζομάντηλα  στο έδαφος και ακολουθούσε φαγητό, οινοποσία και  τραγούδια.  Η επιστροφή γινόταν αργά, το απόγευμα. 

ΠΑΡΕΑ ΣΥΓΓΕΝΩΝ ΚΑΙ ΦΙΛΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΓ.ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ


 Και τα υπόλοιπα, καλοκαιρινά ξωκλήσια έδιναν την ευκαιρία για μικρά  «πανηγύρια», για συνάθροιση και ήταν μια  ανάπαυλα και αλλαγή από την καθημερινότητα. Αρκετοί, νέοι συνήθως, πήγαιναν στα ξωκλήσια από το απόγευμα της παραμονής και διανυκτέρευαν μέσα στην εκκλησία, μετατρέποντάς την σε πρόχειρο ξενοδοχείο. Κυκλοφορούσαν και διάφορες διηγήσεις με νεράιδες και φαντάσματα, κατά τις διανυκτερεύσεις αυτές.  Το παιχνίδι του αμυδρού φωτός με το πυκνό σκοτάδι, τα δένδρα, τα διάφορα ζώα και οι φυσικοί ήχοι, σε συνδυασμό με τη φαντασιοπληξία των ανθρώπων, δημιουργούσαν εντυπώσεις, που θεωρούνταν πραγματικές. Επόμενη,  μεγάλη   πανήγυρη ήταν αυτή του πολιούχου Αγ. Ιωάννη. Εκτός από τις θρησκευτικές τελετές και την εμποροπανήγυρη με τα πολλά καταστήματα, στεγασμένα σε παράγκες και αντίσκηνα, ο Άγιος Ιωάννης έδινε την ευκαιρία για έντονη διασκέδαση.   

Τα καφενεία μετατρέπονταν σε κέντρα διασκέδασης, πουλώντας, εκτός από γλυκά και μεζέδες, ζωντανή μουσική με μουζικάντηδες και τραγουδίστριες, χορεύτριες  τις λέγαμε, που έρχονταν από άλλα μέρη. Για δύο τουλάχιστον βραδιές, οι «μερακλήδες», «τιμώντας» τον Άγιο Ιωάννη, το έριχναν στην οινοποσία και το χορό, υπό τον ήχο δημοτικολαϊκών τραγουδιών.  Όλοι, λίγο πολύ «έβγαιναν». Ακόμη και οι νοικοκυράδες είχαν την ευκαιρία να ντυθούν με τα καλά τους και με τη συνοδεία των συζύγων τους, να φάνε ένα γλυκό, ακούγοντας μουσική. Διάφοροι διασκεδαστές με φορητά μέσα διασκέδασης, συμπλήρωναν την εικόνα του πανηγυριού. Στήνονταν υποτυπώδη φορητά 'Λούνα Παρκ' με 'καρουσέλ' για τους πιτσιρικάδες, και παιχνίδια για τους μεγάλους. Υπήρχαν ακόμα και υπαίθριες ρουλέτες, για όσους ήθελαν να δοκιμάσουν την τύχη τους.  Τις βράδυνες  ώρες, τα 'λουξ' και οι απλές 'λάμπες ασετυλίνης' φώτιζαν τις πρόχειρες εγκαταστάσεις του πανηγυριού.

Η προσωπική ετήσια γιορτή κάθε ανθρώπου, σύμφωνα με τις παραδόσεις, είναι και αυτή συνδεδεμένη με τη θρησκεία. Έτσι, οι Έλληνες-Ρωμιοί γιορτάζουν την ονομαστική τους εορτή την ημέρα, που γιορτάζει ο άγιος, του οποίου το όνομα φέρουν.  Είναι μια «άδικη» συνήθεια γιατί, για   όσους και όσες φέρουν ονόματα, που δεν αντιστοιχούν σε γνωστούς αγίους ή έχουν αρχαιοελληνικά ονόματα, η υπόθεση της ονομαστικής τους γιορτής περνάει στα «αζήτητα», ενώ οι Γιώργηδες, Γιάννηδες, Κωνσταντίνοι και Δημήτρηδες και τα αντίστοιχα θηλυκά ονόματα, που είναι και η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, απολαμβάνουν γιορτές με δημοσιότητα. Βεβαίως, υπάρχει και η θρησκευτική γιορτή των Αγίων Πάντων, αλλά ποιος δίνει σημασία. 

Οι «θεαματικές» ονομαστικές γιορτές αφορούσαν κυρίως μεγάλους άνδρες, ενώ για τις γυναίκες και τα παιδιά τα πράγματα ήταν πιο «σεμνά».  Τη δεκαετία του ’50,  τα σπιτικά, που είχαν μέλος με όνομα, που γιόρταζε, έβαζαν τα «καλά» τους. Το καλό δωμάτιο, η σάλα, φωτιζόταν και στολιζόταν. Το τραπέζι, στη μέση του δωματίου, ντυμένο με το καλό κοφτό τραπεζομάντηλο,  περίμενε τους επισκέπτες μαζί με ένα μπολ-φρουτιέρα στραγάλια και μια σφαιρική φιάλη κρασί.  Οι φίλοι και συγγενείς θεωρούσαν υποχρέωση, να περάσουν, να ευχηθούν τα «χρόνια πολλά» στον εορτάζοντα και να πιούν στην υγειά του. 

Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν μεζεδάκια και κρασί για τους άνδρες και γλυκά, σοκολατάκια και λικέρ για τις γυναίκες. Ο κουραμπιές ήταν ο «βασιλιάς» των γλυκών, που παρασκευαζόταν τόσο για τις ονομαστικές γιορτές, όσο και για όποια άλλη γιορτή. Μαζί με τις ευχές, συζητήσεις και σχόλια για διάφορα θέματα, έπαιρναν και έδιναν. Στις γιορτές των «δημοφιλών» αγίων  η κίνηση ήταν έντονη και η παραμονή των επισκεπτών συντομευόταν, γιατί «έπρεπε να πάνε και σε άλλους». Η  χειραψία συνόδευε τις ευχές προς τον εορτάζοντα. Αν γιόρταζε μικρό παιδί,  μαζί με τις ευχές του, τραβάγανε ελαφρά το αυτί.   Η, Δυτικής κουλτούρας, εορτή των γενεθλίων δεν είχε ακόμα διεισδύσει στην Τότε κοινωνία της Επαρχιακής Ελλάδας.  Τα γενέθλια ήταν ενδοοικογενειακή υπόθεση και συνήθως τα γιόρταζαν τρώγοντας «φουσκάκια» δηλαδή λουκουμάδες με μέλι ή ζάχαρη.   

Οι σημαντικές στιγμές της ζωής των ανθρώπων, που ήταν πάντα σε σχέση με την Εκκλησία ακολουθούσαν, επίσης, συγκεκριμένο εθιμοτυπικό και ανάλογα με την περίσταση, έδιναν την ευκαιρία για συνάντηση, σύσφιξη σχέσεων και διασκέδαση με ιδιαίτερη διατροφή.  Η γέννηση ενός παιδιού  έδινε χαρά, που εκδηλωνόταν με  παρασκευή και κέρασμα λουκουμάδων.   Μετά από 40 ημέρες, οι μητέρες κουβαλώντας τα μωρά τους στα χέρια, έπρεπε να επισκεφτούν την εκκλησία και να πάρουν ευχή από τον παπά, να 'σαραντίσουν', όπως έλεγαν. Οι περισσότερες μητέρες κουβάλαγαν στην αγκαλιά το μωρό τους. Ελάχιστα καρότσια για μωρά κυκλοφορούσαν στους κακοτράχαλους δρόμους του χωριού.  Η Βάπτιση ήταν η επόμενη ευκαιρία χαράς και διασκέδασης. Η παράδοση επέβαλλε, τα μωρά να παίρνουν ονόματα  παππούδων και άλλων συγγενών.  Κατά τη βάπτιση,  μοίραζαν στους παρόντες μικρά  σταυρουδάκια, που τα καρφίτσωναν στο πλάι του στήθους. Η μητέρα δεν παρακολουθούσε την τελετή και παρέμενε στο σπίτι. Μετά την αναγγελία του ονόματος, πιτσιρικάδες τρέχανε στη μητέρα, για τα «συχαρίκια», να αναγγείλουν δηλαδή το, μάλλον προσυμφωνημένο, όνομα στη μάνα. Μετά τη βάπτιση, η  νονά παρέδιδε το νεοβάπτιστο στη μητέρα.  Φυσικά, ακολουθούσε φαγοπότι, οινοποσία και χορός, στο μέτρο των δυνατοτήτων της οικογένειας.

Ο Γάμος, που είναι η απαρχή δημιουργίας μιας οικογένειας, ήταν η πιο σημαντική κοινωνική εκδήλωση και ακολουθούσε ένα συγκεκριμένο εθιμοτυπικό, που με τον καιρό έχει αλλάξει, υπό την επίδραση Δυτικοευρωπαϊκών συνηθειών.   Η κλειστή κοινωνία  και οι επικρατούσες συνήθειες  δυσκόλευαν τις σχέσεις των νέων, εκείνης της Εποχής. Οι επικοινωνίες με άλλες περιοχές ήταν ακόμα πιο δύσκολες και οι περισσότερες επιλογές γίνονταν στα όρια του χωριού. 

 Η βόλτα και το «νυφοπάζαρο» ήταν ένας πρώτος τρόπος γνωριμίας, αλλά για την ουσιαστική προσέγγιση, ρόλο έπαιζαν οι ενδιάμεσοι, οι προξενητάδες, δηλαδή. Η τελική απόφαση επηρεαζόταν από τη φυσική έλξη, που αισθάνονταν οι νέοι, αλλά και  από οικονομικούς παράγοντες. Η  γνώμη των γονέων έπαιζε, επίσης, σημαντικό ρόλο.  Ο θεσμός της «προίκας» κρατούσε καλά. 'Προίκα' ήταν τα περιουσιακά στοιχεία, που μεταβίβαζε ο πατέρας της νύφης στους νιόπαντρους και περιέρχονταν στην απόλυτη διαχείριση του γαμπρού. Μετά την παρασκηνιακή συμφωνία, ακολουθούσε η επίσημη υπόσχεση, ο 'λόγος', όπως τον έλεγαν, παρουσία στενών συγγενών. Ακολουθούσε ο επίσημος αρραβώνας με ανταλλαγή χρυσών δακτυλιδιών, που τα φορούσαν στο δάκτυλο του αριστερού χεριού. Ο αρραβώνας συνοδευόταν από το σχετικό «γλέντι»  και πλέον οι «αρραβωνιασμένοι»  έκαναν δημόσιες εμφανίσεις από κοινού.   Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, έφτανε και η στιγμή του γάμου. Ο Γάμος ήταν  το σημαντικότερο γεγονός στη ζωή του ανθρώπου και μέχρι τότε, γινόταν με τον παραδοσιακό τρόπο. Αρκετές ημέρες πριν, ανέθεταν σε  νεαρά κορίτσια, να μοιράσουν μικρές μπομπονιέρες με κουφέτα, τα 'καλέσματα', σε όσους ήθελαν να προσκαλέσουν. Η πρόσκληση καμιά φορά γινόταν και από άνδρες, που προσέφεραν ένα ποτήρι κρασί. Η θρησκευτική τελετή γινόταν, πάντα, μεσημβρινές ώρες Κυριακής.  Η όλη διαδικασία άρχιζε, δυο-τρείς ημέρες πιο μπροστά, με την «έκθεση» των «προικιών», στο σπίτι της νύφης.   Η νύφη έδειχνε στους φίλους και συγγενείς τα υφασμάτινα, κυρίως, είδη οικιακού εξοπλισμού (στρωσίδια, κουβέρτες, μαξιλάρια κλπ), που μάζευε και διακοσμούσε  από τη μικρή της ακόμα ηλικία. Οι επισκέπτες έραιναν τα προικιά με ρύζι, και κουφέτα, προσφέροντας δώρα και χρήματα. Αν ήταν διαθέσιμο κάποιο γραμμόφωνο, έμπαινε σε λειτουργία και με το βραχνό του ήχο έκανε  την ατμόσφαιρα ευχάριστη με διάθεση για λίγο χορό.  Αν  το ζευγάρι επρόκειτο να μείνει σε άλλο σπίτι, έπρεπε να μεταφερθούν εκεί τα «προικιά».  Η μεταφορά γινόταν με τελετουργικό τρόπο,  συνοδεία μουσικών οργάνων, που έπαιζαν ειδική μουσική Γάμου.  Συγγενείς και φίλοι κουβάλαγαν στα χέρια  τα «προικιά», στο καινούργιο σπιτικό του ζευγαριού.  Εκτός από τον γαμπρό και τη νύφη συντελεστές του γάμου ήταν ο «κουμπάρος» ή η «κουμπάρα» για την αλλαγή των στεφάνων,  ο «βλάμης», βοηθός του γαμπρού και η «βλάμισσα», η βοηθός της νύφης, που προσέφεραν κάθε είδους βοήθεια. Κατά συνήθεια, ο κουμπάρος(α) προερχόταν από τους συγγενείς του νονού(ας) του γαμπρού και οι βλάμηδες ήταν συγγενείς ή φίλοι. Την ημέρα της τελετής, ξεκίναγε μια πομπή με  τα  τρία, τουλάχιστον, βασικά μουσικά όργανα, λαούτο, βιολί και κλαρίνο, να παίζουν πάλι τη γαμήλια παραδοσιακή μουσική.  Η πομπή έπαιρνε  πρώτα τον  «κουμπάρο», από το σπίτι του, μετά, έπαιρνε τον γαμπρό και τέλος τη νύφη. ‘Όλοι  μαζί,   ακολουθούμενοι από τους προσκεκλημένους πήγαιναν στην εκκλησία για την τελετή.     Το «η δε γυνή ίνα φοβείται τον άνδρα» προκαλούσε θυμηδία και ερωτηματικά.  Μεταξύ άλλων τυπικών της τελετής,  γαμπρός και νύφη   έτρωγαν και λίγο καρύδι βουτηγμένο σε μέλι. Η ανάμνηση της τελετής του γάμου έπρεπε να είναι «γλυκιά».  Στη διάρκεια του    χορού του Ησαΐα, οι καλεσμένοι του γάμου έραιναν τους νεόνυμφους και τον παπά, αναγκαστικά, με ρύζι, μεγάλα κουφέτα και καρύδια.   Μετά την τελετή, η γυναίκα ήταν «παντρεμένη» (υπό ανδρός) και ο άνδρας νυμφευμένος  (μετά νύφης). Έχει, όμως, επικρατήσει ο όρος παντρεμένος και παντρεμένη.   Ο άνδρας είχε πλέον πλήρη κυριαρχία στη γυναίκα.  Η  γυναίκα και τα παιδιά, που ακολουθούσαν, έφεραν υποχρεωτικά το επώνυμο του άνδρα.  Εκτός από το επίσημο επώνυμο, ο άνδρας ήταν δυνατόν να έχει και δεύτερο επώνυμο ή «παρατσούκλι», το οποίο επίσης «κληρονομούσε» η νέα οικογένεια. Το  γαμήλιο γλέντι με κρεατοφαγία, οινοποσία και χορό ήταν το φυσικό και αναμενόμενο επακόλουθο.  Παρασκεύαζαν και μια ειδική γαμήλια πίτα, που ήταν ένα ψωμί με ανάγλυφα κεντήματα.  Η οργάνωση ήταν θέμα οικογενειακό. Σε κάποια αυλή ή αλάνα στηνόταν το γλέντι. Συγγενείς και φίλοι προσέφεραν προσωπική εργασία αλλά και δάνειζαν τα απαιτούμενα μέσα (πιάτα, κουταλοπίρουνα, μαχαίρια, τραπέζια, καρέκλες).  Ένας καλεσμένος συγγενής ή φίλος, που είχε μαγειρικές δεξιότητες, ανελάμβανε το μαγείρεμα σε μεγάλα καζάνια. Το κλασσικό φαγητό ήταν, πάντα, «κρέας με μακαρόνια».  Στην άκρη της αυλής ή αλάνας, σε  μια υπερυψωμένη εξέδρα,  έπαιρναν θέση οι οργανοπαίκτες. Το λαούτο, το βιολί και το κλαρίνο, αλλά καμιά φορά και το σαντούρι και άλλα όργανα. Οι οργανοπαίκτες, που ήταν και τραγουδιστές συγχρόνως, κατάγονταν από κοντινές περιοχές. Ο ντόπιος όμως λαουτάρης της Εποχής, ο Λάπας, ήταν η γραφική φιγούρα, που συνήθως «διακοσμούσε» την ορχήστρα.  

 Για να ακούγονται πιο δυνατά, αλλά όχι πιο ποιοτικά, είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν πρωτόγονους ενισχυτές ήχου με τα κωνικά ηχεία, γνωστά και ως κόρνες.  Την απαραίτητη ηλεκτρική ενέργεια εξασφάλιζαν με μια μπαταρία αυτοκινήτου.   Μετά το φαγητό, άρχιζε ο χορός με «θύματα» το γαμπρό και τη νύφη.  Τα συρτά και τα τσάμικα έδιναν και έπαιρναν. Η νύφη, φορώντας συνεχώς  το άσπρο νυφικό με το πέπλο  και ψηλοτάκουνα παπούτσια και ο γαμπρός  το γαμπριάτικο κουστούμι,  έπρεπε να είναι μονίμως στην αρχή του χορού, για να τους «χορέψουν», δηλαδή να σύρουν τον χορό όλοι οι φίλοι και συγγενείς και να υποστούν  και τις ιδιαίτερες χορευτικές δεινότητες των καλεσμένων. Όσοι «έσερναν» το χορό πέρναγαν προηγουμένως μπροστά  από την ορχήστρα, όπου άφηναν νομίσματα σε μια ανοικτή θήκη μουσικού οργάνου,  για να φιλέψουν τους οργανοπαίκτες. Αργά  το βράδυ, ο γάμος «σχόλαγε». Οι νεόνυμφοι κατέληγαν, να περάσουν την πρώτη τους νύχτα με πρησμένα πόδια.

 Κάποιες φορές, ακουγόταν και το κουτσομπολίστικο «κλέφτκανι  ή κλιφτίκαν!» δηλαδή αλληλοκλέφτηκαν. Αφορούσε  περιπτώσεις, που υπήρχε έντονη έλξη μεταξύ δυο νέων, αλλά οι συνθήκες και οι γονείς δεν ευνοούσαν την αίσια κατάληξη της σχέσης τους.  Από μόνοι τους οι ερωτευμένοι νέοι φεύγανε μαζί και ζούσαν τον έρωτά τους για λίγες ημέρες μακριά από το χωριό. Όταν επέστρεφαν, όλοι τους  αποδεχόντουσαν αναγκαστικά, ως νέο ζευγάρι.

Οι γάμοι μεταξύ συγχωριανών και οι οικογένειες με τα,  συνήθως, πολλά παιδιά  είχαν σαν αποτέλεσμα  τη διεύρυνση του κύκλου των συγγενών. Τα «σόγια»  ήταν μεγάλα και οι δεσμοί μεταξύ συγγενών παρέμεναν στέρεοι. Ο γάμος ήταν μάλλον ισόβιος, τα διαζύγια ήταν σπάνια και μόνον ο θάνατος μπορούσε να χωρίσει ένα ανδρόγυνο.  Τυχόν σχέση ανδρός με γυναίκα, εκτός γάμου, παρέμενε κρυφή και ήταν αδιανόητη η γέννηση παιδιού εκτός  γάμου. Στην, άκρως συντηρητική, Ελληνική κοινωνία της Εποχής  ένα παιδί, που τύχαινε να γεννηθεί εκτός γάμου αποκαλούνταν   «νόθο» ή «μπάσταρδο» και κουβάλαγε ένα «στίγμα απαξίωσης και αποβολής» για όλη του τη ζωή, λες και  ήταν αυτό, που επέλεξε τις συνθήκες, κάτω από τις  οποίες ήλθε στη ζωή ή ότι είναι δυνατόν να υπάρχει  «νόθα» και «γνήσια» ζωή.

Η τελική κοινωνική εκδήλωση συνδεμένη και αυτή με την εκκλησία ήταν η τελετή για την αναχώρηση από τη ζωή ενός ανθρώπου.  Η μεγάλη καμπάνα με αργά κτυπήματα ανήγγελλε το θλιβερό γεγονός. Οι άμεσοι συγγενείς φρόντιζαν για τα τελετουργικά.  Τα φέρετρα, που χρησιμοποιούνταν, κατασκεύαζαν ντόπιοι ξυλουργοί και τα επένδυαν με ένα ειδικό χαρτί,  που είχε χρώμα ή βαθύ μπλε ή βαθύ κόκκινο (γκρενά).  Ο νεκρός έμενε στο σπίτι, «στολισμένος» με λουλούδια και κεριά. Φίλοι και συγγενείς, προσφέροντας λουλούδια και κεριά, τιμούσαν και αποχαιρετούσαν το νεκρό. Αν στους τοίχους του σπιτιού υπήρχαν καθρέπτες, τους  καλύπτανε με ύφασμα. Οι πιο  στενοί συγγενείς τον «ξενυχτούσαν» και τον «μοιρολογούσαν»,  ακόμα και αν ήταν αρκετά μεγάλος και το τέλος του αναμενόμενο.  Αν ο νεκρός ήταν ηλικιωμένος, η ατμόσφαιρα γινόταν πιο χαλαρή και ανάμεσα στα μοιρολόγια γινόντουσαν και συζητήσεις περί «ανέμων και υδάτων» και ακούγονταν σοβαρές και φαιδρές ιστορίες. Οι ευχές, που  δίνονταν στους στενούς συγγενείς, ήταν η  «Ζωή σ΄ελόγου σας» και η «θιός σχουρέσ' τον»

Την επόμενη ημέρα ακολουθούσε το θρησκευτικό τελετουργικό.   Για την ταφή  του νεκρού, άνθρωποι, συγγενικού περιβάλλοντος, ανελάμβαναν την εκσκαφή του τάφου.  Την κηδεία ακολουθούσε τριήμερη συνάθροιση και συνεστίαση των συγγενών με τις σχετικές συζητήσεις. Τα φαγητά, που έτρωγαν δεν περιλάμβαναν κρέας.  Στο νεκροταφείο, ένα ξύλινο κιγκλίδωμα με ένα σταυρό και την επιγραφή «ενθάδε κείται κλπ ….» καθώς και ένα μικρό κουβούκλιο, στο οποίο έμπαινε ένα καντήλι, όριζε την τελευταία κατοικία του νεκρού. Το καντήλι, έπρεπε, να ανάβει κάθε απόγευμα, μέχρι την εκταφή. Ακολουθούσαν τα μνημόσυνα με  τα κόλλυβα, τα παξιμάδια, οι συναθροίσεις και συνεστιάσεις. Την απώλεια ενός προσφιλούς προσώπου ακολουθούσε το πένθος, που διαρκούσε ανάλογα με την ηλικία του θανόντος και τη σχέση, που είχαν με αυτόν οι πενθούντες. Οι άνδρες δεν ξυρίζονταν για κάποιο διάστημα και φορούσαν ένα μαύρο περιβραχιόνιο στον αριστερό βραχίονα. Οι γυναίκες χήρες φορούσαν μαύρα για όλη την υπόλοιπη ζωή τους, εκτός αν τύχαινε, να ξαναπαντρευτούν!  Οι άλλες γυναίκες, με στενή συγγένεια, φορούσαν μαύρα για ένα χρονικό διάστημα. Για να μην αγοράσουν δε καινούρια ρούχα, έβαφαν μαύρα, αυτά που είχαν.  Γυναίκες, με κάπως μακρινή συγγένεια, φορούσαν μαύρη ή λαδί μαντήλα.   

Μαύρες κορδέλες τοποθετούσαν και στα κουρτινάκια, που υπήρχαν στα παράθυρα των σπιτιών των εκλιπόντων. Ακόμα, το πένθος δηλωνόταν και στην αλληλογραφία, όπου χρησιμοποιούσαν  χαρτιά γραφής και φακέλους με μαύρη μπορντούρα!.   Οι «σχέσεις» των ζώντων με τους νεκρούς συνεχίζονταν μέχρι   την εκταφή του νεκρού, που σηματοδοτούσε  το οριστικό του πέρασμα στην    αιωνιότητα. Ως κατάλοιπο από το παρελθόν υπήρχε έντονη η πεποίθηση, ότι ήταν  δυνατόν, ο νεκρός για κάποιο διάστημα μετά τον θάνατο, να γίνεται «βρυκόλακας» και να περιφέρεται και να εμφανίζεται ως «φάντασμα». Φυσικά κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο  και προφανώς  κανένας δεν είχε πραγματική εμπειρία τέτοιου γεγονότος.

Οι Μαντουδιανοί είχαν και άλλες έκτακτες ευκαιρίες για διασκέδαση και συνάθροιση, που δεν είχαν σχέση με θρησκευτικά τελετουργικά. Η μουσική ήταν και είναι πάντα παρούσα σε συνάξεις για διασκέδαση. Όταν υπήρχε έλλειψη  ηχητικών μέσων, οι ίδιοι οι συνδιασκεδάζοντες τραγουδούσαν τα τραγούδια της αρεσκείας τους.  Όσοι είχαν ραδιόφωνο, είχαν την ευκαιρία να ακούνε καθημερινά τη μουσική και τα τραγούδια, που εξέπεμπαν οι σταθμοί. Το ραδιόφωνο μετέδιδε τα λεγόμενα ελαφρά τραγούδια.  Τα καθαρά λαϊκά τραγούδια και τα ρεμπέτικα, στα οποία ακουγόταν το πανταχού παρόν, σήμερα μπουζούκι, ήταν απαγορευμένα. Οι κρατούντες τα θεωρούσαν υποκουλτούρα, αλλά μάλλον τα συνέδεαν με μη αρεστές πολιτικές απόψεις.  Ακούγονταν και κάποια λαϊκότροπα τραγούδια, τα λεγόμενα και αρχοντορεμπέτικα.  Η κοινότητα, μάλιστα, είχε εγκαταστήσει ενισχυτή και μετέφερε τον ήχο του κοινοτικού ραδιοφώνου σε μεγάφωνα, που είχε εγκαταστήσει στον κεντρικό δρόμο για τέρψη των δημοτών. Τα λαϊκά τραγούδια κυκλοφορούσαν μόνο σε «πλάκες», δηλαδή, μεγάλους δίσκους βινυλίου και μπορούσαν να τα ακούσουν, όσοι διέθεταν γραμμόφωνο ή το μοντέρνο για την Εποχή και σπάνιο πικάπ (ηλεκτρόφωνο). Σε κάθε ευκαιρία χαλάρωσης και γλεντιού έμπαιναν μπροστά τα «ηχοσυστήματα» και  σκόρπιζαν ήχους δημοτικών λαϊκοδημοτικών και καθαρά λαϊκών τραγουδιών της Εποχής. Τραγούδια των Τσιτσάνη, Γούναρη και  Μητσάκη, καθώς  και η πρώιμη  φωνή του Καζαντζίδη ακούγονταν πιο συχνά. 

ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ

 

ΓΡΑΜΜΟΦΩΝΟ

 

 

Οι νέοι άνδρες, στα 21 χρόνια τους, έπρεπε να στρατευθούν, υποχρεωτικά. Η στράτευση για ορισμένους ήταν και η πρώτη ευκαιρία απομάκρυνσης από το χωριό και απόκτησης νέων γνώσεων και εμπειριών. Την παραμονή της αναχώρησης του,ς διοργάνωναν γλέντι σε κάποια ταβέρνα και υπό τους ήχους γραμμοφώνου ή πικάπ, έτρωγαν, έπιναν και χόρευαν.  Κατά τη διετή στράτευση,  οι  στρατευμένοι επικοινωνούσαν με τους «δικούς» τους μόνο με γράμματα και όταν έπαιρναν άδεια, έρχονταν στο χωριό, υποχρεωμένοι να φοράνε, συνεχώς, τα χακί, στρατιωτικά ρούχα με το αμπέχονο, την χλαίνη το χειμώνα, τον μπερέ με την κορώνα και τα βαριά άρβυλα με τις πρόκες στη σόλα. Αν τύχαινε, κάποιος, να γίνει βαθμοφόρος, αισθανόταν ιδιαίτερη υπερηφάνεια με τα δυο γαλόνια του δεκανέα ή τα τρία του λοχία στο μπράτσο. Η συντριπτική πλειονότητα ήταν φαντάροι, δηλαδή υπηρετούσαν στο Στρατό ξηράς, ενώ οι ναύτες και οι σμηνίτες ήταν ελάχιστοι.   

Περιοδικά, έκαναν την εμφάνισή τους στο χωριό διάφοροι διασκεδαστές, που έδιναν παραστάσεις σε κλειστούς ή ανοιχτούς χώρους. Ομάδες θεατρίνων, τα μπουλούκια, παρουσίαζαν τα «κλασσικά» θεατρικά έργα: Αγαπητικός της βοσκοπούλας, Γκόλφω, Γενοβέφα κλπ. Τον χειμώνα νοίκιαζαν κάποιο καφενείο και το μετέτρεπαν σε θέατρο, ενώ το καλοκαίρι, έστηναν μεγάλες σκηνές στο χώρο του γηπέδου και έδιναν τις παραστάσεις τους. Το σχολείο απαγόρευε στους μαθητές την παρακολούθηση θεάτρου, γιατί  οι θεατρίνοι και θεατρίνες  εθεωρούντο άνθρωποι με χαλαρά ήθη.  

Αυτό δεν ήταν τελείως αναληθές, γιατί κάποιοι νέοι άνδρες Μαντουδιανοί κατάφερναν, να συνάψουν εφήμερες σχέσεις με θεατρίνες.  Οι απανταχού παρόντες και αεικίνητοι πιτσιρικάδες, αντελήφθησαν μια φορά το ρομαντικό περίπατο  στο δάσος, ενός Μαντουδιανού με μια θεατρίνα. Ήταν προφανές, ότι δεν πήγαν,  να μαζέψουν  χόρτα.

Σε κλειστούς χώρους, και επί πληρωμή, γίνονταν κινηματογραφικές προβολές και παραστάσεις του θεάτρου σκιών, του καραγκιόζη. Ελάχιστες κινηματογραφικές προβολές ήταν υπαίθριες, όπως υπαίθριες, στο χώρο της πλατείας, γίνονταν οι παραστάσεις αθλητών και ταχυδακτυλουργών. Οι αθλητές έκαναν επίδειξη, μη συνηθισμένων ικανοτήτων. Έσκιζαν δεσμίδες τραπουλόχαρτων, λύγιζαν και έκοβαν σίδερα με το χέρι, σήκωναν μεγάλα βάρη, τράβαγαν με τα δόντια αυτοκίνητα, έσπαγαν πέτρες στο κεφάλι, άφηναν, να πέσουν στο σώμα τους μεγάλα μαχαίρια με τη μύτη, δενόντουσαν με αλυσίδες και λυνόντουσαν χωρίς βοήθεια,  έσκαγαν μικρά κανόνια, που κρατούσαν στα χέρια και άλλα τέτοια, απίθανα! 

Σε αντάλλαγμα, ζητούσαν εθελοντική οικονομική συνεισφορά από τους θεατές τους, περιφέροντας αλυσοδεμένοι ένα δίσκο. Ανάλογα «νούμερα» έκαναν οι μάγοι – ταχυδακτυλουργοί, που, με τα απίθανα  τρικ τους, προκαλούσαν  θαυμασμό και ερωτηματικά. Τέλος, αραιά και που,  έκαναν την εμφάνισή τους γύφτοι, αρκουδιάρηδες. Μια αλυσοδεμένη αρκούδα με ένα χαλκά περασμένο στη μύτη, στεκόταν στα δύο πόδια της και χόρευε, ακολουθώντας το ντέφι και το τραγούδι του γύφτου. Το σκηνικό συμπλήρωνε και μια μαϊμού, που, με τις εντολές του γύφτου, χόρευε και έκανε διάφορες, αστείες κινήσεις.

Οι σχέσεις των συγχωριανών ήταν γενικά καλές, χωρίς να είναι πάντα ρόδινες. Ανταγωνισμοί, αντιζηλίες, μικροσυμφέροντα πάντα παρεισφρέουν  ανάμεσα στους ανθρώπους και οι τσακωμοί και διαπληκτισμοί με υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς ποτέ δεν λείπουν. Το «μουρλόσκλου»(;) και το «του γκακό σ' του γκιρό» και το «άι στου διάουλου» ακουγόταν συχνά, αλλά και το «γαιδούρ'»«μλαρ'»«βόι», παραπέμποντας αδίκως στα αντίστοιχα ζώα, που ήταν «αξιοπρεπή», όντας ακίνδυνα, υπομονετικά, εργατικά, υπάκουα και καθόλου απαιτητικά. Μόνον ελάχιστες  φορές, κάτω από αντίξοες συνθήκες, θα μπορούσαν να συμπεριφερθούν «απρεπώς». Οι τσακωμοί γυναικών, για όχι σημαντικές διαφορές, προκαλούσαν φαιδρότητα περισσότερο, παρά σοβαρότητα από τους διάφορους χαρακτηρισμούς, που ακούγονταν. Συνηθισμένες ατάκες ήταν το «άει  στου διάολου» ή  «φάει σκ..τα»!. Επίσης,  στρέφανε τα οπίσθια  τους στην «αντίπαλο» και χτύπαγαν γερά με το χέρι τους γλουτούς τους.      Οι άνδρες είχαν πολύ «πρόχειρη» τη βρισιά. Η λεκτική «σεξουαλική» επίθεση σε μάνες, αδελφές, θείες κλπ, αλλά και  στην Παναγία, το Χριστό, τους Αγίους, τα καντήλια και τα Ευαγγέλια, ήταν συνηθισμένη αντίδραση εκνευρισμένων και ευέξαπτων ανδρών. Τα «γ…ώ τη μάνα, την Παναγία, το Χριστό τα καντήλια  κλπ» ακουγόταν τακτικά,  από άνδρες, είτε απευθυνόμενα  σε  πρόσωπο, είτε αόριστα, προκειμένου να εκτονωθούν από δύσκολες καταστάσεις. Τα «μπάσταρδος»,  

 «γουμάρ'»,«μούτος», «μπατχαβάς», «χάφτας»  ήταν επίσης  συνηθισμένοι χαρακτηρισμοί.  Η βρισιά προς πρόσωπο εθεωρείτο μεγάλη προσβολή και προκαλούσε ανάλογη αντίδραση.  Δεν θυμάμαι, όμως, οι διάφορες αντιπαλότητες και εχθρότητες να έφτασαν, ποτέ, σε ακραίες καταστάσεις  σωματικής βίας,    με  σοβαρές ποινικές συνέπειες. Συνηθισμένη  ήταν και η επίκληση του Θεού, Χριστού, Παναγίας και  στενών συγγενών, προκειμένου να ορκιστούν  για επιβεβαιώσουν  τα λεγόμενά τους ή να πείσουν για μια υπόσχεση. Η συνήθης έκφραση ήταν «Μα το... Θεό, Χριστό,  Παναγία»Στις καθημερινές σχέσεις ιδίως μεταξύ γυναικών  είχε σημαντική θέση η βασκανία ή «μάτιασμα». Πίστευαν, ότι το μάτιασμα μπορούσε ακουσίως ή εκουσίως να προκαλέσει κακό. Έτσι   η  έκφραση θαυμασμού προς πρόσωπα ή αντικείμενα έπρεπε να συνοδεύεται με ελαφρύ «φτύσιμο»  για να μη γίνει το «μάτιασμα». Τυχόν  αδιαθεσίες και κακοτυχίες αποδίδονταν σε μάτιασμα και χρειαζόταν η επέμβαση  γυναικών με ιδιαίτερες «ικανότητες» για να κάνουν το «ξεμάτιασμα».

Όλοι σχεδόν οι άνδρες κάπνιζαν.  Τα κάπνισμα ήταν συνυφασμένο με τον «ανδρισμό». Από  τα πρώτα εφηβικά χρόνια, άρχιζε στα κρυφά το κάπνισμα. Μάλιστα οι πρώτες δοκιμές, μπορεί να γίνονταν με απλό χαρτί, τυλιγμένο σε σχήμα τσιγάρου και όχι με καπνό. Τα τσιγάρα ήταν μικρότερα σε μέγεθος από τα σημερινά και δεν είχαν φίλτρο. Οι περισσότεροι κάπνιζαν τα λαϊκά τσιγάρα, με τον «βαρύ» καπνό και την έντονη γεύση, που   ήταν και  πιο φτηνά.  Χαρακτηριστική κίνηση, ήταν το χτύπημα του τσιγάρου στο σκληρό πακέτο, πριν το βάλουν στο στόμα. 

Για το άναμμα, εκτός από σπίρτα χρησιμοποιούσαν  «τσακμάκια». Ήταν αναπτήρες, που περιείχαν   για καύσιμο βενζίνη, εμποτισμένη σε βαμβάκι, που κατέληγε σε ένα μικρό φυτίλι. Ο σπινθήρας από την πέτρα άναβε το φυτίλι. Το «τσακμάκι» ήταν μόνιμο αξεσουάρ. Κάθε τόσο, αναπλήρωναν τη  βενζίνη, ανανέωναν το φυτίλι και την πέτρα.  Αντίθετα, για τις γυναίκες το κάπνισμα εθεωρείτο απαγορευμένο.  Η αραιή εμφάνιση γυναικών, από αστικά κέντρα, με τσιγάρο στο στόμα, προκαλούσε  περίεργα βλέμματα.

Ένα μικρό ποσοστό των ανθρώπων έχουν την ατυχία, να έχουν κάποιο  σωματικό ή διανοητικό  ελάττωμα, είτε από φυσικά αίτια, είτε από ατύχημα.  Οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να είναι και ικανοί και χρήσιμοι, αλλά σε μια μικρή και κλειστή κοινωνία  της δεκαετίας του ‘50, αποτελούσαν θέμα, είτε θετικών είτε αρνητικών σχολίων. Εκφράσεις, όπως «του κτσό», του «γκαβό»«του μισιρό» ακουγόταν και έδειχναν ένα είδος ρατσισμού.  Το Μαντούδι δεν αποτελούσε εξαίρεση. Στους πιτσιρικάδες, οι λίγοι άνθρωποι με  κάποια αναπηρία, προκαλούσαν,  την περιέργεια. Θα αναφερθώ σε ελάχιστες περιπτώσεις. Βλέπαμε π.χ κάποιον ανάπηρο του πολέμου, ο οποίος είχε χάσει σχεδόν ολόκληρο το ένα του πόδι και περπατούσε με επιδεξιότητα στηριζόμενος σε πατερίτσες.  Ένας άλλος, που ήταν και περιπτεράς, είχε μια περίεργη εμφάνιση,  λόγω σοβαρού τραυματισμού με δυναμίτιδα.  Προκαλούσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον,  γιατί είχε χάσει τις παλάμες του και είχε εγκαταστήσει στο μπράτσο του μηχανισμό, με τον οποίο μπορούσε, να πιάνει τα αντικείμενα, που πουλούσε με μια μεταλλική τσιμπίδα.  Οι ελάχιστοι μουγγοί προκαλούσαν επίσης την περιέργεια, γιατί δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε την αδυναμία τους, να μιλήσουν. Ιδιαίτερη περίπτωση ήταν αυτή του Στάμου, που ήταν σχεδόν συνομήλικος.  Η φύση του επιφύλαξε κάποια σωματική και πνευματική ιδιομορφία, συνοδευόμενη με δυσκολία ομιλίας.   Ήταν ένας από εμάς, αλλά πολύ διαφορετικός. Η συμπεριφορά του, όμως ήταν καλή και ήταν πολύ συμπαθής. Ο Στάμος αειθαλής μέχρι σήμερα, για 70 και πλέον χρόνια παραμένει η  γραφική φιγούρα του Μαντουδίου, κουβαλώντας ακόμα την παιδική νοοτροπία, έχοντας αποφύγει την  αγχογόνα πορεία, που συνόδεψε εμάς τους «κανονικούς».

    Ο αθλητισμός απασχολούσε, κυρίως, τους νέους με το  ποδόσφαιρο να  μονοπωλεί  το ενδιαφέρον όλων.  Αν εξαιρέσεις τις «γυμναστικές επιδείξεις» των μαθητών, δεν υπήρχε πιθανότητα, να δει κανείς άλλα αθλήματα.  Πρακτικά, το ανοιχτό, ελεύθερο  γήπεδο ήταν ποδοσφαιρικό, και η άπλα του προσφερόταν και για άλλες δραστηριότητες. Ο απόηχος από τις μεγάλες ποδοσφαιρικές ομάδες του κέντρου έφθανε στα χωριά και οι νέοι έδειχναν τις προτιμήσεις τους στις «μεγάλες» ομάδες Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός και ΑΕΚ, παρακολουθώντας από μακριά τους αγώνες. 

Αν έβρισκαν ραδιόφωνο, άκουγαν τις περιγραφές, που μεταδίδονταν ή τις διάβαζαν στις  αθλητικές εφημερίδες, που αγόραζαν την επόμενη.  Το κύριο, όμως, ενδιαφέρον ήταν οι δυο τοπικές ομάδες και η έντονη μεταξύ τους αντιπαλότητα. Το Μαντούδι, παρά το μικρό μέγεθός του, διέθετε, τότε, δυο ποδοσφαιρικές ομάδες. Τον 'Κηρέα' (ΑΟ ΚΗΡΕΥΣ) με τα μαυροκίτρινα χρώματα και το 'Δικέφαλο Αετό', κατ’ απομίμηση της ΑΕΚ και τον 'Φωστήρα' με τα πρασινόασπρα χρώματα, αντίστοιχα, με αυτά του 'Παναθηναϊκού'.  Το γήπεδο ήταν πρωτόγονο, με σκληρό χωμάτινο 'τερέν' και δυο απλά, ξύλινα τέρματα χωρίς δίκτυα.  Όταν επρόκειτο να γίνει 'ματς',  με ένα ποτιστήρι, που περιείχε αραιό ασβέστη, χαράσσονταν οι γραμμές του γηπέδου, η 'σέντρα', οι περιοχές των τερμάτων και η εξωτερική γραμμή.  Οι μπάλες, που   χρησιμοποιούσαν ήταν   «πρωτόγονες»Είχαν ένα εξωτερικό δερμάτινο  περίβλημα  με  ένα άνοιγμα και εσωτερικά σφαιρική ελαστική σαμπρέλα.    Η σαμπρέλα έμπαινε στο εσωτερικό, φούσκωνε με μια τρόμπα και  το εξωτερικό περίβλημα  έκλεινε σφικτά με κορδόνια. Η μπάλα αποκτούσε έτσι ένα περίπου το σφαιρικό σχήμα. Τα περισσότερα Κυριακάτικα απογεύματα,  οι φίλαθλοι,     κατηφόριζαν προς το γήπεδο,  έπαιρναν θέση περιφερειακά του γηπέδου και έστεκαν όρθιοι, για να παρακολουθήσουν τους  αγώνες, που έδιναν οι ντόπιες ομάδες με άλλες, από άλλες περιοχές της Εύβοιας, κυρίως. Κάποιοι σκαρφάλωναν στα πλατάνια, που υπήρχαν σε κοντινή απόσταση.  Για αποδυτήρια, οι παίκτες χρησιμοποιούσαν ένα μικρό κτήριο με ένα δωμάτιο,  που ήταν κτισμένο στη νοτιοδυτική πλευρά του γηπέδου, δίπλα σε ένα μεγάλο πλατάνι. 

Η ποδοσφαιρική αντιπαλότητα ήταν γενικευμένη, αλλά, ιδιαίτερα, έντονη με ομάδες από τα Ψαχνά.  Οι τσακωμοί και τραυματισμοί στο γήπεδο δεν ήταν σπάνιοι. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, οι παράγοντες της ομάδας πέρναγαν μπροστά από όλους τους θεατές και ζητούσαν την εθελοντική, χρηματική προσφορά τους. Οι νίκες έφερναν ευφορία και οι ήττες κατήφεια. Κατά γενική ομολογία, η ομάδα του 'Κηρέα' εθεωρείτο πιο δυνατή, είχε περισσότερους οπαδούς και οι παίκτες του ήταν πιο δημοφιλείς.  Την επόμενη δεκαετία οι δύο ομάδες, αναγκαστικά, συγχωνεύτηκαν στη σημερινή 'Αναγέννηση', με το άσπρο και μπλε χρώμα.  Τέλος, το καλοκαιρινό κολύμπι, σαν διασκέδαση και όχι σαν άθλημα, αφορούσε περισσότερο  νέους άνδρες. Οι ηλικιωμένοι και οι νέες γυναίκες είχαν ελάχιστη επαφή με τη θάλασσα. 

                                       

                                        ΠΑΛΙΑ ΜΠΑΛΑ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ

 

   Η διαβίωση και  κοινωνική ζωή έχει σαν αποτέλεσμα την παράγωγή αυξημένων ποσοτήτων σκουπιδιών. Τη Δεκ '50,  οργανωμένη αποκομιδή σκουπιδιών από την κοινότητα Μαντουδίου, δεν είχε εφαρμοστεί και η διάθεση των σκουπιδιών γινόταν ανεξέλεγκτα. Το χωριό ήταν «στολισμένο» με πολλές, μικρές χωματερές.  Σωρούς με σκουπίδια έβρισκες σε ανοικτούς χώρους, δίπλα από τα σπίτια και έξω από τον  οικισμό. Το ποτάμι και οι παρυφές του δάσους δέχονταν αρκετά σκουπίδια. Σε κάποια σημεία, η κοινότητα είχε τοποθετήσει πινακίδες με την επιγραφή «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΡΙΨΗ ΑΠΟΡΡΙΜΑΤΩΝ»,    αλλά οι συνήθειες δύσκολα κόβονται και τα σκουπίδια εξακολουθούσαν να ρίχνονται δίπλα στις πινακίδες

 Ειδικά, το ποτάμι, ήταν ο πιο «δημοφιλής» τόπος   διάθεσης σκουπιδιών. Όταν, αργότερα,  η κοινότητα άρχισε  να  αναθέτει σε ιδιώτες την αποκομιδή των σκουπιδιών με ζωήλατα οχήματα,  προσπαθώντας να καταργήσει  τις «μικρές χωματερές» στις γειτονιές,  η  αντίληψη,  ότι το ποτάμι είναι τόπος για σκουπίδια, δεν είχε εκλείψει και έτσι   η   κοίτη του ποταμιού, κάπου πριν τις εκβολές στη θάλασσα, έγινε η επίσημη χωματερή του χωριού.     Όμως, και με αυτή την κατάσταση, η ρύπανση ήταν μικρή.  Ο λόγος  είναι, ότι  ο όγκος των σκουπιδιών ήταν περιορισμένος και αποτελείτο, κυρίως, από οργανική ύλη  (υπολείμματα τροφίμων, ξύλο, υφάσματα από φυσική ίνα, χαρτί κλπ).   Πολλά από αυτά γίνονταν, αμέσως, τροφή ζώων και για τα υπόλοιπα ακολουθούσε η αποσύνθεση και η φυσική ανακύκλωση. 


 

                                             ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ

 Η ελληνική γλώσσα ήταν από τα αρχαία χρόνια η γλώσσα της φιλοσοφίας, των γραμμάτων και  της επιστήμης.  Η γλώσσα είναι κάτι «ζωντανό», που εξελίσσεται  και αλλάζει με τον καιρό και διαφοροποιείται ανά γεωγραφική περιοχή. Και στα  Αρχαία Ελληνικά υπήρχαν διαφοροποιήσεις ανά περιοχή. Μετά τις  κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Ελληνική γλώσσα εξαπλώθηκε σε όλη την ανατολική Μεσόγειο και έγινε η «διεθνής» γλώσσα της Εποχής, με μια, κάπως ομοιογενοποιημένη, μορφή. Τα Ελληνικά, εξακολουθούν να είναι κυρίαρχη γλώσσα και μετά την κατάκτηση της Ανατολικής Μεσογείου από τους Ρωμαίους, από τον 2ο Π.Χ. αιώνα  και μετά. Αυτό συνετέλεσε, στο να γίνουν τα Ελληνικά  η επίσημη γλώσσα της Χριστιανικής θρησκείας, η οποία την υιοθέτησε από τα πρώτα της βήματα, αν και η αφετηρία της θρησκείας ήταν Ιουδαϊκή.  Η επίσημη γλώσσα των Ρωμαίων ήταν τα Λατινικά, όμως, μετά τον 7ο μ.Χ αιώνα, το Χριστιανικό, πλέον, Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, που ονομάστηκε και Βυζαντινό, καθιερώνει τα Ελληνικά, ως επίσημη γλώσσα και πλέον η Βυζαντινή Ιστορία θεωρείται, τμήμα της Ελληνικής Ιστορίας.  

Τα Ελληνικά παρέμειναν ζωντανά και κατά τη Λατινοκρατία. Οι Οθωμανοί κατακτητές  επέτρεψαν τη Χριστιανική θρησκεία και τα Ελληνικά παρέμειναν ζωντανά και κατά την Τουρκοκρατία. Δηλαδή, τα Ελληνικά διατηρήθηκαν,  επί αιώνες, αν και υπήρχαν μεγάλες χρονικές περίοδοι, κατά τις οποίες δεν υπήρχε καμία κρατική οντότητα, που να έχει σαν επίσημη γλώσσα την Ελληνική.  Μάλιστα, η Τεχνολογική και Επιστημονική εξέλιξη κατέφυγε στην Ελληνική γλώσσα,  την οποία χαρακτηρίζει πληρότητα και σαφήνεια, προκειμένου να δημιουργήσει νέους Τεχνολογικούς και Επιστημονικούς όρους.  Ανάλογο ρόλο έπαιξαν και τα Λατινικά,  από τα οποία προήλθαν κάποιες Δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες, ενώ, τα αυτούσια Λατινικά  χρησιμοποιούνται, μόνο, από τη Δυτική Χριστιανική Εκκλησία.

     Όταν δημιουργήθηκε το νέο Ελληνικό κράτος, όπως ήταν φυσικό, η Ελληνική, έγινε  η  επίσημη γλώσσα του κράτους. Υιοθετήθηκε η λεγόμενη  «καθαρή» ή «καθαρεύουσα» η  εξελιγμένη, πλήρης και αυστηρά δομημένη γλώσσα, έτσι όπως είχε   διαμορφωθεί από  τους ελάχιστους  μορφωμένους και λόγιους.   Η γλώσσα αυτή ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους  από την ίδρυσή του, τον 19ο αιώνα,  μέχρι και την δεκαετία του 1970. Στη γλώσσα αυτή έγραψαν και σημαντικοί λογοτέχνες, όπως ο Παπαδιαμάντης

Η καθομιλουμένη  γλώσσα του λαού ήταν τελείως διαφορετική.  Η γεωγραφική απομόνωση,  η έλλειψη εκπαίδευσης και οι επιδράσεις από άλλες γλώσσες, τυχόν κατακτητών και εποίκων,  είχαν προκαλέσει διαφοροποιήσεις στη γλωσσική έκφραση.    Σε κάθε περιοχή της χώρας, οι κάτοικοι είχαν  διαμορφώσει το δικό τους  γλωσσικό ιδίωμα, που χαρακτηριζόταν από τον τρόπο έκφρασης του προφορικού, κυρίως, λόγου, (άλλωστε ο γραπτός λόγος ήταν σπάνιος), αλλά και τη χρησιμοποίηση   ιδιότυπων  λέξεων και εκφράσεων.  

Σε ορισμένες περιπτώσεις έχουμε σημαντική διαφοροποίηση, που δημιουργεί  προβλήματα συνεννόησης με άλλους Ελληνόφωνους (πχ Ποντιακά, Κυπριακά), ενώ σε κάποιες  περιοχές, είχαν επικρατήσει μη Ελληνικές γλώσσες (Αρβανίτικα, Βλάχικα  κλπ), λόγω επίδρασης ή εποίκησης από  αλλοεθνείς πληθυσμούς.

Μέχρι τη δεκαετία του 1950, σε σχεδόν όλες τις περιοχές της Ελλάδας, διατηρείται, χωρίς σημαντικές διαφοροποιήσεις, το γλωσσικό ιδίωμα κάθε περιοχής, ενώ στα μεγάλα αστικά κέντρα είχε διαμορφωθεί,   ως ομιλούμενη γλώσσα, η λεγόμενη «Δημοτική», που είναι πιο απλή και  περιέχει στοιχεία  των διαφόρων γλωσσικών μορφών, καθώς και αρκετές Ελληνοποιημένες λέξεις, κυρίως,    Τουρκικής, Σλαβικής και Λατινικής προέλευσης.  Η Δημοτική ήταν  πιο «ζωντανή» γλώσσα, χωρίς  την τυπικότητα και αυστηρότητα της Καθαρεύουσας.  Τη γλώσσα αυτή  χρησιμοποίησαν πολλοί λογοτέχνες και τα  λαϊκά έντυπα μέσα ενημέρωσης. Σταδιακά,  με την ανάπτυξη της Εκπαίδευσης, των Συγκοινωνιών και Επικοινωνιών και των Μαζικών Μέσων Ενημέρωσης, οι διαφορές  των διαφόρων γλωσσικών ιδιωμάτων αμβλύνονται. 

Τελικά, τη δεκαετία του 1970, με βάση τη Δημοτική,  διαμορφώνεται η λεγόμενη Νεοελληνική γλώσσα, η οποία  γίνεται επίσημη γλώσσα του Κράτους και τείνει, να χρησιμοποιείται, πλέον, από όλους.   Βλέπουμε  όμως μια συνεχής διείσδυση αγγλικών όρων στην νεοελληνική γλώσσα ακόμα και σε επίσημα έγγραφα. Επιπλέον γίνεται μια καταχρηστική χρήση του λατινικού αλφαβήτου.  Τα φαινόμενα αυτά οφείλονται και σε τάσεις μιμητισμού, αλλά κυρίως στη τεχνολογική  ανάπτυξη.

Το γλωσσικό ιδίωμα, που επικρατούσε ακέραιο, μέχρι τη δεκαετία του '50, στη Βόρεια Εύβοια  και στο Μαντούδι,   ήταν παρόμοιο με αυτό, που επικρατούσε στην υπόλοιπη Στερεά Ελλάδα με τις δικές του ιδιαιτερότητες.  Διαφορές υπήρχαν και μεταξύ κοντινών χωριών, σε σημείο, που μπορούσε  η ομιλία, να φανερώσει  και το χωριό καταγωγής του ομιλούντος.  Η καθομιλουμένη γλώσσα, στο  Μαντούδι,   είχε, βεβαίως, επιδράσεις από άλλες γλώσσες (κυρίως την Τουρκική), αλλά περιείχε πολλές  λέξεις και εκφράσεις, καθαρά, Ελληνικές,  προερχόμενες, κατ’ ευθείαν, από τα αρχαία Ελληνικά.  

Προφανώς, υπήρχαν επιδράσεις και από άλλες περιοχές της Ελλάδας, δεδομένου,  ότι ο ντόπιος πληθυσμός αποδεκατίστηκε από τους Τούρκους στην Επανάσταση και ότι αρκετοί κάτοικοι προέρχονταν από άλλες περιοχές της Ελλάδας (Σαρακατσαναίοι, Ηπειρώτες, νησιώτες κλπ)  και, φυσικά, επηρέασαν τη γλώσσα. Επίσης,  στο Μαντούδι, ήταν άγνωστη και η Αρβανίτικη γλώσσα, που μιλούσαν κάτοικοι  της Νότιας Εύβοιας και των διπλανών περιοχών της Αττικής και της Βοιωτίας,  αλλά και άλλες μη Ελληνικές γλώσσες (Βλάχικα κλπ)

Το γενικότερο χαρακτηριστικό του Μαντουδιανού γλωσσικού ιδιώματος,  είναι η τάση   να περιορίζονται οι χασμωδίες  και να απλοποιούνται λέξεις με δύσκολη εκφορά. Αναφέρω κάποια χαρακτηριστικά, έτσι, όπως έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη μου.

1. Παράλειψη, κυρίως, φωνηέντων, που δεν τονίζονται αλλά και συμφώνων. Πολύ συχνά,  παραλείπεται το μη τονιζόμενο φωνήεν της κατάληξης,  ιδίως, των ουδετέρων ονομάτων και σε αρκετές  περιπτώσεις και φωνήεντα άλλων συλλαβών.  

2. Μετατροπή των φωνηέντων, με, πιο  συχνές, τις  μετατροπές  του ε σε ι ή α και των ο και  ω σε ου

3. Μετατροπή του σ σε ζ, του κ σε γκ, του π σε μπ και του τ σε ντ.

4. Παράλειψη των άρθρων

5.Αναγραμματισμός ή παραφθορά λέξεων, χάριν ευφωνίας

6.Περιορισμένο  και  ιδιότυπο λεξιλόγιο. Χρησιμοποιούνται λέξεις με συγκεκριμένη έννοια, που εκφράζουν, κυρίως, αντικείμενα, ενώ λείπουν λόγιες λέξεις ή λέξεις με αφηρημένη έννοια. Κάποιες αφηρημένες έννοιες, μπορεί να δηλώνονται περιφραστικά.

7.Τάση να χρησιμοποιούνται ουδέτερα ονόματα για αντικείμενα, αλλά και για πρόσωπα.

8. Χρήση ιδιότυπων ντόπιων εκφράσεων

9. Η εκφορά του λόγου δεν ήταν τελείως στεγνή, αλλά ακολουθούσε μια μουσικότητα.

 

     Αναφέρω ορισμένα παραδείγματα της ντοπιολαλιάς, προσπαθώντας να αποδώσω το άκουσμα των λέξεων, χρησιμοποιώντας σύγχρονα απλά Ελληνικά. Περισσότερη αξία όμως, θα είχε, αν μπορούσαν να ακουστούν οι λέξεις και οι εκφράσεις.

 Ονόματα: Γιώργους ή Γιωρς (Γιώργος), Γιάννς (Γιάννης),   Νίκους (Νίκος),  Πιρικλίς ( Περικλής), Κουστής (Κωστής), Θανάης(Θανάσης), Λέν' (Ελένη), Ασμένια (Ασημένια), Τρανταφλιά (Τριανταφυλλιά)

Λέξεις,  Εκφράσεις: Πιρίπατους( περίπατος), χουράφ (χωράφι), σπιτ (σπίτι), γαϊδούρ (γαϊδούρι), άλουγου (άλογο)  βόϊ ( βόδι), σκάψμου (σκάψιμο)  δλιά (δουλειά).  

Ζ’ γκαλύβα (στην καλύβα),  Ζ’ μπαραλία (στην παραλία), Κάτσανι κατ’ (καθήσανε κάτω),  Πήι στου σπίτ’ (πήγε στο σπίτι), Πιτάει πέτρις  (πετάει πέτρες)

Στου παζάρ (στο παζάρι),  Σ’ν Αγιάννα (Στην Αγ. Άννα).  Σ’ Σκλόανν (στη Σκυλόγιαννη(Κήρινθο)  Σ’ Στρουφλια (Στη Στροφυλιά), Στου Μετόχ' (Στο Μετόχι), Στου Κμας (στο Κυμάσι), Στ’ Αχμέταγα ( Στο Αχμέτ Αγά (Προκόπι)), Τ’ς Φούρν’ (Στους Φούρνους), Σ'ν Αθήνα (στην Αθήνα), Ζ' Μπάτρα (στη Πάτρα)  Σ' Θεσσαλουνικ (στη Θεσσαλονίκη)


Τ’ Διφτέρα  (τη Δευτέρα), Ν’ Τριτ (τη Τρίτη), Ντι Τετάρτ ( την Τετάρτη), Ντ’ Μπεμτ ( τη Πέμπτη) Ντ’ Μπαρασκιβή (την Παρασκευή)   Του Σαββάτου (το Σάββατο)

 Πατέρας  ουμ (ο  Πατέρας μου), Μάνα μ’ (η Μάνα μου)  Θειά μ’  (η Θεία μου), γιος ουμ (ο γιος μου), θυγατέρα μ’ (η κόρη μου). Αγγουνός ουμ (ο εγγονός μου), Αγγουνή μ’ ( η εγγονή μου). 

Τι δλια έϊς δω; ( τι δουλειά έχεις εδώ;),.

Κάποιες λέξεις ή εκφράσεις είναι μάλλον «ενδημικές», δεν τις έχω δει ή ακούσει αλλού.

Αρή ή Μαρί = προσφώνηση από γυναίκα προς γυναίκα

Πστουμίζουμι=Πέφτω και κτυπάω

Μπουντουβάγια = Ορμητικό ρεύμα νερού βροχής

Άμουρους = Άφαντος

Κνέβουμι= Βαριέμαι  (προφανής σχέση με το αρχαιοπρεπές οκνός=αδρανής)

Τίξι= άραγε  (πιθανόν από το «τις ξέρει»)

Ταπουτώρα = πριν από λίγο

Τα μπούσλα = μπουσουλώντας ή περπατώντας με δυσκολία

Ξαργού= επίτηδες  (πιθανόν από το «εξ έργου»)

Σκμέρνω= κάνω οικονομία

Τριουρίζουμι =  ανησυχώ

Τίδα = πώς ή ναι ερωτηματικό  (πιθανόν από το «τις οίδε»)

Ταρούτ  =  αναίσθητος, ανήμπορος, θυμωμένος ή απογοητευμένος.

Κούτι = κυρίως, γυναικεία έκφραση περιέργειας ή απορίας (πιθανόν  από το «ακούτε»)

Αβδά-γκδά = εδώ-εκεί ή όπου να 'ναι (με χρονική έννοια)

 Γκαϊδός= αλλήθωρος

Δρουμί= τρέχοντας(από το δρόμος)

Κάψουσα = Ζεστάθηκα

Μπόσκους= Αφελής, ανόητος

Και κάποιες σχετικές εκφράσεις:

Αρή πστουμίστκι του πιδί!  (Από γυναίκα προς άλλη γυναίκα,  Έπεσε και κτύπησε το παιδί!)      

Τα πήρι ούλα μπουντουβάγια και τα πήι στου πουτάμ. (Τα πήρε όλα το νερό της βροχής και τα πήγε στο ποτάμι)

Τίξι τι θέλ’ κι φουνάζ’.   ( Τι να θέλει άραγε και φωνάζει)   

Κνέβουμι, δεν πάου να δλέψου, σήμιρα.  (Βαριέμαι δεν πάω να δουλέψω, σήμερα).  

Μόλις μι πίρι χαμπάρ’ έγινι άμουρους. (Μόλις με πήρε είδηση, εξαφανίστηκε)

Ταπουτώρα ιτανι ‘δώ, αλλά  τώρα έφκι. (Πριν από λίγο ήτανε εδώ, αλλά τώρα έφυγε.)

Με πιασι μέσ’ κι πάου τα μπούσλα (Μου πονάει η μέση και περπατάω, δύσκολα, με τα γόνατα και τα χέρια )

Ξαργού του κάν’ για να μι νιβριάζ’  ( Το κάνει επίτηδες, για να με νευριάζει).

Να τα σκμέρνεις τα λιφτά, μη τα χαλάς (να κάνεις οικονομία και να μη ξοδεύεις τα λεφτά)

Άκσι, που ‘ρθις κι έπισι ταρούτ.  (Άκουσε, που ήρθες και τον έπιασε απογοήτευση).

Δεν ήρθι του πιδί κι τριουρίστκα. (Δεν ήλθε το παιδί και ανησύχησα)

Ήρθι δρουμί (Ήρθε τρέχοντας)

Αβδά-γκδα θα ακούσουμι τα χαμπέρια. (Σύντομα  θα μάθουμε τα νέα).

Τα πιο πάνω παραδείγματα είναι ένα ελάχιστο δείγμα του γλωσσικού ιδιώματος, και πιθανόν να προκαλούν κάποια ελαφρότητα και μειδίαμα, σε όποιον τα ακούει. 

  Κάποιες λέξεις, αφηρημένες και λόγιες  ή λέξεις της τεχνολογίας, που αναγκαστικά εισέρχονται στο καθημερινό λεξιλόγιο  και είναι κάπως σύνθετες, συνήθως, εκφράζονται παραφθαρμένες ή αλλαγμένες.  Αυτό συμβαίνει, ακόμα πιο έντονα, αν οι λέξεις είναι ξενικής προέλευσης.

Π.χ. Συντηρισμός = Συνεταιρισμός  Ανθός = Αθώος, Συντιλίν’=Ασετυλίνη, Περιωρία=Υπερωρία, Παγκίρ' = Πανηγύρι, Κουράσκα=Κουράστηκα, Φαγάνα = Εκσκαφέας. Για τις, ξενικής προέλευσης, λέξεις το φαινόμενο είναι γενικότερο και δεν  αφορά μόνο την ντοπιολαλιά ή τη συγκεκριμένη περίοδο.  Έτσι έχουμε τα αυτοκίνητα  GMC (Τζι Εμ Σι, αρχικά της εταιρείας General Motors Corporation) γίνονται τζεμς, το Bulldozer (Μπουλντόζερ) γίνεται μπουλντόζα κ.α. Αργότερα, όταν η μεταλλευτική εταιρεία εφοδιάζεται με νέους, ξενικής προέλευσης,  εξοπλισμούς, έχουμε νέες ονομασίες.  Έτσι, το συγκρότημα sink-float (σινκ-φλοουτ), εγκατάσταση εμπλουτισμού επίπλευσης και καταβύθισης) γίνεται «σιφλότ», τα αυτοκίνητα  Euclid (γιουγκλιντ, Ευκλείδης)) γίνονται «γιούγκλις» και η εγκατάσταση pilot plant (πάιλοτ πλαντ, δοκιμαστική εγκατάσταση μικρής κλίμακας)  γίνεται «πάοπλαν» κλπ. 

Χαρακτηριστικό ήταν και το, ότι απέδιδαν  στο ρήμα  «αυτώνω» ή «απαυτώνω»  πολλές έννοιες και το χρησιμοποιούσαν σαν «μπαλαντέρ»  σε πολλές και διαφορετικές περιπτώσεις. 

  Όλοι οι Μαντουδιανοί και οι γύρω χωριάτες, μικροί και μεγάλοι μιλούσαν τα «χωριάτικα». Όταν κάποιος προσπαθούσε να μιμηθεί την ομιλία των αστικών κέντρων λέγανε ότι «μιλάει Ελληνικούρα». Η ντοπιολαλιά αφορούσε μόνο τον προφορικό λόγο και κατά τις συνομιλίες απουσίαζε ο «πληθυντικός της ευγένειας» ακόμα και από μικρούς προς μεγάλους. Σε λίγες περιπτώσεις συνομιλίας με ξένους  ή ανθρώπους της Εξουσίας, μπορούσε κάποιος να απευθυνθεί στο πληθυντικό.   Στο γραπτό λόγο, ακόμα  και οι ολιγογράμματοι χρησιμοποιούσαν  την  επίσημη γλώσσα και μάλιστα στην καθαρή της μορφή.  Στα γράμματα, που τη δεκαετία του '50,  ήταν  σχεδόν  ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας, χρησιμοποιούσαν  πανομοιότυπους τύπους της Καθαρεύουσας.  Ένα γράμμα π.χ.  άρχιζε: «Αγαπητέ ή Σεβαστέ μου   …τάδε. Υγείαν έχομε  και το αυτό    επιθυμούμε δι’ εσάς….κλπ» και τελείωνε « τα δέοντα (χαιρετίσματα) στον …. στην   …κλπ»

Σήμερα, κάποιοι από τους παλιότερους μιλούν τα «χωριάτικα».   Οι νεότεροι, περισσότερο μορφωμένοι, και δεχόμενοι πλήθος πληροφοριών και επιδράσεων,  σταδιακά, απομακρύνονται από τη ντοπιολαλιά  και εναρμονίζονται προς τη, γενικώς, χρησιμοποιούμενη Νεοελληνική γλώσσα.  Μερικά, όμως, κατάλοιπα εξακολουθούν και Σήμερα να υπάρχουν.   Στο Γυμνάσιο, στο οποίο φοιτούσαν μαθητές από όλη τη γύρω περιοχή, ακούγαμε μερικές φορές την ερώτηση, που αφορούσε τα γραπτά διαγωνίσματα και προκαλούσε μειδίαμα:  «Απ’ τσ’ ιννιά  τσ’ εξ;»  Δηλαδή, από τις εννιά ερωτήσεις θα απαντήσουμε στις έξι;


                                ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

 Όπως έχουμε αναφέρει οι σημαντικές τεχνολογικές  καινοτομίες, άρχισαν να εφαρμόζονται στο τέλος του 19ου αιώνα.   Στη μικρή  Ελλάδα, οι καινοτομίες αυτές άρχισαν να εμφανίζονται, από τις αρχές του 20ου αιώνα.   Οι άνθρωποι άρχισαν να χρησιμοποιούν, όλο και περισσότερο, μηχανές για παραγωγή ενέργειας,  να κατασκευάζουν νέα μέσα μεταφορών και επικοινωνιών, να δημιουργούν υποδομές και δίκτυα εξυπηρέτησης, να εκμεταλλεύονται τις εκπληκτικές ιδιότητες της Ηλεκτρικής ενέργειας και να κατασκευάζουν ένα πλήθος  συσκευών, με τις οποίες άλλαζε ο τρόπος διαβίωσης. Παράλληλα,   αναπτύσσονται νέα συνθετικά υλικά,   που χρησιμοποιούνται σε κάθε είδους κατασκευή, αλλά, επίσης, στην  φροντίδα της υγείας του ανθρώπου και των ζώων και στην υποβοήθηση της γεωργικής παραγωγής. 

 Στις απόμακρες γωνιές της Ελλάδας, της δεκαετίας του '50, οι  νέες τεχνολογικές εξελίξεις  άρχισαν να κάνουν τα πρώτα   δειλά βήματα.  Στο Μαντούδι, εκτός από τα αυτοκίνητα, τα ελάχιστα μηχανοκίνητα γεωργικά μέσα και τα μηχανοκίνητα μέσα των μεταλλείων, είχαμε τις πρώτες  μηχανοκίνητες εγκαταστάσεις  επεξεργασίας, με χρήση μηχανών  εσωτερικής  καύσης. Ο χαρακτηριστικός ήχος των μηχανών αυτών μαζί με τα λίγα αυτοκίνητα, που κυκλοφορούσαν, τότε, έσπαγε τη γενικά επικρατούσα ησυχία.

  Παίρνοντας ενέργεια από μηχανές εσωτερικής καύσης, λειτουργούσαν κάποιες  πριονοκορδέλες,  που έκοβαν  κορμούς δένδρων και τους μετέτρεπαν σε ξυλεία, πιο σύντομα και με λιγότερο κόπο. Μια πριονοκορδέλα λειτουργούσε, μόνιμα, στη σημερινή οδό Μεταλλωρύχων. Άλλες λειτουργούσαν, σε μη σταθερό σημείο, στεγασμένες σε παράγκες.  Σε κτίριο, που υπάρχει και σήμερα, δίπλα στη γέφυρα,  με τη χρήση ΜΕΚ, λειτουργούσε ένας  κυλινδρόμυλος για  τη μετατροπή του σταριού σε αλεύρι, με την πιο μοντέρνα μέθοδο.  Ο μύλος αυτός λειτουργούσε, όλο το χρόνο, σε αντίθεση με τον παραδοσιακό νερόμυλο με τις μυλόπετρες, που λειτουργούσε μόνο τους χειμερινούς μήνες, που υπήρχε διαθέσιμη υδατόπτωση. Στον ίδιο χώρο, λειτουργούσε και μια πριονοκορδέλα.

Η   τάση για χρήση ψυγείων πάγου, τους καλοκαιρινούς μήνες από τα καταστήματα και τα νοικοκυριά   οδήγησε στην κατασκευή του παγοποιείου, που λειτουργούσε στο κτήριο, που υπάρχει και σήμερα, στην αρχή του δρόμου, που οδηγεί στο νεκροταφείο. Μια ΜΕΚ έδινε ενέργεια στο  Παγοποιείο, που λειτουργούσε, από το τέλος της Άνοιξης έως τις αρχές του Φθινοπώρου  και παρασκεύαζε κολώνες πάγου.   Κάθε πρωί,  μοίραζε στα καταστήματα και τα νοικοκυριά τα κομμάτια πάγου, που ήθελαν. Ένα οικιακό ψυγείο, συνήθως, χρειαζόταν ¼ της κολώνας. Το Εργαστήριο πάγου ανέλαβε, στη συνέχεια, και την παρασκευή,   εμφιάλωση και διανομή αεριούχων αναψυκτικών (γκαζόζες, πορτοκαλάδες) με την εμπορική ονομασία «ΚΗΡΕΥΣ».

Δυτικά του χωριού,  πέρα από το ποτάμι και δίπλα από το εκκλησάκι της Αγ. Σωτήρας, κατασκευάστηκε το ασβεστοκάμινο, για να μετατρέπει την ασβεστόπετρα σε ασβέστη, απαραίτητο για τις οικοδομικές εργασίες. Για το κτίσιμο χρησιμοποιείτο το μοντέρνο, για την Εποχή, κόκκινο τούβλο. Το καμίνι  με την εντυπωσιακή, για τα χρόνια Εκείνα, ψηλή καμινάδα, λειτούργησε κάποια χρόνια. Σήμερα, στέκεται ακόμα εκεί, αδρανές, παραδομένο στη φθορά του χρόνου. 

Μαζί με την πριονοκορδέλα, σε κτήριο, στην οδό Μεταλλωρύχων, λειτουργούσε και η πρώτη  εγκατάσταση παραγωγής Ηλεκτρικής ενέργειας.     Μια μηχανή εσωτερικής καύσης έδινε κίνηση σε μια μικρή γεννήτρια, η οποία παρήγαγε την Ηλεκτρική ενέργεια, που διοχετευόταν στο υποτυπώδες δίκτυο διανομής. Κατά μήκος των περισσότερων δρόμων, είχαν στηθεί ξύλινες κολώνες, πάνω στις οποίες στηρίζονταν, μέσω άσπρων μονωτήρων, τα σύρματα μεταφοράς του ρεύματος. Μοναδική χρήση του ηλεκτρικού ρεύματος ήταν ο φωτισμός. Η συνολική ισχύς ήταν περιορισμένη και κάθε άλλη χρήση ήταν αδύνατη. Εκείνη την Εποχή, οι έννοιες ηλεκτρισμός και φωτισμός είχαν καταντήσει ταυτόσημες. Όποιο σπίτι ήθελε ηλεκτρικό φως, έναντι μιας πάγιας συνδρομής, συνδεόταν με το δίκτυο, έχοντας δικαίωμα, να χρησιμοποιεί  έναν μόνο ηλεκτρικό λαμπτήρα με ισχύ μόλις 25 βατ.  Στα σπίτια, δεν  υπήρχε ηλεκτρική εγκατάσταση και ο μοναδικός λαμπτήρας κρεμόταν στο ταβάνι του καθημερινού δωματίου και  συνδεόταν κατευθείαν  με το δίκτυο.  

Μόλις έπεφτε το σούρουπο, η γεννήτρια άρχιζε να λειτουργεί και οι λάμπες στα σπίτια φώτιζαν με ένα θαμπό πορτοκαλοκίτρινο φως, που φάνταζε σαν φωταψία, μπροστά στο αδύνατο φως της λάμπας πετρελαίου.  Το Χειμώνα, η γεννήτρια σταμάταγε να λειτουργεί στις 11 το βράδυ και το χωριό βυθιζόταν πάλι στο σκοτάδι. Το πρωί, λειτουργούσε πάλι για λίγο, μέχρι να ξημερώσει.  Το καλοκαίρι, με το πολύ ηλιακό φως, λειτουργούσε από το σούρουπο, μέχρι τις 12 το βράδυ και το πρωί, ήταν αχρείαστο.  Σε αρκετές κολώνες του δικτύου υπήρχαν ηλεκτρικοί λαμπτήρες, που με το αχνό τους φως φώτιζαν τους δρόμους, όση ώρα λειτουργούσε η γεννήτρια.  

Οι βλάβες και οι ζημιές ήταν συνηθισμένες και το να μείνεις χωρίς φως, ήταν αναμενόμενο. Κάποιες φορές,  λόγω σοβαρών βλαβών, το ρεύμα σταματούσε, για μεγάλα χρονικά διαστήματα.  Δύο τεχνίτες  καθημερινά διέτρεχαν το δίκτυο, το επιτηρούσαν και το επισκεύαζαν.  Σε μας τους πιτσιρικάδες ήταν εντυπωσιακά, τα ειδικά πέδιλα με τα δόντια, που φορούσαν, για να σκαρφαλώνουν στις κολώνες.  Οι τεχνίτες έπρεπε να φροντίζουν, ώστε η συνολική ισχύς να παραμένει στα όρια των δυνατοτήτων της γεννήτριας, αλλιώς θα υπήρχε συνολική κατάρρευση.  Έτσι, ήλεγχαν  και το, αν οι πελάτες ήταν συνεπείς, δηλαδή στο αν χρησιμοποιούσαν ένα λαμπτήρα 25 βατ ή περισσότερους ή μεγαλύτερης ισχύος.  Οι πονηριές δεν  έλειπαν ποτέ. 

Εκτός από σημαντική μορφή ενέργειας, ο  ηλεκτρισμός είναι συνδεδεμένος  και με άλλες σημαντικές εφαρμογές, που αφορούν, γενικά, τη μετάδοση πληροφοριών. Τη Δεκαετία του '50,  κάποιες τέτοιες εφαρμογές ήταν σε χρήση στο Μαντούδι, αλλά δεν χρησιμοποιούσαν το υποτυπώδες ηλεκτρικό δίκτυο του χωριού.   Ο παραδοσιακός και πιο γνωστός και προσιτός   τρόπος επικοινωνίας ήταν   το Ταχυδρομείο.   Το «γράμμα» ήταν το μέσο,  με το οποίο συνομιλούσαν, όσοι είχαν κάποιον δικό τους στα ξένα.  Οι μετανάστες, που αναζητούσαν αλλού δουλειά, οι φαντάροι, που υποχρεωτικά υπηρετούσαν την πατρίδα και  γενικά συγγενείς και φίλοι,  που ήταν μακριά, κλείνανε τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους σε ένα φάκελο, «κόλλαγαν» και το σχετικό γραμματόσημο και το παρέδιδαν  στον ταχυδρόμο. Επίσης, με την ευκαιρία εορτών και άλλων γεγονότων, το Ταχυδρομείο μετέφερε ευχές και χαιρετίσματα γραμμένες σε κάρτες, τις λεγόμενες και 'καρτποστάλ'. Οι 'καρτποστάλ',  ήταν κάρτες με   ποικιλία εικόνων, σχεδίων και φωτογραφιών, ώστε να επιλέγεται η κατάλληλη για κάθε περίσταση.  Κάθε φορά η αναμονή για μια απάντηση κρατούσε   ημέρες, εβδομάδες, μήνες.       

Εκτός, όμως, από τα προσωπικά γράμματα, ο ταχυδρόμος μετέφερε και κάθε είδους έγγραφο, που θα μπορούσε να φέρει λύπη ή χαρά.  Ο ηλεκτρισμός, όμως, έχει τη δυνατότητα, να εξασφαλίσει την άμεση επικοινωνία, που σήμερα είναι πλέον δεδομένη, αλλά Τότε, πολύ  δύσκολη. Τη δεκαετία του '50, την Ελλάδα διέσχισαν συρμάτινες γραμμές,  στηριγμένες σε ξύλινες κολώνες, με τους μονωτήρες, τα «ανάποδα φλιτζάνια», που λέει και το σχετικό τραγούδι, οι οποίες μετέφεραν  το σήμα του ξεχασμένου σήμερα Τηλέγραφου και του Τηλεφώνου.  Στο Μαντούδι,  στο κονάκι του παλιού τσιφλικά, μαζί με το Ταχυδρομείο λειτουργούσε το Τηλεγραφείο - Τηλεφωνείο.   Με τον Τηλέγραφο, έστελνε κάποιος ένα επείγον, σύντομο, γραπτό μήνυμα.   Το τηλεγράφημα, έπρεπε, να είναι σύντομο και περιεκτικό.  Περιελάβανε μόνο τις λέξεις, που ήταν απολύτως απαραίτητες, για να αποδοθεί κάποιο νόημα. Εκεί, υπήρχε και το μοναδικό τηλέφωνο σε όλο το χωριό, με το οποίο κάποιος μπορούσε, να έχει άμεση επικοινωνία με μακρινά μέρη, στα οποία επίσης υπήρχε αντίστοιχα τηλέφωνο. Το τηλεγράφημα και το τηλεφώνημα, η τηλεφωνική συνδιάλεξη, όπως τη λέγανε, ήταν   περίπλοκες διαδικασίες, γίνονταν με τη βοήθεια αρμόδιου υπαλλήλου, κόστιζαν αρκετά και απαιτούσαν κατάλληλο προγραμματισμό.  

Το Τηλεγραφείο-Τηλεφωνείο ήταν για τους πιτσιρικάδες ένας τόπος μαγικός και δυσπρόσιτος.  Η θέα ενός ανθρώπου, που τηλεφωνούσε, προκαλούσε δέος. Το δίκτυο τηλεγράφου-τηλεφώνου  εφοδιαζόταν με ηλεκτρική ενέργεια από τα αστικά κέντρα και δεν είχε ανάγκη επιτόπιας παροχής ρεύματος.   

 Ο Ηλεκτρισμός είχε ήδη καταφέρει να μεταφέρει ήχο  σε μεγάλη απόσταση ασύρματα, χωρίς δηλαδή να χρησιμοποιεί αγωγούς.  Είχε αναπτυχθεί η ασύρματη τηλεπικοινωνία. Η Ραδιοφωνία ήταν το ασύρματο δίκτυο μετάδοσης ήχου και  είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του '30. Μια συσκευή, που λειτουργούσε με ηλεκτρικό ρεύμα, γνωστή ως ραδιόφωνο ή ράδιο, συνελάμβανε μέσω της κεραίας τα αόρατα, άυλα κύματα, που εξέπεμπε ο σταθμός και τα μετέτρεπε σε ήχο.  Ήταν το πρώτο μέσο άμεσης και μαζικής μετάδοσης πληροφοριών και μουσικής, που σταδιακά γινόταν δημοφιλές και λειτουργούσε αποκλειστικά από το Κράτος με ένα δίκτυο του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και ένα άλλο, που ανήκε στις Ένοπλες Δυνάμεις. Στο Μαντούδι, τα καφενεία και όσες  οικογένειες είχαν την δυνατότητα, είχαν  προμηθευτεί ραδιόφωνα μπαταρίας, αφού το επιτόπιο  ρεύμα και δεν επαρκούσε και ήταν διαθέσιμο λίγες ώρες μόνο το βράδυ.   Η ζωή της μπαταρίας ήταν περιορισμένη και τακτικά, έπρεπε να αντικαθίσταται. 

 Η παρουσία ραδιοφώνου γινόταν εμφανής από την κεραία, που τότε ήταν ένα  μακρύ σύρμα, απλωμένο στη στέγη του σπιτιού, συνδεδεμένο με τη συσκευή. Ο ήχος ραδιοφώνου, που αντηχεί ακόμα στα αυτιά, ήταν αυτός του τσοπανάκου με τα κουδούνια, που ακουγόταν ως σήμα του Δημόσιου Ιδρύματος Ραδιοφωνίας.  Αμυδρά, σαν σε όνειρο, ακουγόταν, ότι σε άλλες χώρες υπήρχαν ραδιόφωνα, που όχι μόνο μετέφεραν ήχο, αλλά και κινούμενη εικόνα. Η ιδέα της τηλεμεταφοράς εικόνας είχε αρχίσει να πλανάται, αλλά ο όρος «Τηλεόραση» ήταν άγνωστος ακόμα.

Αρκετά σπίτια διέθεταν και την παλαιότερη συσκευή αναπαραγωγής αποθηκευμένου ήχου, κυρίως μουσικής, τον  Φωνόγραφο ή Γραμμόφωνο, που τον χρησιμοποιούσαν, σε κάθε περίπτωση διασκέδασης. Ο  Φωνόγραφος  λειτουργούσε με κούρδισμα ελατηρίου, δηλαδή, λειτουργούσε με ενέργεια, που έδινε ο ίδιος ο χρήστης με το χέρι.    Ο ήχος    ήταν «γραμμένος» σε ένα «αυλάκι», χαραγμένο σε μεγάλους δίσκους βινυλίου. Ο δίσκος  έμπαινε στην αντίστοιχη   υποδοχή του γραμμοφώνου και περιστρεφόταν με 78 στροφές, ανά λεπτό.  Καθώς περιστρεφόταν ο δίσκος, η «κεφαλή», το κύριο εξάρτημα του γραμμοφώνου,   παρελάμβανε τον ήχο, μέσω μιας λεπτής βελόνας, που διέτρεχε το αυλάκι του δίσκου. Ο ήχος κατέληγε σε χωνί, για να ενισχυθεί.  Στα πιο παλιά γραμμόφωνα το χωνί ήταν μεγάλο και εξείχε της κύριας συσκευής.  Στο Μαντούδι, της Δεκ '50, χρησιμοποιούσαν την πιο «μοντέρνα» εκδοχή, που  όλη η συσκευή ήταν ενσωματωμένη σε ενιαίο όγκο  και είχε τη μορφή μικρής βαλίτσας. Η συνεχής λειτουργία του γραμμοφώνου απαιτούσε τακτικό κούρδισμα και τακτική αλλαγή της βελόνας.  Η ένταση του ήχου ήταν μικρή και η ποιότητά του πολύ  κακή.  Οι δίσκοι των 78 στροφών ήταν τεράστιοι για τα σημερινά δεδομένα και κάθε δίσκος είχε ένα τραγούδι σε κάθε πλευρά, έτσι η δυνατότητα δημιουργίας αποθέματος πολλών τραγουδιών, ήταν περιορισμένη. Καμία σχέση με το Σήμερα, που   αποθηκεύουμε ψηφιακό ήχο μεγάλης διάρκειας σε συσκευές μικρού μεγέθους.        Με εφαρμογή του Ηλεκτρισμού, είχαμε την  εξέλιξη του Γραμμοφώνου σε  Ηλεκτρόφωνο,  ή «πικάπ», που   συνδυαζόταν με το ραδιόφωνο.      Κάποιες ταβέρνες διέθεταν τέτοιες συσκευές, που λειτουργούσαν με μπαταρία και  συνόδευαν  την οινοποσία των πελατών τους με μουσική.

Η φωτογραφική μηχανή, που ήδη ήταν σε χρήση, λειτουργούσε χωρίς τη βοήθεια του ηλεκτρισμού.  Τη Δεκαετία του '50 ήταν ήδη γνωστός στο Μαντούδι και  ο Κινηματογράφος, που είναι η  εξέλιξη της φωτογραφικής μηχανής  και λειτουργούσε αποτελεσματικά με τη βοήθεια του ηλεκτρισμού.  Ο κινηματογράφος φωτογραφίζει  την κίνηση με πολλές διαδοχικές φωτογραφίσεις ενός κινουμένου σώματος. Οι διαδοχικές φωτογραφίες αποτυπώνονται σε διαφανές φιλμ και προβάλλονται σε οθόνη και έτσι δίνεται η εντύπωση, ότι η κίνηση επαναλαμβάνεται. Κατά καιρούς, γίνονταν προβολές κινηματογραφικών 'φιλμ', σε κλειστούς ή ανοιχτούς χώρους με τη βοήθεια μιας γεννήτριας ρεύματος, που λειτουργούσε με βενζινομηχανή. Το Μαντούδι συνδέεται και με ένα σημαντικό γεγονός της Ελληνικής Κινηματογραφικής Ιστορίας, γιατί ήταν ο τόπος, που κινηματογραφήθηκε η πρώτη Ελληνική ομιλούσα ταινία.  Η πρώτη κινηματογραφική εκδοχή του  έργου, ο «Αγαπητικός της βοσκοπούλας» γυρίστηκε στο Μαντούδι, το 1932.  Ο απόηχος από το γεγονός αυτό ήταν ακόμα έντονος την Δεκ '50. Ακούγαμε από τις μανάδες μας, που ήταν νεαρές κοπέλες, όταν έγινε το γύρισμα,  σχετικές ιστορίες      και για τη συμμετοχή αρκετών Μαντουδιανών στην ταινία. Ένας από τους πιο γνωστούς ηθοποιούς της ταινίας ήταν ο νέος, Τότε, Μάνος Κατράκης.  

Μια άλλη εφαρμογή του ηλεκτρισμού, που  είχε κάνει την εμφάνισή της, ήταν αυτή της ενίσχυσης του ήχου.  Τη χρησιμοποιούσαν μουσικοί και τραγουδιστές και όσοι ήθελαν να μιλήσουν και να ακουστεί, δυνατότερα, η φωνή τους.  Το σύστημα της ενίσχυσης περιλαμβάνει το μικρόφωνο, που συλλαμβάνει τον ήχο και τον μετατρέπει σε ηλεκτρικά σήματα, τον ενισχυτή, που δυναμώνει τα σήματα αυτά και το μεγάφωνο, που μετατρέπει τα ηλεκτρικά σήματα πάλι σε ήχο, αλλά δυνατότερο. Μια μπαταρία έδινε το απαιτούμενο ηλεκτρικό ρεύμα.

Σε χώρο, στη δυτική  πλευρά του Δημοτικού Σχολείου, υπήρχε ένας σωρός από ειδικούς μεταλλικούς σωλήνες. Πολλές φορές, παίζαμε, σκαρφαλώνοντας στο σωρό, αλλά δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε,  σε τι χρησίμευαν οι σωλήνες αυτοί. Το μυστήριο λύθηκε, όταν είδαμε σειρές εργατών με αξίνες και φτυάρια, να ανοίγουν ένα στενόμακρο χαντάκι, ξεκινώντας από το σημείο, που εγκαταστάθηκαν οι πρώτες βρύσες νερού, δίπλα στο κύριο πηγάδι ύδρευσης.  Το χαντάκι ακολουθούσε την οδό Μενελάου,  πέρναγε από την ανατολική πλευρά του σχολείου, συνέχιζε στις οδούς Μιλτιάδου και Μπουμπουλίνας και κατέληγε στο Εικονοστάσι του Αγ. Σπυρίδωνα,  λίγο πιο πάνω από τη συμβολή των οδών Σόλωνος και Μεταλλωρύχων. 

Η πρώτη επέκταση του δικτύου ύδρευσης ήταν γεγονός. Οι σωλήνες τοποθετήθηκαν στο χαντάκι και συναρμολογήθηκαν η μία κατόπιν της άλλης. Στα σημεία συνένωσης,  τεχνίτες βάζανε ένα είδος κορδονιού από ειδική λάσπη και σε μια οπή, στην άνω πλευρά, έριχναν λιωμένο καλάι (κασσίτερο). Με την πήξη, το καλάι εξασφάλιζε συγκόλληση και στεγανοποίηση. Ανά διαστήματα,  λεπτοί σωλήνες  συνδέονταν με το δίκτυο, και μετέφεραν το νερό σε  στρόφιγγες, τοποθετημένες σε χαμηλές τσιμεντένιες στήλες. Τα χαντάκια καλύφθηκαν με χώμα και οι πρώτες υπαίθριες βρύσες, στους δρόμους του χωριού, εμφανίστηκαν, συντομεύοντας το κουβάλημα  της βαριάς στάμνας και του κουβά.   

 Η  κατασκευή και βελτίωση των δρόμων  μαζί με την παροχή ενέργειας και την ανάπτυξη μέσων επικοινωνίας, τα δίκτυα, όπως λέμε, Σήμερα, είναι  βασικές υποδομές για την τεχνολογική πρόοδο.  Το οδικό δίκτυο του χωριού, με εξαίρεση κάποιους κεντρικούς δρόμους, ήταν αθλιότατο.  Τη δεκαετία του '50, έχουμε την πρώτη βελτίωση δρόμου, με βάση τις νεώτερες εξελίξεις, δηλαδή την επίστρωση του δρόμου με ένα μίγμα ασφάλτου, και λεπτού χαλικιού.  Η άσφαλτος  είναι παραπροϊόν της επεξεργασίας του πετρελαίου, παράγεται σε μεγάλες ποσότητες και κυριαρχεί στους δρόμους όλου του Πλανήτη.   Η σημερινή κεντρική οδός Σόλωνος, από τη διασταύρωση με την οδό Μεταλλωρύχων μέχρι την οδό Π. Μελά, ήταν  η πρώτη, που ασφαλτοστρώθηκε. Αρχικά, έγινε εκσκαφή και στρώθηκε με χοντρό χαλίκι.  Ένα εντυπωσιακό «θηρίο» της Εποχής ανέλαβε να πιέσει και να στρώσει το χαλίκι. Ήταν ένας ατμοκινούμενος οδοστρωτήρας  με τους μεγάλους βαριούς, σιδερένιους τροχούς.  Είχε ένα κυλινδρικό καζάνι  με νερό, που ζεσταινόταν με καύση ξύλων. Η δύναμη του ατμού, που παραγόταν, έδινε την κίνηση στον οδοστρωτήρα, τον κύλινδρο, όπως τον έλεγαν.  Μετά το στρώσιμο των χαλικιών, ακολουθούσε η άσφαλτος.    Σε ένα ειδικό, φορητό καζάνι θέρμαιναν την άσφαλτο, για να είναι πιο ρευστή και την άπλωναν στο δρόμο. Πάνω από την άσφαλτο έριχναν λεπτό χαλίκι και ερχόταν πάλι ο οδοστρωτήρας, για να συμπιέσει  την επίστρωση.  

ΑΤΜΟΚΙΝΟΥΜΕΝΟΣ ΟΔΟΣΤΡΩΤΗΡΑΣ

 

Μέχρι τότε, οι δρόμοι ήταν συγχρόνως και αγωγοί των νερών της βροχής. Τη Εποχή εκείνη, ξεκίνησε και η πρώτη κατασκευή υπόγειου αγωγού, απομάκρυνσης των νερών.  Στη σημερινή οδό Αχιλλέως και στο τμήμα μεταξύ Σόλωνος και Αθανασίου Διάκου, έσκαψαν ένα βαθύ χαντάκι και τοποθέτησαν ενωμένα «κιούγκια», δηλαδή μεγάλους τσιμεντένιους κυλινδρικούς σωλήνες και διαμόρφωσαν τον αγωγό. Ξανάφτιαξαν τον δρόμο και τοποθέτησαν   μια σχάρα, μέσω της οποίας, τα νερά διοχετεύονταν στον αγωγό και από εκεί στο αρδευτικό αυλάκι. 

Ένα άλλο «θηρίο» της Εποχής ήταν η «φαγάνα».  Ένας εκσκαφέας με συρόμενο κάδο (dragline) είχε αναλάβει την εκσκαφή αποστραγγιστικού καναλιού (σούδα). Μετά το  τέλος της δοκιμαστικής καλλιέργειας ρυζιού, στον υγρότοπο της περιοχής της Δάφνης, ακολούθησε η εκβάθυνση   του αποστραγγιστικού καναλιού, κατά μήκος, σχεδόν, όλης της Ανατολικής και Βόρειας πλευράς του κάμπου. Μουγκρίζοντας, το μηχάνημα άπλωνε το σιδερένιο κουβά μέσα στο νερό, τον γέμιζε με λάσπη  και τον άδειαζε σε σωρό, δίπλα.  Το σκάψιμο βάθαινε το κανάλι, αλλά προκαλούσε μια προσωρινή διαταραχή στις χελώνες, τους βατράχους και τα άλλα ζωύφια, που ζούσαν εκεί.    Παρόμοια μηχανήματα, κυρίως, φορτωτές και προωθητές (μπουλντόζες), προερχόμενα, τις περισσότερες φορές, από τη μεταλλευτική εταιρεία, έκαναν κάποιες εμφανίσεις σε έργα βελτίωσης, στο χωριό.

Σημαντική εφαρμογή των μηχανών παραγωγής κίνησης  ήταν στα μέσα μεταφοράς.  Η ατμομηχανή εφαρμόστηκε, με επιτυχία, στην κίνηση των πλοίων και  στο χερσαίο σιδηρόδρομο.  Η εφαρμογή των ατμομηχανών σε μικρά οχήματα, τα  αυτοκίνητα, όπως είναι γνωστά σήμερα, δεν ήταν επιτυχής και εγκαταλείφθηκε, σύντομα. Από τα τέλη όμως του 19ου αιώνα, άρχισε να χρησιμοποιείται μηχανή εσωτερικής καύσης για την προώθηση μικρών οχημάτων και έτσι δημιουργήθηκε το αυτοκίνητο όχημα ή απλώς Αυτοκίνητο.  

 Από τότε, το Αυτοκίνητο βελτιώνεται τεχνολογικά, συνεχώς και  κυριαρχεί, πλέον, στη ζωή του ανθρώπου. Οι ΜΕΚ συνετέλεσαν,  επίσης, στην ανάπτυξη του Αεροπλάνου και τις εναέριες μεταφορές.   Τη δεκαετία του '50, το Αυτοκίνητο, κινούμενο με ΜΕΚ, είχε  ζωή σχεδόν 70 χρόνων και είχε σημαντική παρουσία και στην Ελληνική επαρχία, πράγμα, που είχε δώσει ώθηση στις μεταφορές και τις συγκοινωνίες, αν και το οδικό δίκτυο ήταν σε άθλια κατάσταση και δεν επέτρεπε την άνετη κίνηση των αυτοκινήτων. Για το Μαντούδι, που δεν ήταν λιμάνι και ήταν μακριά από σιδηροδρομικό δίκτυο, ενδιαφέρον είχαν τα  αυτοκίνητα, που μπορούσαν να κινηθούν σε ένα στοιχειώδη δρόμο. Τα περισσότερα αυτοκίνητα είχαν βενζινοκίνητη μηχανή, μέχρι Τότε. Είχε αρχίσει, όμως, η χρήση πετρελαιοκινήτων μηχανών ιδιαίτερα σε μεγάλα αυτοκίνητα και μηχανήματα. Σε αντίθεση με αυτό, που συμβαίνει Σήμερα, στο Μαντούδι, κανένας δεν είχε  μικρό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως είτε φορτηγό, είτε επιβατικό.  Υπήρχαν ελάχιστα, μικρά, επιβατικά «αγοραία», δηλαδή ταξί, όπως λέμε σήμερα, τα οποία, επί πληρωμή, μπορούσε να χρησιμοποιήσει κάποιος, για να μεταφερθεί. Τα αγοραία είχαν την «πιάτσα» τους, δίπλα από την μικρή εκκλησία της Αγίας τριάδας και περίμεναν τους πελάτες. Τα περισσότερα ήταν μοντέρνα, για την Εποχή και είχαν το λεγόμενο αεροδυναμικό σχήμα, δηλαδή σχήμα, που περιόριζε την αντίσταση του αέρα, κατά την κίνηση τους. Ένα από τα ταξί ήταν παλιό και είχε το κλασσικό σχήμα των πρώτων αυτοκινήτων, όπως τα βλέπουμε σε ταινίες του παρελθόντος. Η καμπίνα του οδηγού και των επιβατών  είχε σχεδόν παραλληλεπίπεδο σχήμα, με  πλαϊνά   μικρά σκαλοπάτια.  Τα παράθυρα ήταν  μικρά ορθογώνια και το «παρμπρίζ»  με χώρισμα στη μέση.  Μπροστά,  η μακρόστενη μούρη με τη μηχανή και το  στενό καπό με πλαϊνά ανοίγματα. Τους  στενούς  τροχούς κάλυπταν «φτερά»,  πάνω στα οποία ήταν τοποθετημένα τα φανάρια.   Τακτικά, βλέπαμε μικρά ιδιωτικά, επιβατικά αυτοκίνητα, που τα λέγαμε κούρσες, διαφόρων επισκεπτών. Ιδιαίτερα, «χαζεύαμε»  τα  μεγάλα, ανοικτά (γκαμπριολέ) αυτοκίνητα,   που εμφανίζονταν κάποιες φορές.  Τα αργοκίνητα φορτηγά αυτοκίνητα ήταν αυτά,  που βλέπαμε περισσότερο, να κυκλοφορούν στους κακοτράχαλους δρόμους  του χωριού,  πολύ μικρότερα σε μέγεθος από τα σημερινά  με πολύ μικρότερη  δυνατότητά της μεταφοράς φορτίου.    Είχαν το κλασσικό σχήμα με την μούρη και τη μηχανή μπροστά, το κουβούκλιο με τον οδηγό και θέση για δύο το πολύ συνεπιβάτες και την καρότσα, στην οποία έμπαιναν τα προς μεταφορά αντικείμενα. Καθημερινά, διασχίζανε τον κεντρικό δρόμο  τα μπλε ιδιωτικά φορτηγά των μεταλλευτικών εταιρειών, που κουβαλούσαν μετάλλευμα και  ήταν ανατρεπόμενα. Σχεδόν, όλα ήταν διαξονικά με διπλούς τροχούς στον πίσω κινητήριο άξονα.  Λίγα φορτηγά ανήκαν σε ιδιώτες και ήταν δημόσιας χρήσης. Ανελάμβαναν, δηλαδή, επί πληρωμή, τη μεταφορά  υλικών και αντικειμένων. 

Συχνά, όμως, μετέφεραν και ανθρώπους στις καρότσες τους.  Κάποιες φορές, όταν κινούνταν με χαμηλές ταχύτητες και για μικρές διαδρομές,  βλέπαμε ανθρώπους, να πατάνε στο εξωτερικό σκαλοπάτι του κουβουκλίου και να «κρέμονται» από τις πόρτες. Ένα ή δύο από αυτά ήταν  GMC (τζεμς), που, με την εντυπωσιακή τους εμφάνιση, τράβαγαν την προσοχή μας. Είχαν  τρείς  κινητήριους άξονες και  συνολικά δέκα τροχούς. Ήταν Αμερικάνικα στρατιωτικά αυτοκίνητα,  που  χρησιμοποιούσε και ο Ελληνικός Στρατός και κάποια από αυτά είχαν  αγοράσει και   ιδιώτες εκείνης της Εποχής.   Βλέπαμε ακόμα και μικρά φορτηγά, που είχαν το τιμόνι δεξιά, δηλαδή, προέρχονταν από την Αγγλία,  όπου τα αυτοκίνητα κυκλοφορούν στο αριστερό μέρος των δρόμων.


ΕΠΙΒΑΤΙΚΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ ΕΠΟΧΗΣ

    
ΦΟΡΤΗΓΟ DODGE

              

ΦΟΡΤΗΓΟ GMC (ΤΖΕΜΣ)




 Η πιθανότητα να μπούμε εμείς οι πιτσιρικάδες σε «κούρσα» ήταν μηδαμινή, ενώ κάποιες φορές μπαίναμε σε καρότσες φορτηγών. Περισσότερο  ενδιαφέρον είχαν τα μεγάλα επιβατικά  αυτοκίνητα, τα λεωφορεία, που εκτελούσαν τακτική συγκοινωνία στον οδικό άξονα  Χαλκίδας – Ιστιαίας και λίγο-πολύ  όλοι  είχαμε την  εμπειρία ενός μικρού ταξιδιού,  είτε σε κοντινό χωριό, είτε στη Χαλκίδα.  Το Μαντούδι, ως κεφαλοχώρι και κτισμένο δίπλα στον οδικό άξονα, είχε από τότε, τακτική συγκοινωνία.  

Ο δρόμος ήταν τρισάθλιος και μόνον το  τμήμα Χαλκίδα – Ψαχνά ήταν ασφαλτοστρωμένο. Στη δεξιά πλευρά του δρόμου για αυτούς, που έρχονταν από τη Χαλκίδα, υπήρχαν οι κομψές   χαμηλές πέτρινες κολώνες, οι χιλιομετροδείκτες, με χαραγμένο τον αριθμό των χιλιομέτρων της απόστασης από  τη Χαλκίδα. Από τότε,  ο δρόμος έχει υποστεί αρκετές βελτιώσεις, αλλά η βασική χάραξη είναι ίδια. Τα λεωφορεία ανήκαν σε ιδιώτες, που  είχαν συνεταιριστεί.  Οι συνεταιρισμοί ήταν τα γνωστά και σήμερα  ΚΤΕΛ (Κοινό Ταμείο Εισπράξεων Λεωφορείων) και ήταν αριθμημένα ανά νομό.  Το ΚΤΕΛ της Εύβοιας ήταν το 9ο. Τα λεωφορεία της Εποχής είχαν το κλασσικό σχήμα με τη μούρη μπροστά και το μισό, σχεδόν, μέγεθος από τα σημερινά, έχοντας δυνατότητα μεταφοράς περίπου 25 επιβατών. Το εξωτερικό χρώμα ήταν κοινό για όλα. Αρχικά, το τμήμα  από τα παράθυρα και πάνω ήταν μαύρο και το υπόλοιπο σώμα γκρι. Εκείνη την Εποχή, το εξωτερικό χρώμα άλλαξε και τα λεωφορεία της επαρχίας, τα υπεραστικά, απέκτησαν σκούρο και ανοιχτό πράσινο χρώμα, το οποίο με κάποιες διαφοροποιήσεις, διατηρούν και σήμερα.  Για τις αποσκευές και δέματα  υπήρχε, στην πίσω πλευρά, μια μικρή σχάρα και μια μεγάλη σχάρα, στην οροφή. Η άνοδος στην οροφή γινόταν με μια ενσωματωμένη στενή σκάλα, επίσης, στην πίσω πλευρά του λεωφορείου.  Εσωτερικά, υπήρχαν διπλά καθίσματα με χαμηλή πλάτη, σε  δυο σειρές.   Τα πλαϊνά παράθυρα ήταν μικρά  και  ανεβοκατέβαιναν με τα χέρια. Τα παράθυρα καλύπτονταν με κουρτίνες, που στερεώνονταν σε, ενσωματωμένες στο αμάξωμα, ράβδους.  Ο γνωστός, Σήμερα, κλιματισμός δεν υπήρχε και οι επιβάτες, το χειμώνα, κρύωναν και το καλοκαίρι ζεσταινόντουσαν.  Ψηλά στα πλαϊνά, υπήρχαν οι επιγραφές «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΠΤΥΕΙΝ» και πίσω από το κάθισμα του οδηγού το «ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ».   Η πλαϊνή επιγραφή προσπαθούσε να αποτρέψει τη συνήθεια των ανδρών, κυρίως, να φτύνουν ανεξέλεγκτα, αλλά δεν υπήρχε απαγόρευση για το κάπνισμα.  Στο χώρο,  δυτικά της κύριας πλατείας, δηλαδή στην αρχή της Σημερινής οδού Αθανασίου Διάκου, που Τότε ήταν μεγαλύτερος,  κατέφθαναν τα λεωφορεία, έκαναν   τις σχετικές μανούβρες και στάθμευαν για την επιβίβαση - αποβίβαση.  Πάνω από το διπλό παρμπρίζ, όλα είχαν την επιγραφή, με μεγάλα γράμματα, «9ο ΚΤΕΛ ΕΥΒΟΙΑΣ»  και κάτω, στη δεξιά πλευρά του παρμπρίζ, μια μαύρη πινακίδα, στην οποία  ήταν γραμμένος με κιμωλία ο τελικός προορισμός. (Χαλκίδα, Λίμνη, Ξηροχώρι (Ιστιαία), Αιδηψός).    Η άφιξη ενός λεωφορείου αποτελούσε θέαμα.   Άνθρωποι, ντυμένοι με «καλά» ρούχα, ανέβαιναν και κατέβαιναν, με άτακτο τρόπο.    Ο οδηγός ήταν, μάλλον, σιωπηρός και τον πρώτο λόγο είχε ο βοηθός του, ο εισπράκτορας. Άνοιγε και έκλεινε τις πόρτες, ανέβαινε στην οροφή, ξεφόρτωνε και φόρτωνε τις βαλίτσες, τα ταγάρια, τους μπόγους και τα καλάθια, με το ραμμένο πανί.  Όταν άρχιζε το ταξίδι, ο εισπράκτορας, δίκην επιλοχία, συνήθως, αγενής και προσβλητικός, επιτηρούσε και παρατηρούσε τους επιβάτες.  Τους αντιμετώπιζε με καχυποψία   και τους θεωρούσε πιθανούς λαθρεπιβάτες.  Εισέπραττε τα ανάλογα ναύλα από κάθε επιβάτη,   κόβοντας μικρά, τυπωμένα χαρτάκια, τα εισιτήρια και επέβλεπε, γενικώς, τη συμπεριφορά των επιβατών.  Οι επιβάτες, αλλά και ο εισπράκτορας, έπρεπε, να  υποστούν τον επί πλέον έλεγχο  του «ανωτέρου», του «ελεγκτή». Ο ελεγκτής,  υπεροπτικός, δίκην ανωτέρου αξιωματικού, έμπαινε στα λεωφορεία, που κυκλοφορούσαν στην περιοχή και έκανε λεπτομερή έλεγχο στα εισιτήρια  των εικοσιπέντε, το πολύ, επιβατών, μην τυχόν κάποιος  είχε «ξεφύγει».   Για μας τους πιτσιρικάδες, το ταξίδι με το λεωφορείο, είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αν ταξίδευε κάποιος δικός μας προς  Χαλκίδα ή Αθήνα, «μέσα», όπως λέγανε, ήταν πολύ πιθανό, να μας φέρει λιχουδιές, γεμιστές καραμέλες, σοκολάτες, μπισκότα  και άσπρα κουλούρια με σουσάμι, δεμένα με σπάγκο. Αν τύχαινε, να ταξιδέψουμε οι ίδιοι,  η  «καβάλα», που «τρώγαμε» με το λεωφορείο, ήταν μια μαγεία και εντυπωσιαζόμασταν από τη γρήγορη «κίνηση» των δένδρων και των σπιτιών, προς τα πίσω. Έντονη είναι η θύμηση  της διέλευσης από τη στενή γέφυρα της Σκυλόγιαννης (Σημερινής Κηρίνθου), πάνω από το ποτάμι Νηλέα, που υπάρχει, ακόμα.  Το πλάτος της γέφυρας ήταν, ελάχιστα, μεγαλύτερο από το πλάτος του λεωφορείου και τα πλαϊνά κάγκελα έφθαναν μέχρι τα παράθυρα. Η διέλευση γινόταν, προσεκτικά, με πολύ μικρή ταχύτητα και  φαινόταν, σαν να πετάμε πάνω από το ποτάμι, που έρρεε, από κάτω.  Όσοι είχαν την «τύχη» να ταξιδέψουν μέχρι τη Χαλκίδα, απολάμβαναν «καβάλα» περίπου τριών ωρών. Η κατάσταση του δρόμου επέτρεπε μόνο ταχύτητες «χελώνας»! 

Η μεγάλη διάρκεια του ταξιδιού απαιτούσε και ολιγόλεπτη στάση, για υπαίθρια σωματική ανακούφιση και συμπλήρωμα θερμίδων με κάποιο σουβλάκι.  Η στάση γινόταν στη σημερινή τοποθεσία Δροσιά, που τότε είχε το μακάβριο όνομα «Πεθαμένος».  Το κάπνισμα στο λεωφορείο  δεν απαγορευόταν και το ταξίδι με λεωφορείο είχε συνδυαστεί, έντονα, με την οσμή του καπνού.  Ιδιαίτερα το χειμώνα, το λεωφορείο «ντουμάνιαζε» και  αναγκαστικά εισπνέαμε αρκετό καπνό από τα τσιγάρα. Πολύ σπάνια, κάνανε εμφάνιση και τουριστικά λεωφορεία, που ήταν πολυτελούς κατασκευής και τα λέγανε 'πούλμαν'.  Μια φορά  ήρθε ένα 'κονβόι' λεωφορείων, που μετέφερε Γάλλους τουρίστες. Εντύπωση έκανε, τόσο η εμφάνιση των λεωφορείων, όσο και το ότι μετέφεραν Γάλλους. Μέχρι τότε, ξέραμε τα πτηνά γάλους και τότε μάθαμε, ότι υπάρχουν και άνθρωποι Γάλλοι.

ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΤΗΣ ΔΕΚ50


                     



   Η κίνηση των αυτοκινήτων, αλλά και τυχόν εργασίες επισκευής και συντήρησης, που γίνονταν στο ύπαιθρο, αφού δεν υπήρχαν οργανωμένα συνεργεία, προκαλούσαν  το ενδιαφέρον μικρών και μεγάλων.  ΟΙ ίδιοι οι οδηγοί, που τους αποκαλούσαν και «σωφέρ» έκαναν τις βασικές εργασίες συντήρησης.   Τακτικά κάνανε «γρασάρισμα». Με ένα ειδικό εργαλείο, τον «γρασαδόρο» διοχέτευαν με πίεση γράσο σε αντίστοιχους υποδοχείς του αυτοκινήτου.   Τα αυτοκίνητα της Εποχής είχαν μια ειδική υποδοχή για την άγνωστη, Σήμερα,  μανιβέλα, που ήταν το εργαλείο (μοχλός),  με το οποίο έθετε κάποιος σε κίνηση τον κινητήρα, με το χέρι. 

Τα πρώτα αυτοκίνητα έπαιρναν «μπρος» μόνο με το χέρι και η μανιβέλα ήταν απαραίτητη. Τα αυτοκίνητα είχαν ήδη μίζα και μπαταρία για την εκκίνηση, αλλά όλα διέθεταν  και τη μανιβέλα  σαν εναλλακτική λύση,  σε περίπτωση, που η μίζα ή η μπαταρία δεν λειτουργούσαν.  Απαραίτητα ήταν τα εργαλεία επισκευής των ελαστικών με τους μοχλούς  και τη  χειροκίνητη τρόμπα. Τα λάστιχα είχαν εσωτερική σαμπρέλα, που πολλές φορές τρύπαγε. Οι οδηγοί  ήταν αναγκασμένοι οι  ίδιοι   να επισκευάζουν  και να φουσκώνουν τους τροχούς.      Από αυτά, που ακούγαμε,  μαθαίναμε και την  πρώτη ορολογία   του αυτοκινήτου, τιμόνι, μηχανή, ταχύτητες, 'σασμάν', 'διαφορικό', 'καρμπυρατέρ', 'αμπραγιάζ', 'λάστιχο', 'σαμπρέλα' κλπ.  αν  και δεν καταλαβαίναμε, τι ακριβώς αντιπροσώπευε κάθε όρος και δεν μπορούσαμε να κατανοήσουμε τη σύγχρονη χρήση βενζίνης και νερού στις μηχανές. Η όχθη του ποταμιού, λειτουργούσε και σαν πλυντήριο αυτοκινήτων.

 Το αστείο ήταν, ότι αρκετές φορές τα αυτοκίνητα έμπαιναν  στην αμμουδερή όχθη και  μετά, όταν επιχειρούσαν να φύγουν, οι κινητήριοι τροχοί χώνονταν στην  άμμο και το αυτοκίνητο δεν μπορούσε να κινηθεί. Μοναδική λύση ήταν, να έρθει το μοναδικό τρακτέρ του Συνεταιρισμού, και, επί πληρωμή, να τα τραβήξει σε ασφαλές σημείο.  Όλα τα αυτοκίνητα ήταν «στολισμένα» με σκόνη ή λάσπη, ανάλογα με την εποχή. Ο ερχομός ενός αυτοκινήτου από τη νότια πλευρά, ιδιαίτερα, το καλοκαίρι «αναγγελλόταν» με ένα σύννεφο σκόνης, που το συνόδευε και ήταν ορατό από το μεγαλύτερο μέρος του χωριού.

 Ελάχιστα μηχανοκίνητα   δίκυκλα, ιδιοκτησίας Μαντουδιανών, κυκλοφορούσαν. Μια μοτοσυκλέτα στην αρχή και μετά ακλούθησαν και κάποια μοτοποδήλατα (μοτοσακό).  Διάφοροι επισκέπτες και έμποροι  ερχόντουσαν σε δίκυκλες και τρίκυκλες μοτοσυκλέτες.   Μια ιδιόμορφη μοτοσυκλέτα, που βλέπαμε, τότε,  στους δρόμους ήταν αυτή με το πλαϊνό καλάθι. (side car).   Ήταν, δηλαδή, μια δίκυκλη μοτοσυκλέτα, στην οποία προσαρμοζόταν παράλληλα ένα πλαίσιο με μια ακόμα ρόδα. Στο πλαίσιο προσαρμοζόταν μια    απλή καρότσα για μεταφορά αντικειμένων ή  μια κατασκευή με  κάθισμα, για να μεταφέρεται ένας επιβάτης. Τα δίκυκλα, που κυκλοφορούσαν  περισσότερο στο Μαντούδι, ήταν τα ποδήλατα.

 Η διαμόρφωση του εδάφους και η κατάσταση των δρόμων δεν διευκόλυναν την κυκλοφορία των ποδηλάτων, αλλά ήταν  αρκετοί εκείνοι, που διέθεταν τα κουραστικά βαριά ποδήλατα της Εποχής, που δεν είχαν βοηθητικά γρανάζια. Χρησιμοποιούσαν και ειδικά 'κλιπς', για να στερεώνουν τα μπατζάκια των φαρδιών παντελονιών, ώστε να μη μπερδεύονται με τα 'πεντάλ' και την καδένα.

Σε ότι αφορά τα άλλα μεταφορικά μέσα  μόνο για τα μικρά, σχετικά, φορτηγά πλοία, που ερχόντουσαν στο Κυμάσι για φόρτωση μεταλλεύματος, είχαμε εμπειρία.  Επιβατικά  πλοία  δεν προσέγγιζαν στο Κυμάσι, αλλά η Λίμνη, που ήταν το πλησιέστερο παραλιακό μεγαλοχώρι, είχε ακτοπλοϊκή σύνδεση. Όποιος τύχαινε να πάει στη Λίμνη, μπορούσε να δει τον «Κύκνο» το μικρό επιβατικό πλοίο, που έκανε τότε δρομολόγια. Το τραίνο ήταν στη σφαίρα της φαντασίας  και μπορούσαν να το δουν, όσοι  «είχαν την τύχη» να ταξιδεύσουν  μέχρι τη Χαλκίδα.  Το Αεροπλάνο ήταν το άλλο μέσο, που  κέντριζε την φαντασία.  Ψηλά στον ουρανό, βλέπαμε να περνάνε αεροπλάνα, που φαίνονταν «μικρά», λόγω της απόστασης, και προκαλούσαν απορίες τόσο για το μέγεθός τους, όσο και την δυνατότητα τους να πετάνε, αν και μεταλλικά, χωρίς να πέφτουν.

                                

                   ΠΟΛΙΤΙΚΗ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

 Έθνος  είναι ένα σύνολο ανθρώπων με κοινή βιολογική και γεωγραφική καταγωγή, επί πλέον,  κοινή γλώσσα, θρησκεία, έθιμα και γενικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Με την πάροδο του χρόνου και τις συνεχείς μίξεις και μετακινήσεις των ανθρώπων, καθώς και με τις επικυριαρχίες λαών  σε άλλους λαούς, τα βιολογικά χαρακτηριστικά αμβλύνονται και η γεωγραφική καταγωγή γίνεται περισσότερο ασαφής. Δεν είναι σπάνιο  το φαινόμενο, διαφορετικοί λαοί να διεκδικούν την ίδια «πατρώα Γη». Στη  γεωγραφική  περιοχή της Ελλάδας το φαινόμενο είναι έντονο με αποτέλεσμα τις συνεχείς διενέξεις γειτονικών λαών.  Έτσι, ένα έθνος ορίζεται περισσότερο από τα υπόλοιπα  πολιτιστικά του χαρακτηριστικά.    Κράτος είναι μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή με ενιαία εξουσία, στην οποία,  υπακούουν εκόντες, άκοντες,  όσοι άνθρωποι διαμένουν μονίμως στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Γίνονται, δηλαδή, υπήκοοι. Σήμερα, επικρατεί ο όρος πολίτης, που ακούγεται καλύτερος, αλλά η ουσία δεν διαφέρει. Θεωρητικά οι πολίτες ενός κράτους έχουν ίσα δικαιώματα, αλλά η ισότητα είναι ακόμα ζητούμενο.     Το κράτος είναι περισσότερο αποτέλεσμα βίας και συνθηκών, παρά ελεύθερης βούλησης των ανθρώπων. Η θέση και η έκτασή του δεν παραμένουν σταθερές.  Κατά το παρελθόν, ισχυροί λαοί κυριάρχησαν σε άλλους λαούς, επιβάλλοντας τη δική τους εξουσία. Η  αποικιοκρατία και η δημιουργία  αυτοκρατορικών κρατών είναι συνηθισμένο φαινόμενο στην Ιστορία.  

Ακολούθησε η προσπάθεια δημιουργίας κρατών, που να αντιστοιχούν σε ένα έθνος.  Σήμερα υπάρχει τάση να ταυτίζεται το έθνος με το κράτος και κάθε «κρατικό» γίνεται και «εθνικό».  Ο  όρος «εθνότητα» χρησιμοποιείται πλέον για να περιγράψει το σύνολο ανθρώπων  με κοινά χαρακτηριστικά. Γίνεται δηλαδή και το έθνος «τεχνητό» όπως και το κράτος. Το φαινόμενο είναι πιο έντονο στην Αμερικάνικη ήπειρο, όπου δημιουργήθηκαν έθνη-κράτη με «εισαγωγή» ανθρώπων, πολιτισμών και γλωσσών, ενώ οι γηγενείς  «εθνότητες» αποτελούν μικρές μειονότητες.  Οι φορείς της εξουσίας ενός κράτους ήταν αποτέλεσμα δυναμικής κυριαρχίας και όχι της θέλησης των υπηκόων – πολιτών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η άσκηση βίας έχει σαν αποτέλεσμα την επικράτηση ενός ανώτατου άρχοντα, ο οποίος καθίσταται η προσωποποίηση  του κράτους. Ο τρόπος άσκησης της εξουσίας σε ένα κράτος, το πολίτευμα δηλαδή, δεν είναι ενιαίος. Η πυραμιδική δομή των κοινωνιών εκφράζεται και στον τρόπο άσκησης της εξουσίας.   Σήμερα,  γίνεται  προσπάθεια,  να εφαρμοστεί η «Δημοκρατία», το σύστημα εξουσίας, που επινοήθηκε στην αρχαία Ελληνική Αθήνα, που ήταν τότε πόλη-κράτος.  

 Δημοκρατία σημαίνει, ότι οι υπήκοοι-πολίτες ενός κράτους «συμμετέχουν»,  με έμμεσο ή άμεσο τρόπο, στην άσκηση της εξουσίας. Πρακτικά αυτό γίνεται με τη παροχή δικαιώματος στους πολίτες να επιλέγουν αυτούς, που θα ασκούν την εξουσία.   Η «Δημοκρατία» εφαρμόζεται τυπικά, αλλά οι κοινωνικές δομές, που δημιουργούνται στα πλαίσια ενός κράτους, εξακολουθούν να βασίζονται στη δυναμική, τις  ανισότητες,  τις ανισοτιμίες και την εφαρμογή  έμμεσης και άμεσης βίας.    Ο ανώτατος άρχοντας παραμένει και στη δημοκρατία, είτε με συμβολικές αρμοδιότητες, είτε με εξουσιοδοτημένες εξουσίες.  Κάθε κράτος, για να διατηρήσει την υπόστασή του και τις δομές του, διαθέτει στρατό και αστυνομία, δηλαδή, ένοπλες οργανώσεις, μέσω των οποίων,   μπορεί σε δεδομένη στιγμή, να ασκήσει την απαιτούμενη βία, έναντι ή εξωτερικών ή εσωτερικών αρνητών της καθορισμένης κυριαρχίας και της τάξης.   

Ένα βασικό συστατικό ενός κράτους είναι η οικονομία, δηλαδή, η εξασφάλιση υλικών αγαθών και υπηρεσιών για τους πολίτες, χωρίς να σημαίνει αυτό και την ισότιμη διανομή τους. Το κράτος έχει ανάγκη  από παραγωγικές διαδικασίες  και το εμπόριο αγαθών.   Εργαλείο της οικονομίας είναι το χρήμα, δηλαδή, το μέσο, που επινοήθηκε, για να διευκολύνει τις συναλλαγές, σε αντικατάσταση του ανταλλακτικού εμπορίου. Αρχικά, τα χρήματα ήταν αντικείμενα, πραγματικής αξίας, πολύτιμα μέταλλα ή άλλα, που ανταλλάσσονταν με διάφορα αγαθά.  Σήμερα, τα κράτη εκδίδουν  νομίσματα, σε μορφή μεταλλικών κερμάτων ή χαρτονομισμάτων, που αντιπροσωπεύουν το χρήμα, χωρίς τα ίδια να έχουν πραγματική αξία. Αρχικά τα νομίσματα αντιπροσώπευαν υλικά με πραγματική αξία π.χ χρυσός, αλλά σταδιακά αυτό έχει χαλαρώσει. 

Σήμερα η  αξία των νομισμάτων, δηλαδή ουσιαστικά η εμπιστοσύνη, που εμπνέουν  και η αποδοχή τους εξαρτάται από την οικονομική ευρωστία του κράτους, που τα εκδίδει, αλλά και άλλους παράγοντες. Πάντοτε υπάρχει μια τάση μείωσης της αξίας ενός νομίσματος, που οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, ένας των οποίων είναι η τάση των ισχυρών, να κυριαρχούν στους αδύνατους.  Το νόμισμα καθίσταται, όχι μόνο μέσο συναλλαγής, αλλά και μέσο κυριαρχίας και δύναμης.  Κάθε κράτος μεριμνά για τη διατήρηση της αξίας του νομίσματός του, αλλά δεν μπορεί, εύκολα, να ελέγξει όλους τους παράγοντες, που καθορίζουν την αξία του.

 Τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου Ελληνικού έθνους είναι αυτά, που διαμορφώθηκαν, την μακρόχρονη περίοδο της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μπορεί ο Ελληνισμός της αρχαιότητας, να αποτελεί την βάση του σύγχρονου Δυτικού Πολιτισμού, αλλά  ο σύγχρονος Ελληνικός Πολιτισμός είναι Ελληνορωμαϊκός Πολιτισμός και έχει διαφοροποιηθεί από τον αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό. Ο Ελληνισμός έγινε Ρωμιοσύνη. Τα χαρακτηριστικά του Ελληνορωμαϊκού Πολιτισμού παρέμειναν αναλλοίωτα και κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Οθωμανών.

 Οι Έλληνες-Ρωμιοί με τη βοήθεια Ευρωπαϊκών δυνάμεων, που επιθυμούσαν και τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κατάφεραν, να αποσπαστούν από τα δεσμά των Οθωμανών και να δημιουργήσουν το νεοελληνικό κράτος σαν συνέχεια, ουσιαστικά, του Βυζαντινού κράτους, που είχε καταλυθεί μερικώς από τους Δυτικοευρωπαίους  και ολικώς από τους Οθωμανούς.  Το Νεοελληνικό κράτος, όμως, αυτό ήταν πάντοτε αδύναμο, κακοδιαχειριζόμενο, με πολλές εσωτερικές αντιπαλότητες και πάντοτε εξαρτώμενο από τα μεγάλα και δυνατά Ευρωπαϊκά κράτη, που συνέβαλαν  στη δημιουργία του και προφανώς οι παρεμβάσεις τους γίνονται με γνώμονα την  εξυπηρέτηση των ιδίων συμφερόντων.

 Οι ίδιες δυνάμεις όρισαν, να υπάρχει βασιλιάς, δηλαδή, μόνιμος, μη Έλληνας, ανώτατος άρχοντας και το Νεοελληνικό κράτος ονομάστηκε «Βασίλειο της Ελλάδας». Η «Δημοκρατία»,  με όλες τις αδυναμίες της εφαρμόστηκε με κάποιες διακοπές και στο Βασίλειο της Ελλάδας. Όμως, υπήρξαν περίοδοι, που ο θεσμός της Βασιλείας αμφισβητήθηκε, καταργήθηκε, ανασυστάθηκε, για να καταργηθεί οριστικά, πριν περίπου 50 χρόνια.

Η Δεκαετία του ’50, βρίσκει την Ελλάδα σε άθλια οικονομική κατάσταση, με πολλά προβλήματα,  έντονο διχασμό και  δυσανάλογα μεγάλες στρατιωτικές δαπάνες.  Την προηγούμενη δεκαετία, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του Πλανήτη, η Ελλάδα είχε υποστεί τις συνέπειες του παρανοϊκού και καταστρεπτικού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε, αλλά τα όμορα κράτη θεωρούνταν εχθρικά. Επί πλέον, ο Παγκόσμιος πόλεμος  προκάλεσε  έντονες εσωτερικές διαμάχες, που κατέληξαν σε θλιβερό και καταστρεπτικό εμφύλιο πόλεμο, που έγινε με την ισχυρή παρουσία ξένων δυνάμεων. Οι νικητές του εμφυλίου  εδραίωσαν τη θέση τους  και ισχυροποίησαν το πολιτικό σύστημα με ανώτατο άρχοντα τον Βασιλιά και άσκηση της εξουσίας σύμφωνα με αυτά, που προβλέπει το Δημοκρατικό πολίτευμα.  Το «ουαί τοις ηττημένοις», όμως, βρίσκεται σε πλήρη εφαρμογή.  Υπάρχει απηνής δίωξη, όχι μόνο των ηττημένων αντιπάλων, αλλά και κάθε πολίτη, που θα  ήταν πιθανό, να τους συμπαθεί. Η Χωροφυλακή, το αστυνομικό σώμα της υπαίθρου, που θεωρητικά υπάρχει για τη διατήρηση της εσωτερικής τάξης, έχει βασικό πλέον καθήκον, να ελέγχει τις απόψεις και τις πεποιθήσεις των πολιτών.  

Το «Πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων», δηλαδή, η διαβεβαίωση, για τη συμμόρφωση κάποιου πολίτη με την κρατούσα κατάσταση, ήταν απαραίτητο,  για να έχει ένας πολίτης πλήρη δικαιώματα.  Στην υπηρεσία της κρατούσας κατάστασης ήταν και το άλλο «αστυνομικό» σώμα της υπαίθρου  η Αγροφυλακή. Οι αγροφύλακες με τη γκρίζα στολή τους τυπικά είχαν καθήκον να φυλάνε  τα χωράφια από κλοπές και καταστροφές. Σήμερα, οι αγροφύλακες έχουν εκλείψει και η Χωροφυλακή έχει ενσωματωθεί στο ενιαίο  αστυνομικό σώμα. 

Εμείς οι πιτσιρικάδες δεν μπορούσαμε, να κατανοήσουμε, πλήρως, την κατάσταση, αλλά διακρίναμε  την προσπάθεια συμμόρφωσης και τον γενικό φόβο των μεγάλων προς τους χωροφύλακες. Στο Μαντούδι, όπως και σε κάθε μικρομεσαίο χωριό, είχε την έδρα  του ένα σταθμός χωροφυλακής με επικεφαλής έναν αυστηρό και πάντοτε καχύποπτο ενωμοτάρχη. Αντίστοιχη ήταν  η απότομη και απειλητική  συμπεριφορά των βοηθών χωροφυλάκων.  Ο φόβος των μεγάλων πέρναγε και σε μας και η φαιοπράσινη  στολή με τις βασιλικές κορόνες, τα άσπρα κορδόνια στις μασχάλες και τα γαλόνια στους βραχίονες, ήταν κάτι, που πάντοτε προσπαθούσαμε,  να αποφεύγουμε. Ακόμα και Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια και τόσες αλλαγές, υπάρχουν κατάλοιπα από εκείνο τον φόβο. Η λέξη «αντάρτης», που αναφερόταν σε μαχητές των ηττημένων, τους οποίους επίσης αποκαλούσαν περιφρονητικά και «κατσαπλιάδες», ακουγόταν επίσης με φόβο και φάνταζε σε μας, σαν ένα εξωπραγματικό και επικίνδυνο όν, που ζούσε πέρα στα βουνά. Ο όρος αντάρτης αρχικά ήταν θετικός, γιατί αναφερόταν στους μαχητές της Αντίστασης κατά των Γερμανών κατακτητών, αλλά  μετά τον εμφύλιο απέκτησε αρνητική σημασία. 

Οι χωροφύλακες είχαν και ένα «βάρβαρο» για τα σημερινά δεδομένα καθήκον. Ανελάμβαναν να εξολοθρεύσουν τα αδέσποτα σκυλιά. Τα τάιζαν με «φόλες», δηλαδή με κομμάτια ελκυστικής τροφής, που περιείχαν δηλητήριο. Τα άμοιρα σκυλιά πεινασμένα έτρωγαν τις φόλες και ο τερματισμός της ζωής τους ήταν σίγουρος. 

Ο Βασιλιάς  ήταν ο μόνιμος, με κληρονομικό δικαίωμα, ανώτατος άρχοντας.  Η εικόνα του Βασιλιά με τη χρυσοποίκιλτη στολή του μαζί με αυτή της συζύγου του,  της Βασίλισσας,  ήταν κρεμασμένες στο σχολείο και σε κάθε δημόσιο κτίριο.  Κατά τις διάφορες εκκλησιαστικές τελετουργίες, ήταν υποχρεωτικό, να ψάλλεται  η ειδική δέηση, επίκληση στο θεό, το «πολυχρόνιο», για τη μακροημέρευση του Βασιλιά, της Βασίλισσας και του διαδόχου. Φαίνεται, όμως, ότι το «πολυχρόνιο» δεν ήταν ιδιαίτερα «αποτελεσματικό». 'Ολοι οι  βασιλιάδες της νεότερης Ελλάδας εγκατέλειψαν το μάταιο αυτό κόσμο, πριν προλάβουν να γεράσουν. Μόνον ο τελευταίος πλησιάζει τα 80 χρόνια, αλλά αυτός «κατάφερε» σε νεαρή ηλικία, να χάσει τη «δουλειά» του, χωρίς, όμως, να δυστυχήσει. Αν και μη εργαζόμενος έζησε και ζει πλουσιοπάροχα. 

 Την εξουσία ασκούσαν  διάφοροι πολιτικοί, που εκλέγονταν σε υποτιθέμενες «ελεύθερες εκλογές», που, θεωρητικά, εξέφραζαν τη βούληση του λαού. Η προεκλογική διαδικασία προέβλεπε και το σχετικό «πανηγύρι» με τους υποψήφιους  βουλευτές να γυρνάνε τα χωριά, να βγάζουν λόγους και με μεγάλα «θα»  να υπόσχονται ευημερία και προκοπή. Τον τελικό λόγο είχε η κυβέρνηση, που έκανε το τελικό κουμάντο, όσο αυτό της το επέτρεπαν οι «προστάτιδες» δυνάμεις.    Τα ονόματα πολιτικών, που ακούγαμε πιο συχνά ήταν: Παπάγος, Πλαστήρας, Μαρκεζίνης. 

 Ο Παπάγος ήταν  πρώην στρατιωτικός, που είχε ηγηθεί των πολέμων, της προηγούμενης δεκαετίας, και του είχε τιμητικά αποδοθεί ο τίτλος  του στρατάρχη, που προβλέπεται μόνο για μεγαλύτερους του Ελληνικού, στρατούς. Στα καφενεία βλέπαμε να διαβάζουν τις εφημερίδες,  που είχαν φωτογραφίες του Βασιλιά και των πολιτικών. Ειδικά, ο Παπάγος εμφανιζόταν με τη στρατιωτική του στολή, κρατώντας τη στραταρχική ράβδο.   

Για την ανόρθωση της οικονομίας της,  η χώρα στηριζόταν και πάλι σε εξωτερική βοήθεια.  Η νομισματική μονάδα, η Δραχμή,  είχε υποστεί πολλές ταλαιπωρίες, την προηγούμενη δεκαετία, αλλά και πάλι ήταν μια αδύναμη νομισματική μονάδα. Η εμπιστοσύνη στη δραχμή ήταν πολύ μικρή. Αποθεματοποίηση για όσους είχαν την δυνατότητα και οι συναλλαγές αντικειμένων μεγάλης αξίας  γίνονταν σε χρυσές λίρες Αγγλίας. Ακόμα και οι «προίκες» σε ρευστό, που δίνονταν στους  γαμπρούς ήταν σε λίρες.  Στην αρχή της δεκαετίας του ’50, τα κέρματα ήταν ανύπαρκτα και κυκλοφορούσαν μόνο χάρτινα νομίσματα με πολλά μηδενικά. Δηλαδή, η Δραχμή είχε μηδαμινή αξία. Χρειαζόμασταν ένα  χαρτονόμισμα των 100 δραχμών, για να πάρουμε μια απλή καραμέλα.  Ήταν σχετικά εύκολο, να είναι  κάποιος «εκατομμυριούχος», αλλά πολύ δύσκολο, να είναι πλούσιος. Όταν εμείς, οι πιτσιρικάδες, κάναμε κάποιο θέλημα, θεωρούσαμε, αξιοπρεπές φιλοδώρημα, ένα πράσινο πεντακοσάρικο ή ένα καφετί χιλιάρικο.  Τα πράγματα άλλαξαν μια Πρωτοχρονιά, όταν η  κυβέρνηση έκανε νομισματικές αλλαγές και το χιλιάρικο έγινε ένα γυαλιστερό, μεταλλικό κέρμα της μιας δραχμής. Είχε το κεφάλι του Βασιλιά, χαραγμένο στη μια όψη και τον Βασιλικό θυρεό στην άλλη. Άλλα κέρματα ήταν το  πεντάδραχμο, το δίδραχμο, το 50λεπτο και τα ελαφρά αλουμινένια, με την τρύπα στη μέση, πεντάλεπτο, δεκάλεπτο, εικοσάλεπτο (πεντάρα, δεκάρα, εικοσάρα). Τα μεγαλύτερης αξίας χαρτονομίσματα ήταν τα: Δεκάρικο, εικοσάρικο, πενηντάρικο, εκατοστάρικο, πεντακοσάρικο και χιλιάρικο αντίστοιχα 10,20,50,100,500 και 1000 δραχμών. Οι αντίστοιχες αποχρώσεις των χαρτονομισμάτων ήταν πορτοκαλί, μπλε, γκριζοπράσινο, κόκκινο, πράσινο και καφετί. Με την αλλαγή αυτή, ότι αγόραζες πριν με ένα χιλιάρικο, τώρα το αγόραζες με μια δραχμή και οι «εκατομμυριούχοι» εξαφανίστηκαν. Η δραχμή εκείνη διατηρήθηκε ακόμα περίπου 50 χρόνια με την αξία της να μειώνεται συνεχώς, ώσπου αντικαταστάθηκε από το ευρώ, το κοινό Ευρωπαϊκό νόμισμα.

ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΜΙΚΡΗΣ ΑΞΙΑΣ


ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΚΕΡΜΑΤΑ


Ένα φθινοπωρινό απόγευμα, ακούστηκε η είδηση, ότι ο πρωθυπουργός Παπάγος πέθανε. Σε λίγο καιρό, εμφανίστηκαν μικρές αφίσες στις κολώνες του ρεύματος και στους τοίχους με τη φωτογραφία του  Καραμανλή, του νέου προσώπου, που άρχισε να κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό. Την ίδια εποχή, διακρίναμε μια ευχάριστη ανησυχία στις γυναίκες. Ήταν η πρώτη φορά, που οι γυναίκες θα ψηφίζανε στις βουλευτικές εκλογές.

Σε ότι αφορά την τοπική  κατάσταση, το Μαντούδι, όπως και κάθε χωριό, αποτελούσε μια αυτοδιοικούμενη κοινότητα.  Ο επικεφαλής πρόεδρος και το συμβούλιο, που εκλεγόταν από τους δημότες,   θεωρητικά, φρόντιζαν για την εξασφάλιση ανεκτών συνθηκών διαβίωσης,  αξιοποιώντας τις δυνατότητες της Τεχνολογίας.  Οι οικονομικές δυνατότητες όμως, ήταν περιορισμένες. Η καλή σχέση των διευθυνόντων την κοινότητα με την κεντρική εξουσία ήταν απαραίτητη. Σημαντική ήταν και η βοήθεια, που παρείχαν, σε πολλές περιπτώσεις, οι Μεταλλευτικές Εταιρείες.   Η κοινότητα  στεγαζόταν σε ένα απλό,  ενοικιαζόμενο  γραφείο, στη γωνία των σημερινών οδών Σόλωνος και Αχιλλέα. Εκεί είχε το γραφείο του ο εκλεγμένος πρόεδρος και ο     αυστηρός, βλοσυρός, και αγέλαστος μόνιμος υπάλληλος – γραμματέας της κοινότητας. Τον βλέπαμε στο γραφείο, να χρησιμοποιεί  κονδυλοφόρο, πένα, μελάνι και  στυπόχαρτο για να γράφει.  

  Τη Δεκ '50, η κοινότητα  έκανε τις πρώτες προσπάθειες εκσυγχρονισμού με τα πρώτα δημόσια έργα. Την επέκταση του δικτύου ύδρευσης, την ασφαλτόστρωση των δρόμων και την κατασκευή υπόγειου αγωγού νερών βροχής, στους κεντρικούς δρόμους.  Επειδή, όμως,  η οικονομία ήταν αναιμική και η χρηματική συνεισφορά των δημοτών αδύνατη, εφαρμοζόταν ο θεσμός της «αγγαρείας», δηλαδή, της εργασίας χωρίς αμοιβή.   Τα χρησιμοποιούμενα μηχανήματα ήταν ελάχιστα και το μεγαλύτερο μέρος των εργασιών γινόταν με    αξίνες και  φτυάρια. Οι δημότες, αντί για χρήματα, υποχρεώνονταν, να προσφέρουν χειρωνακτική εργασία. Όσοι δεν ήθελαν ή δεν είχαν τη δυνατότητα να εργαστούν οι ίδιοι, πλήρωναν άλλους, που ήταν διαθέσιμοι να εργαστούν.  

  

    

 Με αυτά τα πρώτα έργα ξεκίνησε η ριζική αλλαγή και δικαίως η δεκαετία του ’50, θεωρείται αφετηρία για τον σύγχρονο τρόπο ζωής. 

 

                                                            ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 Ο άνθρωπος αισθάνεται άμεσα την αδυναμία του, βλέποντας το χρόνο να περνά, ακάθεκτος και αδυσώπητος. Τη δεκαετία του ’50, ακολούθησαν, σε παγκόσμιο επίπεδο, ραγδαίες εξελίξεις σε όλους τους τομείς, επιστημονικούς, τεχνολογικούς, κοινωνικούς. Δεν μπορούμε όμως Σήμερα, να πούμε, ότι η ανθρωπότητα έχει βρει το βηματισμό της και το μέλλον εξακολουθεί, να είναι αόριστο. 

 Η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη η εκρηκτική αύξηση  του Παγκόσμιου πληθυσμού των ανθρώπων συνοδευόμενη από διεύρυνση των ανισοτήτων και των αντιθέσεων,  η σημαντική περιβαλλοντική επιβάρυνση, η κατασπατάληση και   ο σταδιακός περιορισμός των μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων, χωρίς να είναι ορατή ακόμα η εναλλακτική λύση, η σπανιότητα ορισμένων κρίσιμων για τη διατήρηση και ανάπτυξη της τεχνολογίας, η απληστία μερίδας των ανθρώπων   και η κατασκευή πολλών όπλων, απίστευτης καταστρεπτικής ικανότητας, δημιουργούν μια κατάσταση, που δεν εμπνέει αισιοδοξία. Απαισιόδοξες απόψεις θεωρούν  αυτοκαταστροφική την πορεία του      ανθρώπινου είδους πάνω στη Γη, που μπορεί να  προκαλέσει ακόμα και την πρόωρη εξαφανισή του.    

  Ιδιαίτερος είναι ο προβληματισμός, που αφορά την παραγωγή ενέργειας, της οποίας οι ανάγκες συνεχώς αυξάνονται.  Οι γαιάνθρακες υπάρχουν ακόμα σε σημαντικές ποσότητες, αλλά η χρήση τους έχει σοβαρές  δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον. Η ατομική ενέργεια (προερχόμενη από σχάση των ατόμων), επίσης, αφήνει, επικίνδυνα και δύσκολα στη διαχείρισή τους, κατάλοιπα.  Η πυρηνική ενέργεια (προερχόμενη από σύντηξη πυρήνων)  θεωρείται πιο «φιλική» στο περιβάλλον, αλλά ακόμα δεν έχει αναπτυχθεί τεχνολογία, με την οποία μπορεί να τιθασευτεί. Τα γνωστά κοιτάσματα  πετρελαίου,    φυσικού  αερίου, που  δίνουν  Σήμερα  το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας, δεν φαίνεται να επαρκούν, για πολύ ακόμα. 

 Οι λεγόμενες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (υδατοπτώσεις, ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά),  δε μπορούν ακόμα, να θεωρηθούν,   αποτελεσματική και οικονομική λύση. Ουσιαστικά, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ορατός τρόπος με τον οποίο θα εξασφαλιστούν στο άμεσο προσεχές μέλλον οι ενεργειακές ανάγκες της ανθρωπότητας. 

Σε τοπικό επίπεδο, οι αλλαγές είναι επίσης εμφανείς.  Σε ότι αφορά το περιβάλλον,  εκτός από τις εδαφικές αλλοιώσεις, οφειλόμενες στην ανθρώπινη παρέμβαση αλλά και σε φυσικά αίτια,  παρατηρούμε εξαφάνιση φυτικών και ζωικών ειδών. Παλαιά, υπήρχαν άφθονοι διάφοροι χρήσιμοι θάμνοι, όπως η λυγαριά, τα παλιούρια, οι «αστιβιες», τα βούρλα και άλλα παρόμοια. Σήμερα, ή έχουν εξαφανιστεί, ή είναι σπάνιοι.   

Επίσης, άλλα μικρά φυτά, που έκαναν καρπούς με διάφορα σχήματα και τους χρησιμοποιούσαμε για παιχνίδι, σήμερα, είναι άφαντα.  Πολλά, μικρά ζωύφια και πτηνά ήταν επίσης άφθονα  Τότε και Σήμερα, εξαφανισμένα ή σπάνια. Ενδεικτικά, αναφέρω τις  χρυσόμυγες, πασχαλίτσες, τα μεγάλα κόκκινα μυρμήγκια, σκαθάρια, τριζόνια, βατράχια,  σπουργίτια, τσόνια κλπ. Οι κοινές μύγες έχουν περιορίσει την παρουσία τους, αλλά τα κουνούπια είναι μάλλον περισσότερα  και έχουν αλλάξει όψη. Κάποια καλοκαίρια της Δεκ '50 μας έκαναν παρέα και πελαργοί, που  έστηναν τη φωλιά τους στο καμπαναριό της εκκλησίας. Σήμερα, αυτό είναι ένα όνειρο. Ακόμα και τα χελιδόνια, οι νυχτερίδες και οι κουκουβάγιες  έχουν περιορίσει σημαντικά την παρουσία τους. Οι λίγοι κυνηγοί, που υπάρχουν ακόμα, θα πρέπει να είναι απογοητευμένοι, αφού δεν ακούμε πλέον για θηράματα, όπως λαγούς, μπεκάτσες, κοτσύφια κλπ. 

Επίσης, είναι πολύ δύσκολο να βρεις βρώσιμα μανιτάρια και σαλιγκάρια.    Η θάλασσα περιείχε πολλά ζωύφια, που τώρα δεν φαίνονται. Τα βρώσιμα στρείδια, αχιβάδες, πορφύρες, μύδια,  καλόγνωμες κ.α. ή έχουν εξαφανιστεί, ή είναι ελάχιστα. Η αμμουδιά στο Κυμάσι, Τότε, ήταν γεμάτη μικρά κοχύλια, τα οποία μαζεύαμε και τα χρησιμοποιούσαμε για παιχνίδι ή χειροτεχνίες. Σήμερα, είναι απίθανο, να βρεις, έστω και ένα κοχύλι. Στο ποτάμι, εκτός από ψάρια, υπήρχαν άφθονα βατράχια  και μούσκλια, ακόμα και καβούρια, ενώ, Σήμερα, υπάρχουν ελάχιστα μικρά ψάρια. Ακόμη και ο ηλικίας αρκετών εκατοντάδων χρόνων μεγάλος πλάτανος, στην κοιλάδα του ποταμού, ήταν θαλερός, μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Σήμερα, έχει απομείνει μόνο το κουφάρι του, που σιγά σιγά σαπίζει και χάνεται.                                   

 Ο ΜΕΓΑΠΛΑΤΑΝΟΣ ΠΑΛΑΙΑ
Ο ΜΕΓΑΠΛΑΤΑΝΟΣ ΣΗΜΕΡΑ

                       


Σε ότι αφορά την οικονομία,  τη Δεκαετία του ’50, ακολούθησε μια «στρεβλή» ανάπτυξη, βασιζόμενη μόνο στην εκμετάλλευση των μεταλλείων.  Η γεωργία και κάθε άλλη δραστηριότητα ατόνησαν  και τα μεταλλεία έγιναν σχεδόν η αποκλειστική απασχόληση. Η Παγκόσμια Τεχνολογική ανάπτυξη είχε ανάγκη από το πολύτιμο υλικό, που για εκατομμύρια χρόνια βρισκόταν θαμμένο στο έδαφος της Βορειοκεντρικής Εύβοιας. Το Μαντούδι  γίνεται ένα από τα σπουδαιότερα μεταλλευτικά κέντρα της Ελλάδας,  προσελκύοντας εργατικό δυναμικό από όλη την Ελλάδα.  

Η εκμετάλλευση έγινε με τρόπο «βάναυσο» και «σπάταλο» και, μοιραία, τα αποθέματα μειώθηκαν  πολύ γρήγορα και η εκμετάλλευσή τους έγινε ασύμφορη.  Οι χρήστες του μεταλλεύματος στράφηκαν σε άλλες πηγές και σε τεχνολογικές προσαρμογές, για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Ήδη, από τη δεκαετία του ’90, το μεταλλευτικό ενδιαφέρον του Μαντουδίου εξανεμίζεται και μόνο τα τεράστια ανοίγματα στο έδαφος θύμιζαν  το «ένδοξο» παρελθόν. Το ευτύχημα είναι, ότι στην περιοχή της πράσινης Βόρειας Εύβοιας, η Φύση επουλώνει σύντομα τις ουλές, που προκαλεί ο άνθρωπος. Οι τεράστιες «τρύπες», που άφησε η εκμετάλλευση των μεταλλείων, μετατράπηκαν σε γραφικές λίμνες, περιτριγυρισμένες με πλούσια βλάστηση.    Τελευταία, έχει γίνει  απόπειρα επαναλειτουργίας των μεταλλείων, αλλά οι εργασίες είναι πολύ μικρής έκτασης και  δεν φαίνεται ακόμα, ότι μπορεί να αποτελέσει σημαντική οικονομική δραστηριότητα.  Σε καμιά περίπτωση, δεν προβλέπεται αναβίωση του παρελθόντος.

Το αμείλικτο ερώτημα, που τίθεται, Σήμερα, είναι: «Ποιο είναι το μέλλον του τόπου αυτού;».  Η απάντηση είναι δύσκολη, γιατί κανένας δεν μπορεί, να διακρίνει κάποια, συγκεκριμένη πορεία. Στον οικονομικό τομέα δεν φαίνεται καμία σαφής τάση. Ο γεωργικός  τομέας δεν διακρίνεται από δυναμισμό.  Οι γεωργικές δραστηριότητες, περισσότερη απογοήτευση, παρά ικανοποίηση, προσφέρουν.  Η Σημερινή μηχανοποιημένη γεωργία έχει καταστεί περίπλοκη και δεν απασχολεί  πολλούς ανθρώπους.    

Οι μεταποιητικές δραστηριότητες είναι ανύπαρκτες.  Το φυσικό περιβάλλον και η θέση γενικά της Βόρειας Εύβοιας είναι στοιχεία, που ευνοούν τον Τουρισμό, αλλά φαίνεται, ότι αυτό δεν είναι επιλογή της κεντρικής διοίκησης. Οι υποδομές δεν βελτιώνονται και η τουριστική προβολή της Εύβοιας, από το επίσημο κράτος και τα συστημικά Μέσα, Μαζικής Ενημέρωσης, ανύπαρκτη. Μπορεί να υποθέσει κανείς, ότι οι σχεδιασμοί της Κεντρικής Διοίκησης δεν προβλέπουν κάτι, που να αρμόζει και να ταιριάζει στο περιβάλλον του τόπου αυτού, αλλά κάτι, που εξυπηρετεί ιδιαίτερα  συμφέροντα.  Μόνο στο διαδίκτυο βλέπουμε,  κάποιες προσπάθειες τουριστικής προβολής της Εύβοιας στο σύνολό της. Η μόνη σημαντική αλλαγή, που έγινε τελευταία, είναι η ακτοπλοϊκή σύνδεση  του Μαντουδίου με νησιά. Αυτή η σύνδεση έπρεπε, να γίνει από καιρό, γιατί αυτό επιβάλλει η γεωγραφία του τόπου.  

    Και οι ντόπιοι, όμως, συμβάλλουν αρνητικά στον Τουρισμό και γενικά στην ευπρεπή εμφάνιση του τόπου. Δυστυχώς,  η νοοτροπία της ανεξέλεγκτη διάθεσης των σκουπιδιών δεν έχει εκλείψει, παρά την  οργανωμένη αποκομιδή των σκουπιδιών.  Σκουπίδια και μπάζα βρίσκεις παντού, στους δρόμους, στις αλάνες, στα χωράφια, στο δάσος και στις κοίτες και όχθες των ποταμών.   Βλέπουμε συχνά  την κοιλάδα του Κηρέα, που προσθέτει σημαντική τουριστική αξία στη περιοχή,   να «στολίζεται» με μπάζα και σκουπίδια. Το χειμώνα, με την αυξημένη ροή του ποταμού, τα σκουπίδια μεταφέρονται στη θάλασσα και  «διακοσμούν» και την παραλία της Κρύας Βρύσης.  Το  πρόβλημα είναι  πολύ σοβαρό, γιατί   τα  σκουπίδια  είναι πολλά  και περιλαμβάνουν πολλά πλαστικά υλικά.   

Παλιότερα, τα πλαστικά υλικά ήταν ελάχιστα, λίγα κύπελλα, τσατσάρες, κοκαλάκια για τα μαλλιά,  κάποια παιχνίδια. Σήμερα, χρησιμοποιούμε πολλά αντικείμενα από πλαστικό, αγοράζουμε τα πάντα, ακόμα και το νερό, συσκευασμένα σε πλαστικές συσκευασίες και η  πλαστική σακούλα «βασιλεύει», παντού.     Το πρόβλημα των πλαστικών είναι, ότι δεν αποσυντίθενται. Με την επίδραση του ήλιου χάνουν τη συνοχή τους και μετατρέπονται σε πολύ μικρά κομμάτια, που δεν φαίνονται μεν, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν

 Αλλά και οι Αρχές μάλλον θεωρούν το θέμα της καθαριότητας δευτερεύον και δεν δείχνουν  τον απαραίτητο ζήλο και ενδιαφέρον για αυτό.  Δεν διαφαίνεται κάποια προσπάθεια ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των κατοίκων  στο θέμα των σκουπιδιών και της καθαριότητας γενικά, κάτι που σε άλλες περιοχές της Ελλάδας είναι πολύ εμφανές.   

Η κατάσταση είναι ζοφερή. Το Μαντούδι  και η γύρω περιοχή ερημώνουν. Οι νέοι φεύγουν, η εκκλησία ασχολείται με κηδείες και μνημόσυνα, ενώ οι γάμοι και τα βαφτίσια γίνονται πολύ αραιά. Οι μαθητές λιγοστεύουν και  τα σχολεία, συρρικνώνονται. Ένα σημαντικό μέρος της Οικονομίας στηρίζεται στις συντάξεις των ηλικιωμένων.  Οι συνταξιούχοι, όμως,      θα ακολουθήσουν τη μοιραία πορεία σε λίγα χρόνια και το ερώτημα παραμένει.   Ας ευχηθούμε, όμως, κάτι να γίνει.  Δεν αξίζει, αυτός ο ευλογημένος τόπος, να γίνει ερημότοπος!   Μας μένει η ελπίδα, που πάντα συντροφεύει τον άνθρωπο και είναι η πιο σημαντική πηγή δύναμης και θάρρους.

 

                              ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

 Ο Παναγιώτης (Τάκης)  Μπουλουγούρης  γεννήθηκε το 1947 στο Μαντούδι και έζησε εκεί τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής του.   Φοίτησε διαδοχικά στο Δημοτικό Σχολείο Μαντουδίου, στο Δημοτικό σχολείο Μάνδρας Αττικής, στο ημερήσιο  Γυμνάσιο Ελευσίνας, στην Τεχνική Σχολή Σιδηροδρόμων Πειραιά, στο Β’ Νυκτερινό Γυμνάσιο (Λύκειο)  Πειραιά και στο Χημικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθήνας (ΕΚΠΑ).  Από την ηλικία των 14 ετών άρχισε να εργάζεται παράλληλα με τις σπουδές του. Εργάστηκε διαδοχικά ως βοηθός στις οικοδομές, ως μηχανοτεχνίτης στο εργοστάσιο Σιδηροδρόμων, και ως πωλητής και   σερβιτόρος. Υπηρέτησε στο στρατό ως αξιωματικός Μηχανικού. Ως Χημικός εργάστηκε σε φαρμακοβιομηχανίες, στα μεταλλεία Μαντουδίου και στη Μέση Εκπαίδευση.  Από 2012 είναι συνταξιούχος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια οσο το δυνατόν φιλτράρονται ως προς το ύφος και το ήθος τους.
Kάθε υβριστικό ,προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο θα διαγράφεται .
Εγκρίνονται μόνο τα μηνύματα στα οποία εκφράζονται υγιείς απόψεις.
Ο κάθε σχολιαστής υπογράφει ηλεκτρονικά το σχόλιο του και είναι υπεύθυνος έναντι των νόμων.
Το ΜΑΝΤΟΥΔΙ NEWS δεν ενστερνίζεται και δεν φέρει καμία ευθύνη για όσα γράφουν οι αναγνώστες στα σχόλια τους.