Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

H 10ετία του ΄50 στο Μαντούδι (Μέρος Β' )

Γράφει :Ο Παναγιώτης (Τάκης) Μπουλουγούρης (Μέρος Β' )

                            

    

                                                               ΜΕΡΟΣ Β'


          

                                              ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

8. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ

    9. ΕΜΠΟΡΙΟ

    10. ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ

    11. ΠΑΙΔΙΑ

    12.  ΣΧΟΛΕΙΟ

                                                               ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ

 Οι επαγγελματίες ήταν  μεμονωμένοι αυτοαπασχολούμενοι,  που προσέφεραν  μεταποιητικό έργο ή υπηρεσίες.   Τα περισσότερα από τα επαγγέλματα εκείνης της Εποχής ή έχουν εκλείψει ή έχουν διαφοροποιηθεί, γιατί οι  τεχνολογικές και οι κοινωνικές αλλαγές έχουν διαφοροποιήσει τις ανάγκες και τις συνήθειες.  Κάποιοι επαγγελματίες είχαν κατάστημα στην αγορά,  άλλοι στο σπίτι τους  και άλλοι δεν είχαν στέγη ή ήταν πλανόδιοι.

   Ο Ράφτης ήταν αυτός, που έραβε τα σακάκια και τα παντελόνια των ανδρών με ύφασμα, που πουλούσε ο ίδιος ή έδινε ο πελάτης.  Το εργαστήριο του ράφτη στεγαζόταν σε κατάστημα, το Ραφείο.  Τα εργαλεία του ήταν ένας πάγκος, η μεζούρα, το ψαλίδι,  οι βελόνες, η ποδοκίνητη ραπτομηχανή και το μεγάλο σίδερο σιδερώματος, που ζεσταινόταν, τοποθετώντας στο εσωτερικό του  αναμμένα κάρβουνα. Ένα μαγκάλι με κάρβουνα έκαιγε συνεχώς στην είσοδο του μαγαζιού, για να τροφοδοτεί το σίδερο με αναμμένα κάρβουνα. Για να κατασκευάσει το ρούχο, ο ράφτης έπαιρνε τα μέτρα του πελάτη, προχώραγε στο κόψιμο του υφάσματος και το μερικό ράψιμο. Ακολουθούσαν οι πρόβες και οι διορθώσεις.  

 Όταν, πλέον, τελείωνε το ρούχο, ήταν μοναδικό και ταίριαζε στον συγκεκριμένο πελάτη. Τα σχέδια των ανδρικών ρούχων ήταν πανομοιότυπα και η δουλειά του ράφτη ήταν μάλλον εύκολη.  Ανάλογη ήταν η εργασία της μοδίστρας, η οποία έφτιαχνε φορέματα για τις γυναίκες.  Δεν είχε κατάστημα και εργαζόταν στο σπίτι της. Η δουλειά της μοδίστρας ήταν πιο περίπλοκη και δύσκολη. Η μόδα, που πλέον είχε επιβληθεί από τα αστικά κέντρα και το εξωτερικό, απαιτούσε ποικιλία σχεδίων και συνεχών αλλαγών στα γυναικεία φορέματα.

Ο Υποδηματοποιός ή Τσαγκάρης στεγασμένος σε κατάστημα έφτιαχνε δερμάτινα κλασσικά παπούτσια, τα ανδρικά «σκαρπίνια», τα άρβυλα, που ήταν παπούτσια εργασίας και  γυναικείες γόβες. Κυρίως όμως επισκεύαζε φθαρμένα δερμάτινα παπούτσια.   Εργαζόταν καθιστός, μπροστά στον πάγκο του και χρησιμοποιούσε πολλά και διαφορετικά εργαλεία. Τα πιο σημαντικά  ήταν το σιδερένιο στήριγμα για τα παπούτσια, κάτι σαν αμόνι,  το σφυρί, το σουβλί, η φαλτσέτα τα καλαπόδια και η ειδική για δέρματα, ποδοκίνητη ραπτομηχανή.   Για να φτιάξει καινούργια παπούτσια,  έπαιρνε τα μέτρα  του πελάτη,  έκοβε  τα δέρματα και με τη βοήθεια του καλαποδιού διαμόρφωνε, σταδιακά, τα παπούτσια. Οι σόλες ήταν από χοντρό δέρμα και για να προστατεύονται από τη φθορά στις άκρες, κάρφωνε  μεταλλικά επιθέματα, που και αυτά λέγονταν πέταλα, όπως τα αντίστοιχα των ζώων.  Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, το βάδισμα με πεταλωμένα παπούτσια να γίνεται θορυβώδες.  Η αγορά όμως καινούργιων παπουτσιών  κόστιζε και η  επισκευή  παλαιών παπουτσιών ήταν αδήριτη ανάγκη.  Πιο πολύ, άλλαζαν τη σόλα, που φθειρόταν γρήγορα, αλλά και το πάνω δέρμα, αν είχε σκίσιμο, επισκευαζόταν με ράψιμο ή μπάλωμα. Τα παπούτσια πετιόνταν τελικά, αν δεν μπορούσαν να επισκευαστούν, άλλο, πλέον. 

Οι τσαγκάρηδες, επίσης, έφτιαχναν ή επισκεύαζαν   αρβύλες και  μπότες. Οι αρβύλες ήταν τα βαριά, τα ανθεκτικά παπούτσια του στρατού και τα φόραγαν οι εργαζόμενοι, σε δύσκολες συνθήκες.  Ήταν φτιαγμένες από χοντρό δέρμα και κάλυπταν το πόδι, πάνω από τον αστράγαλο μέχρι την κνήμη. Στις χοντρές δερμάτινες σόλες και σε όλο το πέλμα  ήταν καρφωμένα για προστασία καρφιά με κυρτό κεφάλι.  Ο θόρυβος, από το περπάτημα με αρβύλες, ήταν ακόμα πιο έντονος. Το να σε κτυπήσει ή να σε πατήσει κάποιος με αρβύλα, ήταν πολύ οδυνηρό. Οι δερμάτινες μπότες ήταν επίσης ένα είδος ακριβού υποδήματος, που φόραγαν  οι άνδρες.  Κάποιοι, λίγοι, φορούσαν τσαρούχια.  Ήταν, απλής ιδιοκατασκευής, είδος παπουτσιού, από δέρμα γουρουνιού και μάλλον δεν ήταν καθόλου άνετα.

Ο  Κουρέας ήταν επαγγελματίας με κατάστημα, που προσέφερε υπηρεσίες μόνο σε άνδρες και αγόρια. Με  την χειροκίνητη κουρευτική μηχανή, το ψαλίδι, την τσατσάρα περιποιόταν τα μαλλιά  και με το ξυράφι ξύριζε.  Τα μαλλιά των ανδρών έπρεπε να είναι κοντά και των αγοριών κομμένα στη «ρίζα» με τη μηχανή. Ο όρος αντρική κόμμωση δεν υπήρχε. Το πρόσωπο έπρεπε να είναι καλά ξυρισμένο. Κανένας δεν είχε μούσι. Τα μακριά γένια ήταν μόνο για τους παπάδες. Η αντίστοιχη κομμώτρια για τις γυναίκες δεν  ήταν ορατή.   Μόνο οι νέες τότε γυναίκες είχαν ενδιαφέρον για κομμώσεις    και προφανώς έβρισκαν τον τρόπο,  να περιποιούνται τα μαλλιά τους. Οι κάπως μεγαλύτερες γυναίκες είχαν μακριά μαλλιά πλεγμένα σε κοτσίδες,  τυλιγμένες στο κεφάλι, κάτω από το μαντήλι, που συνεχώς φόραγαν.

 Ο   Κτίστης πέτρας ήταν   αυτός, που έκτιζε τα πέτρινα σπίτια.  Μέχρι την Δεκαετία του ’50, η πέτρα ήταν το κύριο δομικό υλικό των σπιτιών για τους εξωτερικούς τοίχους.   Εκείνη την εποχή, άρχισαν να εμφανίζονται τα  τούβλα, που σταδιακά εκτόπισαν την πέτρα, αλλά η πέτρα, εξακολουθεί να  θεωρείται το κατ’ εξοχήν υλικό για υψηλής αισθητικής κατασκευές.  Μικρά αυτοσχέδια νταμάρια, στις πλαγιές του λόφου «Λάκα», παρείχαν  την γκριζωπή πέτρα για το κτίσιμο, στο Μαντούδι.  

Το συνδετικό υλικό ήταν λάσπη από ψιλοκοσκινισμένη ποταμίσια άμμο, πολτό σβησμένου ασβέστη και νερό. Ο κτίστης εργαζόταν μόνος ή με συνεργάτες και βοηθούς.   Ο ίδιος διαμόρφωνε, σε συνεργασία με τον ιδιοκτήτη και το απλό σχέδιο της οικοδομής. Ένα καινούργιο σπίτι   ξεκίναγε με την εκσκαφή, το άνοιγμα  των θεμελίων. Για να εξασφαλιστούν τα γερά θεμέλια του σπιτιού, η έναρξη του κτισίματος συνοδευόταν με αγιασμό από τον παπά και το πότισμα των θεμελίων με το αίμα  ενός κόκορα, που  σφαζόταν εκείνη τη στιγμή.      

Η λάσπη παρασκευαζόταν με τσαπιά και φτυάρια.  Τα εργαλεία του κτίστη ήταν το μυστρί για τη λάσπη, το ειδικό  σφυρί για τη διαμόρφωση της πέτρας και το νήμα της στάθμης, για να ελέγχει, το αν ο τοίχος είναι κατακόρυφος.  Με επιδεξιότητα ο κτίστης διάλεγε τις πέτρες, τις διαμόρφωνε και τις τοποθετούσε έτσι, ώστε η εξωτερική πλευρά να είναι, κατά το δυνατόν, επίπεδη. Κάθε τόσο έκανε τον έλεγχο  με το νήμα της στάθμης.  Όταν ο τοίχος έφτανε στο επιθυμητό ύψος, η πάνω επιφάνεια του τοίχου διαμορφωνόταν κατάλληλα, για να δεχθεί  την κεραμοσκεπή.  Ο μαραγκός αναλάμβανε το ξύλινο τμήμα της σκεπής και ο κτίστης τοποθετούσε τα κεραμίδια κτιστά με λάσπη.   Εάν το σπίτι ήταν διώροφο, το δάπεδο του άνω ορόφου ήταν επίσης ξύλινο.   

Οι ενδιάμεσοι τοίχοι των δωματίων κατασκευαζόντουσαν με λάσπη και καλάμια ή  πλεκτή  ξυλοκατασκευή.   Ο κτίστης έκανε και τις κατασκευές τσιμέντου. Η χρήση του τσιμέντου ήταν περιορισμένη, σε μερικές μόνο κατασκευές, (ταράτσες,  γέφυρες κλπ). Ο τρόπος κατασκευής σπιτιών με σκελετό από τσιμέντο δεν είχε αρχίσει ακόμα.  Επειδή δεν υπήρχε χοντρό χαλίκι από σπαστή πέτρα, χρησιμοποιούσαν χοντρές ποταμίσιες κροκάλες. Η ανάμιξη των υλικών άμμου, τσιμέντου, νερού και χαλικιών γινόταν με τα φτυάρια. Το τσιμέντο και τη λάσπη για κτίσιμο τα κουβαλούσαν  στον ώμο  με τενεκέδες, στους οποίους είχαν καρφώσει  μια κατάλληλα διαμορφωμένη ξύλινη χειρολαβή.    Σήμερα,  κυριαρχεί το τούβλο και το τσιμέντο στην οικοδομή. Η  δουλειά του κτίστη έχει διαφοροποιηθεί και γίνεται με χρήση μηχανικών μέσων.

ΝΗΜΑ ΣΤΑΘΜΗΣ


 Ο Μαραγκός ήταν ο τεχνίτης του ξύλου και κατασκεύαζε οτιδήποτε ξύλινο. Το εργαστήριο του μαραγκού ήταν μακριά από την αγορά.   Με σανίδες και καδρόνια,  χρησιμοποιώντας απλά εργαλεία χειρός, όπως σφυριά, πριόνια, ροκάνες και τριβέλια έκανε όλες τις ξυλοκατασκευές.  Κουφώματα,  τραπέζια, ντουλάπια και   άλλα απλά έπιπλα των σπιτιών και οτιδήποτε ξύλινο.  Την Εποχή εκείνη άρχισε να προσφέρει υπηρεσίες και ο επιπλάς. Με κατάστημα - εργαστήριο κοντά στην αγορά χρησιμοποιώντας ειδική ξυλεία και ειδικά εργαλεία κατασκεύαζε τα «μοντέρνα» και περιποιημένα έπιπλα,  κρεβάτια, τραπεζαρίες ντουλάπες  κλπ.,    που πλέον τα νέα νοικοκυριά χρησιμοποιούσαν. 

Ο  κλασσικός σιδεράς  ήταν αυτός, που έδινε μορφή στο σίδηρο και κατασκεύαζε σιδερένια εργαλεία και αντικείμενα στο απομονωμένο εργαστήριο του. Ήταν μια δύσκολη εργασία  με έντονη σωματική καταπόνηση. Βασικά εργαλεία του,  η βαριά σιδερένια βάση, το αμόνι,  το βαρύ σφυρί και το ακόμα πιο βαρύ σφυρί η βαριοπούλα ή βαριά. Διατηρούσε μια εστία φωτιάς με κάρβουνα. Ενσωματωμένα στην εστία ήταν δυο μεγάλα δερμάτινα  φυσερά. Τοποθετούσε ένα κομμάτι σίδερο στην εστία και με τα χέρια δούλευε τα φυσερά. Ο αέρας δυνάμωνε τη φωτιά και το σίδερο γινόταν κόκκινο.  Με τσιμπίδες έπιανε το πυρωμένο σίδερο και κτυπώντας το με τα  σφυριά και τις βαριές, επάνω στο αμόνι, του έδινε το επιθυμητό σχήμα.    Υπήρχε και ένα σιδεράδικο γενικών εργασιών, στεγασμένο σε ξύλινο παράπηγμα,  σε μια αλάνα δίπλα στη σημερινή οδό Σόλωνος, που κέντριζε το ενδιαφέρον των πιτσιρικάδων και πολλές φορές παρακολουθούσαμε τις εργασίες, ως θέαμα και εμπειρία. 

Ο σιδεράς αυτός με χειροκίνητα εργαλεία, πριόνια, τρυπάνια κατασκεύαζε διάφορα μεταλλικά αντικείμενα. Είχε μια μικρή εστία με χειροκίνητο ανεμιστήρα για θέρμανση. Χρησιμοποιούσε, θερμαινόμενο στη φωτιά, κολλητήρι και   καλάι (κασίτερο) για συγκολλήσεις. Επίσης, χρησιμοποιούσε συσκευή οξυγόνου για συγκολλήσεις και κοπές. Το σιδεράδικο αυτό ήταν και φαναρτζίδικο. Ο σιδεράς-φαναρτζής  κατασκεύαζε χρήσιμα αντικείμενα, (κουβάδες, δοχεία λαδιού, δοχεία νερού με βρύση, καβουρντιστήρια κλπ) από επιψευδαργυρωμένη ή επικασσιτερωμένη λαμαρίνα.  

Κάποιες φορές, βλέπαμε και αυτοκίνητα ή άλλα μηχανήματα, να δέχονται επισκευές.  Και τα δύο σιδεράδικα  έκαναν και το πετάλωμα των ζώων.   Ένας άλλος σχετικός επαγγελματίας ασχολιόταν με μέταλλα και μηχανήματα γενικά  με ιδιαίτερη έμφαση στα ποδήλατα. Διέθετε μάλιστα και ποδήλατα προς ενοικίαση. Οι   κάπως μεγαλύτεροι πιτσιρικάδες, που δεν είχαν τη δυνατότητα να κατέχουν ένα ποδήλατο, νοίκιαζαν ένα και   έβρισκαν διέξοδο, στην επιθυμία τους να μάθουν και να καβαλήσουν ποδήλατο.  

Ο Σαμαράς ήταν ένας άλλος σημαντικός επαγγελματίας,  την Εποχή εκείνη.  Τα σαμάρια ήταν τα απαραίτητα «αξεσουάρ» γαϊδουριών και αλόγων, που χρησιμοποιούνταν για μεταφορές. Αρχικά κατασκευαζόταν ο ξύλινος σκελετός, στον οποίο προσαρμοζόταν το μαξιλαροειδές υπόστρωμα, φτιαγμένο από χοντρό δέρμα στην εξωτερική πλευρά και  χοντρό φάσμα στην εσωτερική. Το γέμισμα ήταν άχυρο.  Την κατασκευή συμπλήρωναν οι δερμάτινοι ιμάντες στερέωσης και τα μεταλλικά άγκιστρα για την επίδεση των φορτίων. Σήμερα, το επάγγελμα έχει εκλείψει στην περιοχή μας.  Τα ζώα, ως μεταφορικά μέσα, δεν υπάρχουν.  Σε άλλα  όμως μέρη,  εντός και εκτός Ελλάδας, τα ζώα δεν έχουν σταματήσει, να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.

 Ο Φωτογράφος ήταν  ένας επαγγελματίας, που ουσιαστικά «ζωγράφιζε το παρελθόν» και ως εκ τούτου η φωτογραφία αποκτούσε συναισθηματική αξία. Είχε όμως  και πρακτική αξία,  αφού ήταν απαραίτητη για ορισμένα δημόσια έγγραφα (ταυτότητα κλπ).  Είχε το εργαστήριο του, αλλά   χρειαζόταν να περιπλανάται, για να προσελκύσει πελάτες. Η φωτογραφική μηχανή είχε γίνει πλέον ελαφριά σε μικρό μέγεθος  και μπορούσε κάποιος να την κουβαλά  μαζί του και να φωτογραφίζει άμεσα με ένα κλικ. Η αρνητική εικόνα όμως αποτυπωνόταν σε φιλμ  και έπρεπε να γίνει η σχετική επεξεργασία στο εργαστήριο. Έτσι, η παράδοση της θετικής εικόνας γινόταν σε μεταγενέστερο χρόνο. 

 Η κλασσική, όμως, φωτογραφική μηχανή  ήταν ακόμα σε ευρεία χρήση. Η μηχανή ήταν  ένας ξύλινος σκοτεινός θάλαμος,   που δεχόταν φως μέσω ενός συγκεντρωτικού φακού και στηριζόταν σε ένα τρίποδο.  Το μέγεθος της όλης κατασκευής ήταν αρκετά μεγάλο.  Ο φωτογράφος κουβάλαγε στον ώμο τη μηχανή και την έστηνε σε επίκαιρο σημείο για φωτογράφηση.  Μετά τη φωτογράφηση   γινόταν επί τόπου  η επεξεργασία και η αναφωτογράφιση  του αρνητικού. Μετά από αναμονή λίγων λεπτών η στιγμιαία φωτογραφία ήταν έτοιμη. Επίσης, περιοδεύοντες φωτογράφοι ανελάμβαναν τη μεγέθυνση μικρών φωτογραφιών σε   μεγάλου μεγέθους κορνιζαρισμένες φωτογραφίες αγαπημένων προσώπων, που τις κρεμάγανε οι νοικοκυρές στους τοίχους των σπιτιών.   Καμιά σύγκριση βεβαίως με τα σημερινά δεδομένα, που η ψηφιακή φωτογραφία και το βίντεο  είναι  κάτι το απλό και συνηθισμένο.    

 

                                 ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ 

Ο Γανωτής κουβαλούσε τα σύνεργά του στην πλάτη και γύρναγε στις γειτονιές, για να  γανώσει τα οικιακά σκεύη.  Τα μαχαιροκουταλοπίρουνα  των νοικοκυριών ήταν φτιαγμένα από απλό ατσάλι και σκούριαζαν γρήγορα. Έπρεπε, κάθε  τόσο, να επικαλύπτονται με ένα λεπτό στρώμα κασσιτέρου και αυτό το λέγανε γάνωμα.  Το ίδιο συνέβαινε και με τα χάλκινα μαγειρικά σκεύη, που δημιουργούσαν πράσινη γανάδα, επιβλαβή για την υγεία και  έπρεπε, εσωτερικά, να επικασσιτερώνονται.   Τα μαχαιροκουταλοπίρουνα τα γάνωνε στο δρόμο, έξω από τα σπίτια. Ο κασσίτερος (καλάι) είναι ένα εύτηκτο μέταλλο και ο γανωτής με μια φουφού και λίγα ξύλα έλιωνε τον κασσίτερο σε ένα  στενόμακρο   κυλινδρικό δοχείο. Καθάριζε τα σκεύη με οξύ και τα βούταγε στο λιωμένο μέταλλο. Ένα λεπτό στρώμα κάλυπτε το σκεύος και το προστάτευε για κάποιο διάστημα.  Για τα χάλκινα η δουλειά ήταν πιο δύσκολη και την έκανε στο εργαστήριό του.  

Οι νοικοκυρές παρέδιδαν τα σκεύη τους και ο γανωτής τα κουβάλαγε στην πλάτη και ανελάμβανε, να τα επιστρέψει γανωμένα.   Ο ακονιστής ήταν ένας άλλος περιφερόμενος επαγγελματίας.  Διέθετε μια συσκευή, που είχε ένα σμυριδοτροχό, τον οποίο έθετε σε περιστροφική κίνηση με το πόδι, μέσω ενός πεντάλ.   Ανελάμβανε, να ακονίσει κάθε είδος κοπτικού εγαλείου, (μαχαίρια, ψαλίδια, τσεκούρια κλπ). 

Γραφικός, επαγγελματίας της εποχής, ήταν ο Τελάλης. Προερχόταν από παλαιότερες Εποχές και παρέμενε χρήσιμος,  μέχρι την Εποχή εκείνη.  Με δυνατή φωνή, βάζοντας και την παλάμη του στο στόμα, στεκόταν  σε επίκαιρα σημεία των δρόμων του χωριού και μετέφερε στον κόσμο πληροφορίες, αγγελίες και ανακοινώσεις των αρχών.  

Ο Λούστρος ήταν ένας  περιφερόμενος επαγγελματίας, που προσέφερε χρήσιμες υπηρεσίες. Τριγύρναγε στα καφενεία, όπου αναζητούσε πελάτες.   Τα καθαρά και γυαλιστερά παπούτσια εθεωρούντο μέρος της ευπρεπούς εμφάνισης και της κομψότητας των ανθρώπων της Εποχής. Το συχνό περπάτημα και οι κακές συνθήκες στους δρόμους  ταλαιπωρούσαν τα παπούτσια και ο λούστρος  ανελάμβανε την άμεση, αισθητική, αποκατάστασή τους.  Με ένα κασελάκι, για να ακουμπά ο πελάτης το πόδι, χωρίς να βγάλει το παπούτσι, με βούρτσες, βερνίκια για δέρματα και πανιά, αποκαθιστούσε την καλή εμφάνιση των παπουτσιών.  Ένας, γνωστός τότε λούστρος, ήταν συγχρόνως και νεροκουβαλητής.  Με ένα δίτροχο καρότσι κουβάλαγε νερό σε μεγάλες στάμνες για τα καφενεία. Τράβαγε το καρότσι με τα χέρια και  με ένα σκοινί, που πέρναγε στον ώμο του.  

Ιδιαίτερη δραστηριότητα είχαν οι Γύφτοι ή Ρομά, όπως τους λέμε σήμερα.  Οι άνθρωποι, της απροσάρμοστης στα συνηθισμένα,  αυτής ομάδας ήταν, τότε,  μονίμως περιφερόμενοι. Κουβάλαγαν το νοικοκυριό τους σε ζώα και στα ιππήλατα ιδιόμορφα αμάξια τους.     Σε κάθε χωριό έστηναν τα τσαντίρια τους   και προσπαθούσαν να εξοικονομήσουν τα προς το ζην με διάφορους τρόπους ακόμα και με ζητιανιά. Κυρίως, όμως, ήταν κατασκευαστές ή επισκευαστές καρεκλών με ψάθες και καλαθιών.   Χρησιμοποιώντας καλάμια και βέργες λυγαριάς  (καναπίτσας), έφτιαχναν  με επιδεξιότητα   καλάθια,  κοφίνια,    κόφες και πανέρια και προσπαθούσαν να τα πουλήσουν. Τα πλεκτά  αυτά δοχεία ήταν πολύ χρήσιμα, τότε, αφού τα κάθε είδους πλαστικά δοχεία, που έχουμε σήμερα, τότε, ήταν ανύπαρκτα. Οι ψάθινες καρέκλες και τα ψάθινα καρεκλιά ήταν σχεδόν τα μοναδικά καθίσματα, που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι στα σπίτια και στα μαγαζιά.     Η ζήτηση των ειδών αυτών ήταν δεδομένη και εξασφάλιζε εργασία για τους ανθρώπους αυτούς. Στο Μαντούδι ερχόντουσαν κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες και έστηναν τον καταυλισμό τους κοντά στο ποτάμι.

 Ένας Γραφιάς, γενικών υπηρεσιών με περιορισμένες γνώσεις, εξυπηρετούσε τις γραφειοκρατικές ανάγκες των Μαντουδιανών και των γύρω χωρικών της δεκαετίας του '50,  'καλαμαράς', όπως λέγανε παλαιότερα, έδινε διέξοδο στα προβλήματα, που αντιμετώπιζαν οι χωριανοί με αιτήσεις, συμβόλαια και διάφορα έγγραφα.

Απαραίτητοι ήταν και οι χώροι συνάντησης και ελεύθερου χρόνου.  Γύρω από την πλατεία και  επί της οδού Σόλωνος υπήρχαν κάπου πέντε καφενεία, μια ή δύο ταβέρνες   και ένα ουζερί.   Για τους άνδρες η καθημερινή έξοδος ήταν  αυτονόητη. Για τις γυναίκες τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα και οι έξοδοι γι' αυτές ήταν πιο σπάνιες.   Οι δε μανάδες νοικοκυρές ακόμα πιο σπάνια έβγαιναν, συνοδευόμενες από τους συζύγους τους.  Στα καφενεία υπήρχαν πάντοτε θαμώνες, ειδικά τις απογευματινές – βραδινές ώρες.  Κάθονταν σε ψάθινες ξύλινες καρέκλες γύρω από στρογγυλά και μικρά μεταλλικά τραπέζια. Τα κλασσικά τραπέζια καφενείου, όπως είναι γνωστά.  

Το καλοκαίρι κάθονταν έξω, κάτω από τις μουριές και το χειμώνα κλείνονταν στο εσωτερικό με μια ξυλόσομπα για θέρμανση.  Ο κλειστός χώρος και το συνεχές κάπνισμα τσιγάρων από όλους σχεδόν τους θαμώνες δημιουργούσαν μια θολή αποπνικτική ατμόσφαιρα. Ο καφές ήταν σε πρώτη ζήτηση. 

Ο καφετζής είχε μια θράκα με κάρβουνα, με την οποία συντηρούσε ζεστό νερό και έψηνε  τους μέτριους, γλυκούς  κλπ καφέδες και τους σερβίριζε σε χοντρό φλιτζάνι. Εκτός του καφέ, σερβίριζε λουκούμια, γλυκά κουταλιού (κεράσι, σταφύλι περγαμόντο, νετρατζάκι) και βανίλια στο νερό, το γνωστό, σήμερα, 'υποβρύχιο'.  Επίσης, ποτά, (κονιάκ, ούζο κλπ).  Το καλοκαίρι σερβίριζε και αναψυκτικά, γκαζόζα («λιμουνάδα») και πορτοκαλάδα. Οι  θαμώνες διάβαζαν τις εφημερίδες, που διέθετε το καφενείο και μαζί με τον καφέ,  το τσιγάρο και το παίξιμο με τις χοντρές πορτοκαλοκίτρινες χάντρες  κομπολογιών ή με λεπτές αλυσίδες, άναβαν  οι συζητήσεις με συμφωνίες και διαφωνίες για δημόσια και ιδιωτικά θέματα. Ακολουθούσαν οι χαρτοπαιξίες και το τάβλι με τους άσους, τους βαλέδες  και  το  θορυβώδες κτύπημα των ζαριών. Ένα λουκούμι ήταν συνήθως το έπαθλο για τον νικητή. 

 Τα μικρά παιδιά νιώθανε την απουσία του πατέρα από το σπίτι τα βράδια, αλλά χαιρόντουσαν, όταν ο πατέρας γυρνώντας     από το καφενείο  τους μοίραζε κάποιο λουκούμι τυλιγμένο σε χαρτί.   Τα καφενεία ήταν τα πρώτα, που διέθεταν ψυγείο πάγου για το καλοκαίρι.  Πριν γίνει το ντόπιο παγοποιείο, μεταφέρανε με τα λεωφορεία της συγκοινωνίας πάγο, τυλιγμένο σε τσουβάλια, από άλλα μέρη.   Όταν άρχισε να λειτουργεί το παγοποιείο, εξασφάλιζαν νωρίς το πρωί τον πάγο και τα ντόπια αναψυκτικά με την επωνυμία ΚΗΡΕΥΣ.  Τα αναψυκτικά συσκευάζονταν σε γυάλινα, επιστρεφόμενα, μπουκάλια. Στην αρχή, δεν είχαν το γνωστό μεταλλικό πώμα. Είχαν μόνιμο πώμα, που έσφιγγε με κατάλληλο μηχανισμό, ώστε να μην διαφεύγει το εμπεριεχόμενο αέριο.  

Οι ταβέρνες εξυπηρετούσαν παρέες, που ήθελαν να το «τσούξουν» λίγο με κρασί και μεζέ. Παϊδάκια, κοκορέτσι, σπληνάντερο κλπ. Το κύριο ποτό ήταν το βαρελίσιο κρασί, που σερβιριζόταν χύμα  με τις κιτρινοπορτοκαλί μεζούρες, τα μεταλλικά ογκομετρικά δοχεία, σε μορφή κυπέλλου. Για να εξυπηρετούν, σγχρόνως, πολλούς πελάτες, διέθεταν αρκετά τέτοια δοχεία. 50, 100 δράμια για αρχή, 200 δράμια (μισή οκά) για καλή οινοποσία και μια οκά, για όσους θέλανε να γυρίζουν στο σπίτι, τρικλίζοντας. Η μοναδική τότε μπύρα  ΦΙΞ ήταν περιορισμένη. Επίσης, προσέφεραν σε  τυχόν ξένους «φαγητό της ώρας». Αντίστοιχα και το ουζερί συνδύαζε το ούζο με μεζέδες, κυρίως  θαλασσινής  προέλευσης. Ανάλογη υπηρεσία προσέφερε και το μοναδικό  ζαχαροπλαστείο, που  εκτός από το εμπόριο διαφόρων γλυκισμάτων και γαλακτοκομικών, διέθετε  και τραπέζια με καρέκλες και εξυπηρετούσε και θαμώνες, που ήθελαν   να  συνδυάσουν την έξοδο με γλυκές  γευστικές απολαύσεις.

Το Μαντούδι, ως κεφαλοχώρι της περιοχής, για διάφορους λόγους δεχόταν και αρκετούς επισκέπτες. Οι συγκοινωνίες ήταν δύσκολες και  ο χώρος για τυχόν διανυκτέρευση απαραίτητος.  Για τους ξένους λειτουργούσαν και δυο ξενοδοχεία ή πανδοχεία, όπως τα λέγανε.  Το ένα λειτουργούσε πάνω από καφενείο, στη βόρεια πλευρά της πλατείας και το άλλο,  στον άνω όροφο του τριγωνικού κτηρίου, που υπάρχει και σήμερα, στην κάτω πλατεία.   

Την δεκαετία του ’50, η δημόσια υγειονομική περίθαλψη  δεν είχε αναπτυχθεί, στο Μαντούδι.  Η παροχή της πρωτοβάθμιας περίθαλψης προσφερόταν από δύο  ελεύθερους γιατρούς γενικής ιατρικής   και   κάποιες επίσης ελεύθερες νοσοκόμες.  Οι δυο γιατροί ήταν χαρακτηριστικές φιγούρες, που κουβάλαγαν μονίμως μια τσάντα. Ο ένας ήταν λεπτοκαμωμένος, πιο κοινωνικός και τον αποκαλούσαν  «γιατράκο». Ο άλλος κάπως ευτραφής και  ιδιόρρυθμος. Οι γιατροί ίσως ήταν οι μόνοι κάτοικοι του χωριού με πανεπιστημιακό πτυχίο.  Ήταν πάντοτε διαθέσιμοι και πρόθυμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, είτε στο ιατρείο τους, είτε στα σπίτια, αλλά οι νοικοκύρηδες με τα περιορισμένα  έσοδα έπρεπε να καταβάλουν την αμοιβή τους.  

Για την περίθαλψη έγραφαν τις συνταγές, που αναλάμβανε να τις υλοποιήσει ο φαρμακοποιός. Το   Φαρμακείο, που υπήρχε,  ήταν ακόμα παραδοσιακό. Ο  ίδιος ο φαρμακοποιός παρασκεύαζε τα περισσότερα  φάρμακα με βάση τη συνταγή του γιατρού, ενώ τα έτοιμα σκευάσματα ήταν ακόμα λίγα.  

Όσα φάρμακα ήταν σε σκόνη, τα συσκεύαζε σε πρόχειρα χάρτινα φακελάκια. Τα υγρά τα έβαζε σε μικρά γυάλινα μπουκαλάκια. Παράλληλα, πουλούσε και τα υπόλοιπα σχετικά (αρώματα, καλλυντικά),  τα περισσότερα με, επί τόπου, πρόχειρη συσκευασία. Συνηθισμένα απλά  φάρμακα της εποχής ήταν το κινίνο και το αλγκόν, σε σκόνη ή χαπάκια.  Για τα τραύματα σε πρώτη χρήση ήταν το οινόπνευμα, το οξυζενέ και το βάμμα ιωδίου.    Η    πενικιλίνη  ήταν το σημαντικό αντιβιοτικό    για την αντιμετώπιση σοβαρών λοιμώξεων. Ήταν σε μορφή σκόνης, συσκευασμένη σε μικρά μπουκαλάκια. Η σκόνη,  έπρεπε, πρώτα να διαλυθεί  με αποστειρωμένο αποσταγμένο νερό και να χορηγηθεί με ένεση. Μαζί με τη σκόνη ήταν αναγκαία και η αγορά του αποσταγμένου και αποστειρωμένου νερού σε κλειστές γυάλινες αμπούλες.  

Το άκουσμα «ένεση» προκαλούσε ρίγος σε μικρούς και μεγάλους.  Το «ανατριχιαστικό» καθήκον της παρασκευής του διαλύματος και του τρυπήματος ανελάμβανε, επί πληρωμή, μια νοσοκόμα.  Η διαδικασία δεν ήταν τόσο απλή, όπως είναι σήμερα. Χρησιμοποιούσε επανειλημμένα τις ίδιες βελόνες και σύριγγες και πριν από κάθε χρήση έπρεπε, να τις αποστειρώσει. Έβαζε τα σκεύη σε ένα μικρό δοχείο με νερό και τα έβραζε με μια ειδική θερμάστρα, που έκαιγε οινόπνευμα.   Έπαιρνε το νερό από τις αμπούλες  το ανακάτευε με τη σκόνη και έφτιαχνε  το διάλυμα. Με τη σύριγγα – βελόνα άδειαζε το διάλυμα σε μαλακό και μυώδες τμήμα του σώματος.  Σήμερα, τα πράγματα είναι πιο απλά, αλλά πιο ρυπογόνα. Τα φαρμακεία πουλάνε έτοιμα   σκευάσματα των φαρμακοβιομηχανιών και αποκλειστικά συσκευασμένα προϊόντα. Οι σύριγγες και οι βελόνες  είναι προαποστειρωμένες, μιας χρήσεως.  

Οδοντιατρική περίθαλψη προσέφερε μια οδοντίατρος, που χρησιμοποιούσε ένα ποδοκίνητο τροχό. Η εμπειρία όσων είχαν δοκιμάσει το τροχό ήταν οδυνηρή και το άκουσμα του τροχού έμοιαζε κάτι σαν βασανιστήριο. Μεταξύ άλλων η θεραπεία των χαλασμένων δοντιών περιλάμβανε  τοποθέτηση χρυσών θηκών ή αντικατάσταση με ολόκληρα χρυσά δόντια. Αρκετοί άνθρωποι, όταν χαμογελούσαν, έδειχναν και τα χρυσά τους δόντια, που γυάλιζαν. Υπήρξαν άνθρωποι, που έβαζαν χρυσά δόντια, χωρίς να έχουν κάποιο πρόβλημα, επειδή τα θεωρούσαν ένα είδος κοσμήματος. 

Παρά την ύπαρξη των γιατρών η εμπειρική αντιμετώπιση προβλημάτων  υγείας είχε σημαντική θέση. Μια εμπειρική μαία (μαμή) βοηθούσε τις γυναίκες, να γεννήσουν στα σπίτια τους. Ειδικευμένος γιατρός  δεν ήταν διαθέσιμος και  το μαιευτήριο απρόσιτο.  Υπήρχαν και εμπειρικοί, που αντιμετώπιζαν παθήσεις του ορθοπαιδικού συστήματος.   

Οι πιο παλιές νοικοκυρές αντιμετώπιζαν τις συνηθισμένες αδιαθεσίες και τραύματα με βότανα και γιατροσόφια. Με  έμπλαστρα, που παρασκεύαζαν οι ίδιες ή αυτά,   που αγόραζαν από  περιφερόμενους καλόγερους  και  ψημένα κρεμμύδια αντιμετώπιζαν πόνους και κτυπήματα.     Ακόμα και βδέλλες, για αναρρόφηση αίματος από το σώμα, ήταν ακόμα σε χρήση. Με εντριβές, με οινόπνευμα ή καθαρό πετρέλαιο (κηροζίνη), αντιμετώπιζαν κοινά κρυολογήματα. 

Σε πιο βαριές περιπτώσεις, «κόλλαγαν»  στις πλάτες βεντούζες, δηλαδή, ζεσταμένα γυάλινα ποτήρια. Το ζέσταμα των ποτηριών γινόταν με  καύση λίγου οινοπνεύματος, που  ήταν εμποτισμένο σε βάμβακι τυλιγμένο σε ένα πηρούνι. Τα ζεστά ποτήρια δημιουργούσαν υποπίεση, αναρροφούσαν το δέρμα  και «τράβαγαν» το κρύωμα.  Κάποιες φορές, οι βεντούζες ήταν «κοφτές»,   δηλαδή,    το σημείο του σώματος, που έμπαινε η βεντούζα, χάραζαν, προηγουμένως,  με ξυράφι και έτρεχε αίμα. 

.

                                                                ΕΜΠΟΡΙΟ

  Τη δεκαετία '50  ένα μέρος των αναγκαίων αγαθών  εξακολουθούσε να καλύπτεται από ίδια παραγωγή και από την οικιακή οικονομία. Τα καταστήματα λιανικού εμπορίου, τα μαγαζιά, κάλυπταν τα υπόλοιπα αναγκαία. Οι συνθήκες και οι ανάγκες ήταν άλλες, τότε. Τα  προσφερόμενα εμπορεύματα ήταν διαφορετικά και ο τρόπος λειτουργίας των μαγαζιών ήταν διαφορετικός. Η συσκευασία των εμπορευμάτων με υλικά από πλαστικό ή χαρτί ήταν πολύ περιορισμένη.   

Κάποιοι έμποροι ήταν συγχρόνως και  παρασκευαστές των εμπορευμάτων που πουλούσανε.  Όλα τα εμπορικά καταστήματα αλλά και αυτά που στέγαζαν εργαστήρια, πάνω από την είσοδο τους είχαν υποχρεωτικά μια ορθογώνια ξύλινη ταμπέλα, στην οποία αναγραφόταν το είδος της επιχείρησης και το όνομα του μαγαζάτορα. Τις ταμπέλες  έφτιαχναν κάποιοι επιδέξιοι στη χρήση πινέλου και μπογιάς.  

Τα παντοπωλεία ήταν τα πιο συνηθισμένα μικρά μαγαζιά, που πούλαγαν τρόφιμα  και κάποια οικιακά, ατομικά  και σχολικά είδη. Είναι γνωστά και ως μπακάλικα, αλλά στο Μαντούδι δεν χρησιμοποιούσαν το Τουρκογενές αυτό όνομα, και τα   έλεγαν μαγαζιά.  

Τα αντίστοιχα σημερινά καταστήματα υιοθέτησαν την ξενική ονομασία market.   Τότε αγοράζαμε ελάχιστα είδη και σε μικρές ποσότητες. Οι οικογένειες  διατηρούσαν κάποια αποθέματα τροφίμων ίδιας παραγωγής, αλλά δεν είχαν δυνατότητα να κάνουν απόθεμα, αγοράζοντας από το μαγαζί. Οι αγορές ήταν σε μικρές ποσότητες και για κάλυψη άμεσων αναγκών.   Ψυγεία  δεν υπήρχαν και όλα τα καταστήματα, που πουλούσαν τρόφιμα,  αντιμετώπιζαν πρόβλημα συντήρησης των τροφίμων, ιδιαίτερα το καλοκαίρι.   Όσα τρόφιμα ήταν νωπά, έπρεπε να πουληθούν σύντομα. 

 Η κατάσταση βελτιώθηκε, όταν  την θερινή περίοδο άρχισαν να χρησιμοποιούνται ψυγεία πάγου. Τα παντοπωλεία πουλούσαν  κυρίως τρόφιμα,  που  ήταν αποξηραμένα, παστωμένα με αλάτι, καπνισμένα  ή είχαν υποστεί επεξεργασία, για να μπορούν να διατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Η πολλή ζάχαρη         συντηρούσε τα διάφορα γλυκά και τις καραμέλες. Ελάχιστα  είδη ήταν σε μικρές συσκευασίες. Η  πλαστική σακούλα και τα πλαστικά μέσα συσκευασίας  ήταν ακόμα σχεδόν άγνωστα. Λίγες μεταλλικές κονσέρβες, κάποια χάρτινα ή γυάλινα δοχεία  και μικρές ή μεγαλύτερες σακούλες από σελοφάν.   Τα ακριβά μπαχαρικά τα πωλούσαν  συσκευασμένα σε μικρά φακελάκια από σελοφάν, που ήταν κολλημένα σε χαρτόνι.  

Ο έμπορος παρελάμβανε τα  στερεά είδη  σε μεγάλα δοχεία, σακιά ή δέματα και τα υγρά σε μικρά βαρέλια ή  «νταμιτζάνες», που ήταν γυάλινα δοχεία με εξωτερικό πλέγμα από καλάμι ή λυγαριά για προστασία. Η πώληση των εμπορευμάτων γινόταν «χύμα».  Η ποσότητα των στερεών εμπορευμάτων, που αγόραζε ο πελάτης ζυγιζόταν και   συσκευαζόταν πρόχειρα σε χαρτοσακούλες, χαρτί, παλιές εφημερίδες ή λαδόχαρτο. Ακόμα και τα μακαρόνια τα  τύλιγαν σε ένα χαρτί. Για τα υγρά έπρεπε ο πελάτης να έχει το δικό του  γυάλινο μπουκάλι. Απαραίτητα εργαλεία για τον παντοπώλη ήταν η σέσουλα, το μαχαίρι η σπάτουλα η ζυγαριά και οι μεζούρες για τα υγρά.   

Κάποια είδη τότε ήταν συνηθισμένα και σήμερα ανύπαρκτα ή σπάνια. Π.Χ. θρεψίνη, μπακαλιάρος αλατισμένος, παστές σαρδέλες λακέρδα, ρέγγες, ωμός καφές (άψητοι κόκκοι), χοντρό αλάτι, φωτιστικό πετρέλαιο, διάφορα εντομοκτόνα για το σπίτι.  Το πιο γνωστό εντομοκτόνο ήταν το  «φλιτ» με την αντίστοιχη τρόμπα ψεκασμού.  Ειδικά το χοντρό αλάτι, το φωτιστικό πετρέλαιο και  τα σπίρτα, συσκευασμένα σε χοντροκομμένα, ξύλινα κουτιά   προέρχονταν από το κρατικό μονοπώλιο. 

Τα σπιρτόκουτα είχαν την επιγραφή «ΠΥΡΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΜΟΝΟΠΩΛΕΙΟΥ».  Με τα έσοδα του Μονοπωλίου το Ελληνικό κράτος  ξεπλήρωνε και τότε δάνεια, όπως  κάνει και σήμερα αλλά και σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του.  Για την καθαριότητα πουλούσαν  μόνο σαπούνια  και κυρίως  πράσινο σαπούνι ελαιολάδου σε πλάκες μεγάλου μεγέθους. Η μπουγάδα γινόταν μόνο με σαπούνι και κάποια βελτιωτικά (χλώριο κλπ).  Τα συνθετικά απορρυπαντικά σε μορφή σκόνης ήταν ακόμα άγνωστα,   όπως άγνωστα ήταν και πολλά από τα είδη, που προσφέρουν τα αντίστοιχα σημερινά μαγαζιά, όπως π.χ. χαρτοπετσέτες, οδοντόπαστες, νωπά γαλακτοκομικά,  αναψυκτικά κλπ.

 Όλα τα υλικά, στερεά και υγρά τα πουλούσαν με το βάρος. Για τα μικρά βάρη η ζυγαριά πάνω στον πάγκο ήταν το πιο σημαντικό εργαλείο. Η κλασσική ζυγαριά  είχε δίσκους κατάλληλα διαμορφωμένους, ώστε  στον ένα να τοποθετείται το προς ζύγιση αντικείμενο και στο άλλο τα σταθμά. Μονάδα βάρους ήταν ακόμα η Τουρκική οκά, ίση με 1280 γραμμάρια και διαιρεμένη σε 400 δράμια. Η αντιστοιχία βάρους σταθμών και βάρους αντικειμένου ήταν 1:1. Η ζυγαριά έπρεπε να ήταν αξιόπιστη και τα σταθμά να έχουν το κανονικό βάρος. Υπήρχαν διάφορα ορειχάλκινα σταθμά  βάρους  μέχρι 200 δράμια ενώ τα πιο βαριά ήταν σιδερένια.  Για μεγαλύτερα  βάρη χρησιμοποιούσαν την πλάστιγγα. Η  πλάστιγγα τοποθετείτο στο δάπεδο, ήταν μια πιο βαριά κατασκευή και είχε μια  μεγάλη επιφάνεια για την τοποθέτηση των προς ζύγιση αντικειμένων, μεγάλου βάρους. Λειτουργούσε με μηχανισμό, που επέτρεπε  να  μετρείται μεγάλο βάρος, χρησιμοποιώντας σταθμά μικρού βάρους.   Τα υγρά μπορούσαν επίσης να ζυγιστούν στη ζυγαριά, αλλά συνήθως χρησιμοποιούσαν ογκομετρικά δοχεία σε μορφή κυπέλου (μεζούρες) ορισμένου όγκου και επομένως και ορισμένου βάρους. Έπρεπε όμως για κάθε υγρό να χρησιμοποιείται διαφορετική σειρά  μεζουρών, γιατί και η πυκνότητα είναι διαφορετική αλλά και δεν έπρεπε να ανακατεύονται τα διαφορετικά υγρά. 


        ΖΥΓΑΡΙΑ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΙΓΓΑ

   Η αγορά με πίστωση (βερεσέ)  ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Δεν είχαν όλοι δυνατότητα άμεσης πληρωμής και ο παντοπώλης, πουλώντας επί πιστώσει, εξασφάλιζε  μια σταθερή πελατεία. Ο κάθε πελάτης διατηρούσε ένα μικρό βιβλίο (γνωστό και ως τεφτέρι, αλλά εμείς δεν το λέγαμε έτσι), στο οποίο αναγράφονταν τα ψώνια και η αξία τους. Αντίστοιχα, ο παντοπώλης είχε μεγάλο βιβλίο, στο οποίο καταχωρούσε τα ψώνια των πελατών.  ¨Όταν ο πελάτης αποκτούσε λεφτά πλήρωνε τα βερεσέδια.   Είχαμε δηλαδή 'πιστωτική κάρτα' σε πρωτόγονη μορφή.

 Με ανάλογο τρόπο  λειτουργούσε και το οπωροπωλείο, γνωστό και ως μανάβικο,  με εμπορεύματα τα φρούτα και τα λαχανικά.  Τότε λειτουργούσαν ελάχιστα μόνιμα οπωροπωλεία. Οι περισσότεροι κάτοικοι κάλυπταν τις ανάγκες τους  με ίδια παραγωγή. Αναγκαστικά, όμως, αγόραζαν, όσα δεν παράγονταν εδώ, όπως πορτοκάλια, λεμόνια,  κουνουπίδια κ.α. Υπήρχαν και ντόπιοι ή ξένοι περιφερόμενοι πωλητές, που μετέφεραν τα εμπορεύματα στις γειτονιές, φορτωμένα σε ζώα, κάρα, τρίκυκλες μοτοσυκλέτες και μικρά φορτηγά αυτοκίνητα.  Οι πλανόδιοι χρησιμοποιούσαν ένα είδος φορητής ζυγαριάς, την παλάντζα, την οποία, είτε κρεμούσαν από σταθερό σημείο είτε την κράταγαν στο χέρι  και  ζυγίζανε εμπορεύματα μικρού βάρους, χωρίς τη χρήση σταθμών.  Για πιο  μεγάλα βάρη υπήρχε και το καντάρι, που λειτουργούσε με ανάλογο τρόπο, στηριζόμενο στους ώμους δύο ανθρώπων.    Οι πλανόδιοι έμποροι, πέρναγαν από τις γειτονιές διαλαλώντας το εμπόρευμά τους. Κάποιοι  φωνάζανε, ότι κάνουν τράμπα με καλαμπόκι και φασόλια. Δεχόντουσαν δηλαδή  να πληρώνονται όχι με μετρητά, αλλά με ντόπια προϊόντα, κάνοντας έτσι διπλό εμπόριο.

ΠΑΛΑΤΖΑ ΚΑΙ ΚΑΝΤΑΡΙ



Με τράμπα κάποιες φορές γινόταν και η προμήθεια ψαριών και γενικά θαλασσινών από πλανόδιους ψαράδες.  Δεν υπήρχε μόνιμο ψαράδικο, ούτε υπήρχαν ντόπιοι επαγγελματίες ψαράδες.  Εκείνη την Εποχή, μπορούσες να αγοράσεις από πλανόδιους ζωντανούς αστακούς, που κουνάγανε τις κεραίες τους και χτυπάγανε τις ουρές τους. Είναι κάτι, που σήμερα φαντάζει αδιανόητο. Μπορούσες ακόμα να αγοράσεις και άλλα θαλασσινά, όπως τα εντυπωσιακά μεγάλα κοχύλια, τις  πίνες, που σήμερα έχουν εξαφανιστεί.

Χαρακτηριστική ήταν η εμφάνιση γυναικών από τη Βλαχιά που έκαναν «πλανόδιο εμπόριο». Φορώντας τις παραδοσιακές ιδιόμορφες φορεσιές τους, έχοντας δεμένο στη πλάτη ένα τσουβάλι με τσάι του βουνού, γυρνούσαν στις γειτονιές προσπαθώντας να το πουλήσουν.  Το τσάι είναι ένα ενδημικό φυτό, που φυτρώνει στις πλαγιές των βουνών της κεντρικής Εύβοιας. Είναι ιδιαίτερα αρωματικό και την Δεκ '50 ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές. 

Ο φούρναρης, με αντικείμενο το βασικό είδος διατροφής το ψωμί, ήταν συγχρόνως μεταποιητής, έμπορος, αλλά παρείχε και υπηρεσία. Η διαδικασία της παραγωγής ψωμιού περιλαμβάνει το ζύμωμα, το φούσκωμα και το ψήσιμο. Το ζύμωμα είναι επίπονη εργασία, που σήμερα γίνεται με ηλεκτροκινούμενα ζυμωτήρια. Εκείνη την Εποχή, δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και ο ίδιος ο φούρναρης ζύμωνε με τα χέρια, καταναλώνοντας τη δική του ενέργεια.   Το ψήσιμο γινόταν στον φούρνο, ειδικής κατασκευής, που θερμαινόταν με καύση ξύλων.  Στην κάτω πλευρά υπήρχε ο θάλαμος καύσης  και στην πάνω ο θολωτός χώρος με την  επιφάνεια ψησίματος.  Όσα νοικοκυριά δεν μπορούσαν να παράγουν τα ίδια  το ψωμί τους,   το αγόραζαν.   Ο φούρναρης  έφτιαχνε ψωμί σε σχήμα φρατζόλας μικρού βάρους και σε δύο είδη.  Το 'άσπρο'  πολυτελείας  από αλεύρι φαρίνα και το 'μαύρο' από κανονικό αλεύρι.  Το 'άσπρο' εθεωρείτο τότε το καλό ψωμί και ήταν ακριβότερο. Σήμερα, έπαψε να θεωρείται «καλό» και έχει εξαφανιστεί.      Πολλές νοικοκυρές  ζύμωναν μεν το ψωμί, αλλά το μετέφεραν στο φούρνο για να ψηθεί. Ο φούρναρης χάραζε τα αρχικά του νοικοκύρη στο ψωμί για να τα γνωρίζει και πληρωνόταν για τα ψηστικά.  Επί πλέον, ο φούρναρης ανελάμβανε το ψήσιμο  φαγητών  σε  ταψί  και εκτός από τα ψηστικά, που εισέπραττε, είχε την ευκαιρία να τσιμπολογήσει και καμιά πατάτα.   

Ο κρεοπώλης ή χασάπης  κάλυπτε τις ανάγκες σε κρέας, αλλά ήταν τελείως διαφορετικός επαγγελματίας από το Σημερινό.   Ο χασάπης  της Εποχής εκείνης είχε κατάστημα στην αγορά, αλλά ήταν συγχρόνως εκδοροσφαγέας και έμπορος κρέατος. Με πενιχρά, ανύπαρκτης υγιεινής μέσα, τα ζωντανά ζώα μετατρέπονταν σε κρέας.   Η όλη διαδικασία γινόταν στο μαγαζί,  μπροστά στα μάτια του κόσμου και αποτελούσε θέαμα για τους πιτσιρικάδες. Το ανατριχιαστικό για τα σημερινά δεδομένα θέαμα ήταν κάτι συνηθισμένο, την Εποχή εκείνη. Χρησιμοποιούσαν λίγο  νερό, που είχαν σε ένα ποτιστήρι, ένα κάδο για τα απόβλητα,  ένα τσιγκέλι   για να κρεμάνε το σφάγιο  και μια βέργα με φούντα από μαλλιά ουράς ζώου στην άκρη, για να απομακρύνουν τις μύγες.  Σφάζανε κυρίως μικρά και μεγάλα  αρνιά και κατσίκια. Κάποια χοιρινά σφάζανε την περίοδο των Χριστουγέννων, ενώ  τα μοσχάρια ήταν σπάνια.  Ο χασάπης έπιανε το ζώο και έκοβε το λαιμό του. Το αίμα έρρεε στον κάδο και έπηζε.  Όταν σταμάταγε η ροή του αίματος, άνοιγε μια μικρή τρύπα στο πίσω πόδι και με το στόμα ή με ένα φυσερό το φούσκωνε και άρχιζε το γδάρσιμο. Στη συνέχεια το κρέμαγε στο τσιγκέλι, τελείωνε το γδάρσιμο και απομάκρυνε τα άχρηστα εντόσθια.   Το σφάγιο ήταν έτοιμο πλέον να τεμαχιστεί, σύμφωνα με τις επιθυμίες των πελατών.  Μαχαίρια και μπαλτάδες και ένα μεγάλο κομμάτι κορμού πλατάνου, το κούτσουρο,  ήταν τα μέσα για τον τεμαχισμό του κρέατος.  Το κρέας με τα μακαρόνια ήταν τότε η κατ’ εξοχήν τροφή της Κυριακής, γι’ αυτό η σφαγή γινόταν  Παρασκευή-Σάββατο, με την ελπίδα να πουληθεί σύντομα, αφού ψυγεία δεν υπήρχαν για αποθήκευση-συντήρηση.  Άλλη επεξεργασία δεν υπήρχε και φυσικά δεν υπήρχαν μηχανές για κιμά. Κάποιοι χασάπηδες μετέτρεπαν οι ίδιοι τα βρώσιμα εντόσθια σε κοκορέτσι και σπληνάντερο.   Τα έψηναν και τα πουλούσαν είτε σκέτα για το σπίτι  (take away που λέμε σήμερα), είτε τα προσέφεραν με κρασί, σε  όσους ήθελαν να το τσούξουν λίγο.

Το ζαχαροπλαστείο  παρασκεύαζε περισσότερο γλυκά, που μπορούσαν να διατηρηθούν σε θερμοκρασία περιβάλλοντος (σιροπιαστά, καραμελλοειδή, παστέλια κλπ), ενώ τα πιο ευαίσθητα (πάστες, νωπά γαλακτοκομικά) έπρεπε να καταναλωθούν σύντομα. Είδη γλυκών  και ξηρών καρπών (καραμέλες, λουκούμια, φυστίκια, στραγάλια κλπ) πουλούσαν και τα παντοπωλεία και τα περίπτερα. Υπήρχαν και πλανόδιοι πωλητές γλυκών.   Το σάμαλι ήταν ένα σιροπιαστό γλυκό, που κάποιος το πούλαγε στο δρόμο.  Εκείνα όμως, που κέντριζαν το ενδιαφέρον των μικρών παιδιών ήταν τα 'κοκοράκια' και τα 'μήλα', που επίσης πουλιόντουσαν στο δρόμο. Τα 'κοκοράκια' ήταν γλειφιτζούρια από πολύχρωμη καραμέλα σε σχήμα πτηνού και στερεωμένες σε ένα ξυλάκι. Παρόμοια ήταν και τα μικρά 'μήλα' βουτηγμένα σε καραμέλα.  Τους καλοκαιρινούς μήνες εμφανίζονταν και οι πλανόδιοι παγωτατζήδες, διαλαλώντας το εμπόρευμά τους. Άλλοι  πουλούσαν παραδοσιακό  παγωτό εργαστηρίου, που το προσέφεραν σε χωνιά ή πλακίδια γκοφρέτας και άλλοι  πουλούσαν τα βιομηχανικής παραγωγής  παγωτά. Τα βιομηχανικά αυτά παγωτά  ήταν συσκευασμένα σε μικρά πλαστικά κύπελλα ή στερεωμένα σε ξυλάκι και καλυμμένα με χαρτοσακούλα.      Χρησιμοποιούσαν ειδικά μεταλλικά ψυγεία πάγου με διπλά τοιχώματα και μόνωση εξωτερικά τοποθετημένα σε τρίκυκλα καρότσια ή ποδήλατα. Ανάμεσα στα διπλά τοιχώματα έμπαιναν κομμάτια πάγου που εξασφάλιζαν την ψύξη.   

 Τα λεγόμενα εμπορικά καταστήματα κάλυπταν τις ανάγκες   σε ένδυση, υπόδηση, και οικιακά είδη.  Οι ράφτες οι μοδίστρες αλλά και οι νοικοκυρές ανελάμβαναν  να κατασκευάζουν τα περισσότερα ρούχα, αλλά και υφασμάτινα είδη για το νοικοκυριό. Οι νοικοκυρές έκαναν και βαφή νημάτων και υφασμάτων. Οι έμποροι πουλούσαν κυρίως  υφάσματα, νήματα, κλωστές και είδη για ράψιμο, πλέξιμο  κλπ.  Λιγότερο, πουλούσαν έτοιμα είδη ένδυσης  και είδη για το σπίτι. Σε ότι αφορά την υπόδηση, τα δερμάτινα παπούτσια (κυρίως ανδρικά) κατασκεύαζαν οι υποδηματοποιοί και οι έμποροι πουλούσαν περισσότερο πάνινα, ελαστικά παπούτσια, παντόφλες κλπ.   Τα νήματα ήταν συσκευασμένα κατάλληλα σε «κούκλες», ώστε να μπορούν να  χρησιμοποιηθούν, χωρίς να μπερδευτούν. Τα υφάσματα τυλιγμένα σε τόπια και με ποικιλία χρωμάτων σχεδίων και ποιοτήτων ήταν τοποθετημένα σε ράφια.  Το πλάτος του υφάσματος ήταν συγκεκριμένο και η ποσότητα μετριόταν με το μήκος. Μονάδα μήκους ήταν ο εμπορικός πήχης, ίσος με  64 εκατοστά του μέτρου περίπου, και υποδιαιρούμενος σε 8 ρούπια.   Οι έμποροι μέτραγαν το ύφασμα με τον πήχη, μια  πλατιά ξύλινη ρίγα με υποδιαιρέσεις.  Τα καταστήματα, που πουλούσαν διάφορα  σιδερικά, εργαλεία και  χρώματα, πουλούσαν  και βαφές για υφάσματα και  νήματα.    Σήμερα, τα αντίστοιχα καταστήματα πουλάνε μόνον έτοιμα προϊόντα.  Η κατασκευή ρούχων, παπουτσιών και λοιπών ειδών γίνεται μαζικά από βιομηχανίες 

Εμπορικά καταστήματα πουλούσαν  και τον οικιακό εξοπλισμό, πιατικά, κατσαρολικά,  συσκευές και άλλα οικιακά και ατομικά είδη. Κάποια από τα αντικείμενα, που πουλούσαν τότε, Σήμερα, είναι σπάνια ή έχουν εκλείψει. Τέτοια ήταν π.χ τα  χάλκινα κατσαρολικά (τεντζερέδια), διάφορα πήλινα σκεύη και στάμνες, οι γυάλινες και μεταλλικές λάμπες πετρελαίου για φωτισμό,  οι γκαζιέρες για το μαγείρεμα, χειροκίνητες ή ποδοκίνητες ραπτομηχανές και άλλες συσκευές, που δεν χρειάζονταν ηλεκτρικό ρεύμα για να λειτουργήσουν. Οι γνωστές, Σήμερα, ηλεκτρικές συσκευές ήταν άγνωστες. Τα μόνα ηλεκτρικά είδη ήταν τα φανάρια (φακοί), που λειτουργούσαν με μπαταρίες.  Ένα  κατάστημα  πουλούσε   ραδιόφωνα,  και τις μπαταρίες, που χρειαζόντουσαν για να λειτουργήσουν.  Στα μέσα της δεκαετίας, εμφανίστηκαν  και οι πρώτες συσκευές υγραερίου.  Υπήρχαν και πλανόδιοι πωλητές,  που πουλούσαν ανάλογα εμπορεύματα, υφάσματα, ψιλικά και άλλα αντικείμενα. Με δίτροχα κάρα, μικρά αυτοκίνητα ή τρίκυκλα τροχοφόρα ή ακόμα κουβαλώντας τα εμπορεύματα  σε μπόγους, κρεμασμένους  στον ώμο,  προσπαθούσαν  να τα πουλήσουν στις γειτονιές. Οι πλανόδιοι «κανατάδες»  πουλούσαν στους δρόμους τα κοκκινωπά, πήλινα σκεύη, στάμνες μεγάλες, στάμνες μικρές (κανάτια), «μπακαρέλια», πιθάρια (φτήνες ή κιούπια), τσουκάλια, γαβάθες,  ταψιά κλπ.   Υπήρχαν  και  δύο Μαντουδιανοί, που ήταν μόνιμοι υπαίθριοι πωλητές χρήσιμων μικροαντικειμένων, και  παιχνιδιών, ψιλικών δηλαδή, κάτι σαν τους πραματευτάδες της πιο παλιάς Εποχής, όπως τσατσάρες, καθρεφτάκια, τσακμάκια (αναπτήρες), κοκαλάκια και τσιμπιδάκια για τα μαλλιά, κομπολόγια, παιχνίδια για τα παιδιά κλπ.  Τοποθετούσαν τα εμπορεύματα σε τρίκυκλα καρότσια  και ερχόντουσαν στην πλατεία. Είχαν περισσότερους θεατές και λιγότερους αγοραστές.  Για να προσελκύσουν δε πελατεία πιτσιρικάδων, διοργάνωναν και λοταρία.  Στο εσωτερικό κλειστών φακέλων  γράφονταν τα «δώρα». Στους περισσότερους φάκελους δεν γραφόταν  δώρο ή γραφόταν  μια καραμέλα ή ένα μπισκότο.  Σε ελάχιστους υπήρχε κάποιο αντικείμενο αξίας. Με λίγα λεφτά αγόραζε ο πελάτης ένα φάκελο και αν ήταν τυχερός, αποκτούσε κάτι  σημαντικό σε αξία.

Τα περίπτερα, τα Ελληνικής εφεύρεσης κιόσκια-καταστήματα πουλούσαν αποκλειστικά τα τσιγάρα, που τότε δεν είχαν  φίλτρα  Η συντριπτική πλειονότητα των ανδρών   ήταν καπνιστές, αλλά οι ντόπιες γυναίκες δεν   άγγιζαν τα τσιγάρα. Τα περίπτερα τραβούσαν όμως και το ενδιαφέρον των πιτσιρικάδων, γιατί, όπως και Σήμερα, πουλούσαν κάποια ψιλικά είδη, παιχνίδια, καραμέλες, μπισκότα, σοκολάτες κλπ.   Υπήρχε και ένα βιβλιοχαρτοπωλείο, που πουλούσε βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες γραφική ύλη και σχολικά είδη.  Τα σχολικά είδη   περιλάμβαναν και τα άγνωστα, Σήμερα, είδη:  πλάκες, κοντύλια, πέννες, κονδυλοφόρους,  μελάνι,  στυπόχαρτο.  Τα στυλό διαρκείας ήταν σχεδόν άγνωστα ακόμα.  Η πλήρης δωρεάν παιδεία  δεν είχε εφαρμοστεί ακόμα και επομένως όλα τα σχολικά βιβλία, ακόμα και τα θρυλικά «αναγνωστικά», έπρεπε να τα αγοράζουν οι γονείς μας από το βιβλιοπωλείο.

Το παλιό βενζινάδικο,  δίπλα  σε αυτό που υπάρχει και Σήμερα, πούλαγε τα καύσιμα για τα λίγα τότε αυτοκίνητα και μηχανήματα. Ήταν πρατήριο της Αμερικάνικης εταιρείας Mobil Οil, που κυριαρχούσε τότε στην Ελλάδα, αλλά σήμερα δεν υπάρχει.  Η εμφάνιση του καταστήματος ήταν εντυπωσιακή σύμφωνα με τα αμερικάνικα πρότυπα. Μεγάλα μπλε γράμματα σε κόκκινο φόντο έγραφαν το όνομα της εταιρείας και δίπλα το σήμα της, ο κόκκινος Πήγασος, το φτερωτό άλογο της Ελληνικής μυθολογίας. Τα καύσιμα  ήταν το μόνο υγρό προϊόν,  που πουλιόταν με τον όγκο.  Μονάδα όγκου ήταν το Αμερικάνικο γαλόνι, ίσο περίπου με 4 λίτρα.  Στην αρχή, είχε μόνο χειροκίνητη αντλία βενζίνης.  Ήταν μια ψηλή μεταλλική στήλη. Στο πάνω μέρος είχε το σήμα με τον Πήγασο και λίγο πιο κάτω  έναν γυάλινο  ογκομετρικό κύλινδρο  με υποδιαιρέσεις  γαλονιού. Με την  αντλία γέμιζε πρώτα ο κύλινδρος τον επιθυμητό όγκο και στη συνέχεια με ένα ελαστικό σωλήνα άδειαζε στο ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου με τη βαρύτητα. Ένα δεύτερο βενζινάδικο λειτούργησε για ένα διάστημα  στη σημερινή οδό Μεταλλωρύχων, εκεί  που βρισκόταν και η γεννήτρια, που παρήγαγε το ηλεκτρικό ρεύμα.

Ένα καλοκαιρινό πρόβλημα, που αντιμετώπιζαν όλοι οι άνθρωποι τότε, αλλά ιδιαίτερα οι καταστηματάρχες, ήταν η σκόνη. Ο παραμικρός αέρας, η διέλευση ενός αυτοκινήτου ή ακόμα και αμαξιού σήκωνε σκόνη. Το απαραίτητο εργαλείο για κάθε καταστηματάρχη ήταν το μεταλλικό ποτιστήρι. Δύο φορές την ημέρα, τουλάχιστον, κατάβρεχαν, όσο το δυνατόν, μεγαλύτερη επιφάνεια έξω από την είσοδο του μαγαζιού τους, για να περιορίσουν την ενοχλητική σκόνη. Το χειμώνα είχαν πρόβλημα θέρμανσης. Καλό ντύσιμο και ένα μαγκάλι με πυρωμένα κάρβουνα βόλευαν κάπως την κατάσταση.

Ο κύριος όγκος προμηθειών,  σε είδη ρουχισμού και εξοπλισμών,  για τους Μαντουδιανούς αλλά και τους  κατοίκους των γύρω χωριών γινόταν στο ετήσιο εμπορικό πανηγύρι, με την ευκαιρία της θρησκευτικής  γιορτής.  Το εμπορικό πανηγύρι το λέγαμε και παζάρι, γιατί τα εμπορεύματα δεν είχαν σταθερή τιμή.   Η αγορά λειτουργούσε με τα ανατολίτικα πρότυπα και η τελική τιμή ήταν θέμα διαπραγμάτευσης. Οι έμποροι έθεταν στην αρχή μεγάλη τιμή  και το παζάρι κατέληγε σε μια τιμή,  έτσι, που  και ο έμπορος κέρδιζε και ο πελάτης έμενε ικανοποιημένος. Έμποροι  από άλλα μέρη έστηναν πρόχειρες παράγκες και πουλούσαν κάθε είδους διαθέσιμα, την Εποχή εκείνη, εμπορεύματα εκτός από τρόφιμα. Οι έμποροι διαλαλούσαν τα εμπορεύματα ακόμα και τραγουδιστά και παρότρυναν τον κόσμο να αγοράσει.   Στην αρχή τα παζάρια γίνονταν  στο χώρο μεταξύ εκκλησίας και πλατείας.  Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο γήπεδο. Αργότερα,   μεταφέρθηκαν  στο χώρο,  που  διαμορφώθηκε   μπροστά από το Σημερινό Δημαρχείο.   Παράλληλα,  κοντά στη γέφυρα διοργανωνόταν και η ζωοπανήγυρη, το παζάρι ζώων.  Όσοι ήθελαν να πουλήσουν το ζώο τους, το παρουσίαζαν σε υποψήφιους αγοραστές.   Κριτήριο για την καλή κατάσταση του ζώου ήταν η εμφάνιση, αλλά κυρίως η κατάσταση των δοντιών του.   Αν όλοι ήταν ικανοποιημένοι προχωρούσε η μεταβίβαση.  Το εμπόριο των ζώων, αχρείαστο πλέον, έχει καταργηθεί. Το εμπορικό παζάρι    γίνεται και Σήμερα,  αλλά τότε είχε άλλη  μαγεία. Αποτελούσε τη μοναδική ευκαιρία για τους περισσότερους, να έχουν μεγάλη ποικιλία εμπορευμάτων, για να μπορούν να διαλέξουν.  Σήμερα,  οι δυνατότητες έχουν αλλάξει και το παζάρι δεν έχει  το ίδιο ενδιαφέρον. 

                                                           

                                                 

                                                        ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ

   Η σύνθεση και η λειτουργία ενός νοικοκυριού είναι πάντα σε συνάρτηση με τις συνθήκες κάθε Εποχής και την  οικονομική ευμάρεια της οικογένειας.  Την Δεκαετία του ’50,  η λειτουργία του νοικοκυριού μιας συνηθισμένης αγροτικής ή εργατικής οικογένειας έπεφτε στους ώμους της νοικοκυράς. Αναφέρομαι περισσότερο σε νοικοκυριά κάποιας ηλικίας, δεδομένου ότι τα νεότερα είχαν αρχίσει να ενσωματώνουν κάποιες νέες διευκολύνσεις.   Οι νοικοκυρές της Εποχής, οι μανάδες μας, ήταν  βαριά εργαζόμενες γυναίκες, χωρίς μισθό, χωρίς ωράριο, χωρίς αργία, συνεχώς στην υπηρεσία της οικογένειας.   Ο ρόλος της μάνας-νοικοκυράς  και σήμερα δεν έχει αλλάξει, αλλά η τεχνολογία την έχει απαλλάξει από τη βαριά και επίπονη δουλειά, που  ο ρόλος της επιβάλλει.  Η  διαφορά του Σήμερα με του Τότε είναι τεράστια και γίνεται μεγαλύτερη, όταν λάβουμε υπόψη, ότι οι οικογένειες ήταν πολυμελείς,  τα εισοδήματα περιορισμένα  και ότι παράλληλα με τις βαριές δουλειές του νοικοκυριού,  η νοικοκυρά έπρεπε, να ενισχύει το οικογενειακό εισόδημα, με όποιον τρόπο μπορούσε.

 Ένα συνηθισμένο  Μαντουδιανό  σπίτι ήταν   κτισμένο με τον παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή, με τη γνωστή γκρίζα πέτρα, χωρίς άλλη εξωτερική επεξεργασία και αποτελείτο από δύο κύρια δωμάτια και βοηθητικούς χώρους. Η κύρια είσοδος ήταν μια ξύλινη δίφυλλη πόρτα. Το ένα φύλλο ήταν μονίμως στερεωμένο με σύρτη ή γωνιακή αμπάρα. Η αμπάρα   ήταν ένας μοχλός, του οποίου το ένα άκρο στερεωνόταν στο τοίχο με άρθρωση και το άλλο εφαρμοζόταν σε κατάλληλη υποδοχή της πόρτας. Το άλλο φύλλο της πόρτας είχε την κλειδαριά με το μεγάλο κλειδί και το χερούλι με την  πετούγια.  Με την πετούγια   ελεγχόταν ένα μάνδαλο στην εσωτερική πλευρά.  Σε αρκετά σπίτια, εξωτερικά και δίπλα στην είσοδο, υπήρχε στερεωμένη στο δάπεδο μια σιδερένια κατασκευή, με την οποία το χειμώνα οι ένοικοι και οι επισκέπτες καθάριζαν τις λάσπες των παπουτσιών τους, πριν μπουν στο σπίτι.   Αμέσως μετά την είσοδο, υπήρχε ένα μικρό χολ.  Στο χολ συνήθως τοποθετούσαν έναν κρεμαστό καθρέφτη, που είχε την  επιγραφή «καλημέρα» και την εικόνα τριών νεαρών γυναικών. Συνέχεια στο χολ υπήρχε ο χώρος, που τυπικά ήταν κουζίνα, αλλά δεν ήταν κουζίνα με τη Σημερινή έννοια, ήταν χώρος, που φύλαγαν τα κουζινικά σκεύη  και τα τρόφιμα.  Είχε κάποιο ντουλάπι ή ράφια   και ένα κρεμαστό φανάρι.  Εκτός από τα γυάλινα και  πορσελάνινα είδη υπήρχαν πήλινα είδη (πιάτα και γαβάθες (βαθιά πιάτα), λεκάνες και τσουκάλια για μαγείρεμα). Επίσης, αλουμινένια είδη ( κατσαρόλες, τηγάνια, ταψιά, κανάτες και κύπελλα (κατσαρόλια)   και επικασσιτερωμένα χάλκινα (τεντζερέδια και ταβάδες).    Το φανάρι ήταν το «ψυγείο» της εποχής.  Ήταν ένα  κουτί – ντουλάπι με ράφια. Ο σκελετός ήταν φτιαγμένος από επιψευδαργυρωμένη λαμαρίνα  και στα πλαϊνά είχε μεταλλική σήτα.  Στο φανάρι φύλαγαν  μαγειρεμένα και νωπά τρόφιμα.  Η σήτα επέτρεπε τον αερισμό του χώρου του φαναριού και εμπόδιζε να πλησιάσουν τα έντομα και οι γάτες.  Όταν άρχισε η διάθεση πάγου από το παγοποιείο, τους καλοκαιρινούς μήνες, όσα νοικοκυριά είχαν την οικονομική δυνατότητα, άρχισαν να εφοδιάζονται με ψυγεία πάγου. Στον ίδιο  χώρο, υπήρχαν πήλινα δοχεία, μικρά πιθάρια, για αποθήκευση τροφίμων, που τα λέγανε φτήνες ή κιούπια και διάφορα  ακόμα κουζινικά είδη με σημαντική την ξύλινη σκάφη και την πινακωτή για την παρασκευή του ψωμιού της οικογένειας. 

                                                                                  ΠΙΘΑΡΙ ΚΑΙ ΦΑΝΑΡΙ

ΤΕΝΤΖΕΡΗΣ ΚΑΙ ΚΑΖΑΝΙ



                                                 ΟΙΚΙΑΚΟ ΨΥΓΕΙΟ ΠΑΓΟΥ


Το καθημερινό ήταν το δωμάτιο της καθημερινής διαβίωσης. Εκεί,  σε μια γωνία ψηλά υπήρχε το εικονοστάσι με τις λίγες εικόνες, τα στέφανα του ζευγαριού και το καντήλι, που άναβε τα βράδια, όσο συχνά μπορούσε η οικογένεια να διαθέσει το   καύσιμο του καντηλιού, το πολύτιμο ελαιόλαδο. Κάθε προσευχή η σταυροκόπημα των μελών της οικογένειας γινόταν πάντα προς την κατεύθυνση του εικονοστασίου. Εκεί και το τζάκι, η πηγή θερμότητας με καύση ξύλων. Το χώρο καύσης τον λέγανε και 'παραστιά'. Πάνω από το τζάκι υπήρχε ένα ράφι με ένα διακοσμητικό και προστατευτικό πανί, το τζακόπανο.   Στο ράφι του τζακιού ένα  μεγάλο κουρδιστό ρολόι έλεγε την ώρα και κτύπαγε δυνατά και ρυθμικά το τικ-τακ. Εκεί υπήρχε και η λάμπα πετρελαίου για τον φωτισμό. Υπήρχε υποτυπώδης ηλεκτροφωτισμός από ένα τοπικό δίκτυο, αλλά η παροχή ρεύματος γινόταν για λίγες ώρες την ημέρα     και  συχνά υπήρχαν  πολυήμερες διακοπές. Έτσι ήταν   απαραίτητες  οι λάμπες πετρελαίου και τα λουξ.  Επι πλέον κάθε σπίτι είχε δικαίωμα να έχει μόνο ένα ηλεκτρικό λαμπτήρα. Η λάμπα πετρελαίου (κηροζίνης) αποτελείτο από ένα δοχείο στη βάση της, στο οποίο έμπαινε το καύσιμο. Μέσω ενός μηχανισμού, που βίδωνε στο άνω μέρος του δοχείου, βυθιζόταν στο καύσιμο ένα στενόμακρο φυτίλι. Με τον μηχανισμό το φυτίλι ανεβοκατέβαινε.  Το φυτίλι άναβε με μια κίτρινη φλόγα, που έβγαζε μαύρη καπνιά. Στερεώνοντας, το κατάλληλα διαμορφωμένο λαμπόγυαλο στον μηχανισμό, η  καύση γινόταν καλύτερη και αν η  ρύθμιση της λάμπας ήταν καλή, η φλόγα ήταν λαμπερή χωρίς καπνιά. Αν κάτι δεν πήγαινε καλά, το θαμπό φως συνοδευόταν από καπνιά και έντονη μυρωδιά πετρελαίου. Το λουξ το χρησιμοποιούσαν κυρίως στα μαγαζιά. Λειτουργούσε με βενζίνη. Στο δοχείο της βενζίνης γινόταν συμπίεση αέρα, που ανάγκαζε τη βενζίνη να βγαίνει από το ακροφύσιο (μπεκ) σε μορφή σταγονιδίων και να καίγεται. Η θερμότητα που παραγόταν, προκαλούσε τη λευκοπύρωση ενός πλέγματος αμιάντου, το οποίο ανέδυε λαμπερό φως. Με ανάλογο τρόπο λειτουργούν, Σήμερα, λάμπες υγραερίου. Για πρόχειρο φορητό φωτισμό ένα κερί ήταν πάντα διαθέσιμο. Υπήρχαν όμως και τα κλασσικά λυχνάρια ελαιολάδου. Ήταν κλειστά δοχεία, που κρεμόντουσαν από ένα χερούλι και είχαν  γυάλινα πλαϊνά. Στο εσωτερικό υπήρχε μικρό δοχείο λαδιού, που καιγόταν με φυτίλι, όπως τα γνωστά καντήλια της εκκλησίας. Τα ηλεκτρικά φανάρια (φακοί), που λειτουργούσαν με μπαταρίες, είχαν  κάνει την εμφάνιση τους και τα χρησιμοποιούσαν για μικρής διάρκειας φωτισμό.

ΛΑΜΠΑ ΚΗΡΟΖΙΝΗΣ






Το καθημερινό δωμάτιο ήταν συγχρόνως κρεβατοκάμαρα και τραπεζαρία.  Ένα χαμηλό, συνήθως, ορθογώνιο τραπέζι ή το ακόμα πιο χαμηλό και στρογγυλό, που το λέγανε 'σοφρά' με  σκαμνιά και ψάθινα καρεκλιά για καθίσματα, εξυπηρετούσε την οικογένεια.  Τα κρεβάτια ήταν λίγα. Για τον ύπνο,  σε μια άκρη του δωματίου,  υπήρχε ο «γιούκος», που ήταν μια στοίβα  από διάφορα στρωσίδια (κιλίμια, κουβέρτες, παπλώματα, κουρελούδες) και  μαξιλάρια κανονικά και μακριά (μαξιλάρες)). Το βράδυ, τα στρωσίδια απλωνόντουσαν στο δάπεδο, για να κοιμηθούν τα συνήθως πολλά παιδιά της οικογένειας.     Απλές κρεμάστρες  για τα ρούχα συμπλήρωναν τα «αξεσουάρ» του καθημερινού δωματίου. Τα παράθυρα ήταν απλά, στενά με συμπαγή εξώφυλλά και στα τζάμια βάζανε μικρά άσπρα κουρτινάκια.

Το «καλό» δωμάτιο  το λέγανε και σάλα.  Η καθημερινή του χρήση ήταν περιορισμένη. Ήταν το δωμάτιο για τις υποδοχές  επισκεπτών και για τις γιορτές. Εδώ υπήρχε κανονικό τραπέζι με τραπεζομάντηλο με τη γυάλινη φρουτιέρα στο κέντρο και κανονικές, πιο περιποιημένες ψάθινες καρέκλες.  Υπήρχε και κάποιο μπαούλο για τα ρούχα του νοικοκυριού, κάποιο ντουλάπι για τα καλά γυαλικά,  κρεμάστρες για τα «καλά» ρούχα της οικογένειας, κάποιος μεγάλος καθρέφτης στο τοίχο και μεγάλες κορνιζαρισμένες φωτογραφίες με αγαπημένα πρόσωπα. Η πιο σημαντική και απαραίτητη μεγάλη κορνιζαρισμένη φωτογραφία ήταν αυτή του ανδρόγυνου με γαμπριάτικο κουστούμι και νυφικό από την ημέρα του γάμου του.  Επίσης, εδώ υπήρχε και το «καλό» κρεβάτι του ανδρόγυνου, κολλημένο στο τοίχο, στο οποίο ήταν κρεμασμένο ένα διακοσμημένο παραπέτασμα, που το λέγανε «μπατανία».  Το μοντέρνο, για την Εποχή, κρεβάτι   ήταν σιδερένιο και συναρμολογούμενο. Τα δυο άκρα ήταν σιδερένια, διακοσμημένα άσπρα κάγκελα, καλλιτεχνικής κατασκευής, με επιχρωμιωμένη κουπαστή της άνω πλευράς. Δύο διαμήκη σιδερένια, γωνιακά δοκάρια συνένωναν τα άκρα. Πάνω στα δοκάρια εφαρμοζόταν το ξύλινο πλαίσιο του  'ελατηριωτού  σομιέ'. Πάνω από το 'σομιέ' τοποθετείτο ένα απλό στρώμα χωρίς ελατήρια και από πάνω τα κλινοσκεπάσματα.  Ενόσω τα ελατήρια του 'σομιέ' ήταν τεντωμένα, το κρεβάτι ήταν υποφερτό. Με την πάροδο του χρόνου και τη χρήση, όμως, τα ελατήρια χαλάρωναν και το κρεβάτι  μετατρεπόταν σε μια λακκούβα. Τα παράθυρα της σάλας ήταν πιο περιποιημένα με μακριές κουρτίνες, τα στόρια.  Τα υφασμάτινα "αξεσουάρ" του σπιτιού (στόρια, κουρτινάκια, τραπεζομάντιλα, τζακόπανα), συνήθως ήταν διακοσμημένα με «κοφτά» κεντήματα, δηλαδή σχέδια, που τα έφτιαχναν με κεντημένα ανοίγματα στο ύφασμα. 


ΚΡΕΒΑΤΙ ΕΠΟΧΗΣ
                        

Τα σπίτια ήταν ισόγεια ή δίπατα. Το δάπεδο των ισογείων ήταν επιστρωμένο με απλό τσιμέντο.  Στα δίπατα το δάπεδο ήταν ξύλινο και στηριζόταν σε ένα χοντρό δοκάρι, που το έλεγαν «πατερό».  Στα δίπατα η διαβίωση γινόταν στο πάνω πάτωμα, ενώ το κάτω ήταν αποθηκευτικός χώρος.    Το ταβάνι ήταν επίσης ξύλινο. Κάποια, πιο παλιά σπίτια, δεν είχαν ταβάνι και έβλεπες κατ’ ευθείαν τη ξύλινη υποδομή της κεραμοσκεπής.  Εξωτερικά,  υπήρχε στα δίπατα κάποιος μικρός ή μεγάλος εξώστης. Τα περισσότερα σπίτια είχαν  ανοικτή αυλή, χρήσιμη για πλήθος εργασιών, για καταλύματα των ζώων  και αποθήκευση υλικών και αντικειμένων.  Εδώ, υπήρχε η στάμνα με το νερό και η «βρύση», ένα  ημικυλινδρικό μεταλλικό  δοχείο με στρόφιγγα   για το λούσιμο, το πλύσιμο χεριών, ποδιών,  προσώπου και πιατικών με μια λεκάνη στη βάση για τα απόνερα. Η ολόσωμη καθαριότητα γινόταν πολύ δύσκολη και οι περισσότεροι την απέφευγαν.  Η ελλιπής σωματική καθαριότητα βοηθούσε διάφορα ζωύφια (ψύλλοι, τσιμπούρια) να κάνουν «κατοικία» τους το ανθρώπινο σώμα και να τρέφονται από αυτό.  Στην αυλή υπήρχε και η σκάφη για το πλύσιμο των ρούχων και το μεγάλο χάλκινο καζάνι για θέρμανση του νερού.   Το πράσινο σαπούνι ήταν σχεδόν το μόνο, που χρησιμοποιούσαν και για την προσωπική  καθαριότητα. Σε μια άκρη της αυλής, υπήρχε και το  «μέρος», μια πρόχειρη κατασκευή   για τις σωματικές ανάγκες χωρίς νερό και μέσα υγιεινής.  Σε πολλές αυλές, υπήρχε ο χωριάτικος φούρνος για το ψήσιμο του ψωμιού. Ήταν μια θολωτή κατασκευή, φτιαγμένη από πυρίμαχο  λάσπη κάτω από ένα υπόστεγο με αυλακωτές λαμαρίνες. 

ΒΡΥΣΗ

 

                                           ΦΟΥΡΝΟΣ

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η νοικοκυρά έπρεπε να διασφαλίσει τροφή και καθαριότητα για την οικογένεια, αλλά όχι μόνον αυτά. Οι ανάγκες ήταν πολύ περισσότερες   και έπρεπε συνεχώς, να είναι σε θέση, να αντιμετωπίσει όλες αυτές τις δυσκολίες, που, Σήμερα, μας φαίνονται ανυπέρβλητες. Η τροφοδοσία με νερό ήταν η άμεση τακτική ανάγκη.   Η βαριά στάμνα έπρεπε τακτικά, να γεμίζει στην πηγή ή στο πηγάδι. Το πηγάδι και οι πηγές ήταν στις άκρες του χωριού. Κουβάλαγαν τη βαριά στάμνα στον ώμο, διανύοντας ακόμα και απόσταση 1000 μ. σε κακοτράχαλους δρόμους. Το πηγάδι χρειαζόταν κουβά με σκοινί.  Όταν πολλές γυναίκες έριχναν, συγχρόνως, τους κουβάδες τους στο πηγάδι, συχνά τα  σκοινιά μπερδευόντουσαν. Η δύσκολη συνεννόηση έφερνε καυγάδες και  διαπληκτισμούς.  Στις  επιφανειακές πηγές, η στάμνα γέμιζε λίγο-λίγο, υπομονετικά, με ένα κύπελλο και με προσοχή να μη θολώσει το νερό.  

Η κατάσταση βελτιώθηκε, όταν ξεκίνησε η κατασκευή του δικτύου ύδρευσης.  Οι πρώτες βρύσες με στρόφιγγα κατασκευάστηκαν, δίπλα ακριβώς από το  πηγάδι. Οι γυναίκες απαλλάχθηκαν από τον κουβά, αλλά η διαδρομή με τη στάμνα στον ώμο δεν άλλαξε. Ουσιαστική ανακούφιση υπήρξε, όταν  το δίκτυο επεκτάθηκε  και κατασκευάστηκαν  περισσότερες βρύσες στο κεντρικό τμήμα τού χωριού.

ΣΤΑΜΝΑ
                               



Η εξασφάλιση  της καθημερινής τροφής ήταν και είναι ακόμα το πρώτο μέλημα μιας νοικοκυράς.  Η φτώχεια δεν επέτρεπε  τρία πλήρη γεύματα για την οικογένεια. Το πρωινό και το μεσημβρινό ήταν πρόχειρα. Το βραδινό φαγητό ήταν το κύριο γεύμα της οικογένειας και έπρεπε, τουλάχιστον μια φορά την ημέρα, να υπάρχει μαγειρευτό φαΐ.  Σε αντίθεση με τη σημερινή Εποχή, τα  περισσότερα τρόφιμα δεν ήταν   έτοιμα για μαγείρεμα  και έπρεπε πρώτα να πλυθούν και να καθαριστούν. Π.χ.  τα όσπρια και το ρύζι  τα άπλωναν σε δίσκους και  τα «διάλεγαν», δηλαδή, με τα χέρια απομάκρυναν τις προσμίξεις.   Το μαγείρεμα κότας ή κόκορα ήταν, εξ’ ολοκλήρου, υπόθεση της νοικοκυράς.   Τα μαγαζιά και τα κρεοπωλεία δεν διέθεταν  κρέας πουλερικών και μόνον τα οικόσιτα πουλερικά ήταν διαθέσιμα. Έπρεπε να προηγηθούν: Σφάξιμο, «ζεμάτισμα» με καυτό νερό, μάδημα και καψάλισμα σε φλόγα, για να απομακρυνθούν τα χνούδια, υπολείμματα φτερά, καθάρισμα και κόψιμο για να μετατραπεί η κότα ή ο κόκορας σε κρέας για μαγείρεμα.   Τα ξύλα, που έκαιγαν στο τζάκι, έδιναν την απαραίτητη θερμότητα για το μαγείρεμα.    Το τζάκι το χειμώνα   λειτουργούσε   συνεχώς και σαν  μέσο θέρμανσης. Μια τσιμπίδα (μασιά)  και ένας ακόμα σιδερένιος μοχλός ήταν απαραίτητα εργαλεία για τη διαχείρηση της φωτιάς. Όλα τα μέλη της οικογένειας και τυχόν επισκέπτες κάθονταν κοντά στη φωτιά για να ζεσταίνονται, δεδομένου, ότι το υπόλοιπο δωμάτιο δύσκολα ζεσταινόταν. Έτσι η φωτιά με τα όρθια μεγάλα κούτσουρα να καίνε, τις φλόγες, που χόρευαν και τις σπίθες, που πετάγονταν,  ήταν   ένα είδος θεάματος, που   συγκέντρωνε όλα τα μέλη της οικογένειας. Το καλοκαίρι το τζάκι έπρεπε, να ανάβει μόνο για το μαγείρεμα.   Μια σιδερένια τριγωνική βάση, η σιδεροστιά,   έμπαινε  πάνω στα καιγόμενα ξύλα και πάνω στη  σιδεροστιά η κατσαρόλα, ο τέντζερης,   το τσουκάλι ή το τηγάνι.   Όλα ήταν κατάμαυρα εξωτερικά από τη μουτζούρα.  Για να μπορεί να απομακρύνεται, πιο εύκολα, η μουτζούρα, άλειφαν τα σκεύη, εξωτερικά, με στάχτη.  Ο  χρόνος μαγειρέματος ήταν αρκετός και  πάντα μια γεύση καπνίλας «εμπλούτιζε» το φαγητό.   Μια εναλλακτική λύση για το Χειμώνα ήταν η  ξυλόσομπα, που χρησιμοποιούσαν αρκετά σπιτικά.  Εξασφάλιζε καλύτερη θέρμανση για το σπίτι και συγχρόνως μπορούσε, πιο εύκολα, να γίνει εστία για μαγείρεμα. Σε κάποιες περιπτώσεις το καλοκαίρι,   αντί για το τζάκι  χρησιμοποιούσαν  μια πρόχειρη εστία στην αυλή για το μαγείρεμα.  Τα φτωχά νοικοκυριά, που δεν μπορούσαν να έχουν αρκετά ξύλα το καλοκαίρι, χρησιμοποιούσαν τη φουφού με πριονίδια, που παίρνανε από τις πριονοκορδέλες.   Σε ένα γκαζοτενεκέ ή κάτι ανάλογο με άνοιγμα στη βάση, πιεζόταν το πριονίδι αφήνοντας  κυκλικό κενό στη μέση. Με τη διαμόρφωση αυτή το πριονίδι καιγόταν σιγά-σιγά   και  εξασφάλιζε  ένα μαγείρεμα.   Βεβαίως,   όσα νοικοκυριά είχαν την δυνατότητα, χρησιμοποιούσαν και τα πιο «μοντέρνα», για την Εποχή,  μέσα μαγειρέματος, τις γκαζιέρες με φυτίλι ή ακροφύσιο (μπεκ).  Οι γκαζιέρες με το  φυτίλι   έκαιγαν καθαρό ή φωτιστικό πετρέλαιο (κηροζίνη). Η όλη κατασκευή λειτουργούσε με ανάλογο προς τη λάμπα πετρελαίου τρόπο. Το φυτίλι εδώ ήταν κυλινδρικό και ανεβοκατέβαινε με ανάλογο μηχανισμό.   Με ένα  εξάρτημα, που το λέγανε «ποτήρι»  και   έμπαινε πάνω από το φυτίλι εξασφαλιζόταν  η καύση  του πετρελαίου  με μπλε φλόγα  χωρίς καπνιές. Πάνω από τη φλόγα υπήρχε η σκάρα, στην οποία έμπαινε η κατσαρόλα.  Οι γκαζιέρες με 'μπεκ' λειτουργούσαν με βενζίνη.   Στο δοχείο του καυσίμου γινόταν συμπίεση αέρα και ανάγκαζε το καύσιμο να εξέρχεται από   το 'μπεκ', σε μορφή σταγονιδίων, και καιγόταν επίσης με  μπλε φλόγα.  Η γκαζιέρα με 'μπεκ' ήταν ο πρόδρομος των   εστιών  υγραερίου, που  μόλις είχαν εμφανιστεί στο Μαντούδι.    Όταν δεν λειτουργούσε το τζάκι, ακόμα και  το να φτιάξεις έναν καφέ ή  τσάι του βουνού,  έπρεπε ν' ανάψεις φωτιά.  Μια λύση ήταν μια μικρή εστία, που την έλεγαν  'καμινέτο',  αλλά έπρεπε να αγοράζεις το ακριβό μπλε οινόπνευμα, που έκαιγε.   Για τα ψητά φαγητά η ταλαιπωρία ήταν μεγαλύτερη, γιατί χρειαζόταν να «κάψει» ο φούρνος, μια διαδικασία με πολλή «φασαρία». Άμεση λύση ήταν, να τα στείλεις στον φούρναρη, που αναλάμβανε τα ψησίματα.

ΓΚΑΖΙΕΡΕΣ ΚΑΙ ΚΑΜΙΝΕΤΟ

 

  Κάποια είδη, που τα αγόραζαν  από το παντοπωλείο, χρειαζόντουσαν περαιτέρω επεξεργασία. Το χοντρό αλάτι τριβόταν με μια μεγάλη στρογγυλωπή πέτρα. Ο κόκκοι του ωμού καφέ καβουρδίζονταν με το καβουρδιστήρι. Σε μια σιδερένια, σαν σούβλα βέργα, ήταν στερεωμένο ένα κυλινδρικό δοχείο, στο οποίο έμπαιναν οι κόκκοι. Το δοχείο περιστρεφόταν με προσοχή πάνω από τη φωτιά, μέχρι να πάρει ο καφές το επιθυμητό χρώμα. Καμιά φορά μαζί με τον καφέ έβαζαν και ρεβίθια. Οι ψημένοι κόκκοι στη συνέχεια αλέθονταν στο χειροκίνητο μύλο του καφέ.    Με ειδικό μύλο αλέθονταν  και οι κόκκοι πιπεριού. Απαραίτητο και το ορειχάλκινο γουδί σε σχήμα ανάποδης καμπάνας, χρήσιμο για να τρίβει η νοικοκυρά οποιοδήποτε χρήσιμο υλικό.  Εκτός, όμως, από το καθημερινό φαγητό,   σε  περιόδους εορτών, έπρεπε να παρασκευάσουν,  επιπλέον, διάφορα γλυκά και ειδικά εδέσματα.     Στις αρχές του φθινοπώρου,  οι νοικοκυρές,  ανάλογα με τις δυνατότητες τους, έκαναν αποθεματοποίηση και παρασκευή  τροφών  για το χειμώνα.  Όσπρια, ξερά σύκα, καρύδια,   τραχανάδες,  γλυκά κουταλιού (το πιο  συνηθισμένο ήταν το γλυκό κυδώνι), πετιμέζι (συμπυκνωμένος χυμός σταφυλιού), τοματοπελτέ κλπ.    Οι διατροφικές ανάγκες συμπληρώνονταν με συλλογή άγριων χόρτων,  το Χειμώνα και την Άνοιξη, και στις αρχές του Φθινοπώρου, όταν άρχιζαν οι βροχές  με συλλογή νόστιμων σαλιγκαριών, που τότε ήταν άφθονα.

ΚΑΒΟΥΡΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΑΦΕ

                                                                ΜΥΛΟΣ ΚΑΦΕ ΚΑΙ ΓΟΥΔΙ 
                                                              

Μια κάπως πολύπλοκη διαδικασία  ήταν η παρασκευή ψωμιού. Οι περισσότερες οικογένειες διέθεταν τη πρώτη ύλη, το στάρι. Έπρεπε, προηγουμένως,  να φροντίσουν, να πάει το στάρι στο μύλο, για να αλεστεί και να δημιουργηθεί ένα απόθεμα αλευριού. Το αλεύρι υπήρχε λίγο πολύ σε όλα τα νοικοκυριά. Μάλιστα  με αλεύρι και νερό παρασκεύαζαν και ένα είδος ζυμαρικού τις «ντρόμτσες,»  με τις οποίες, σε κάποια «δύσκολη» στιγμή, έκαναν   ένα πρόχειρο και γρήγορο φαῒ.  Πριν από κάθε χρήση, το αλεύρι έπρεπε να κοσκινιστεί με σήτες, για να απομακρυνθούν τα πίτουρα. Η  διαδικασία παρασκευής ψωμιού περιελάμβανε     παρασκευή του προζυμιού, το βράδυ της  προηγούμενης μέρας. Λίγη ποσότητα ζυμαριού από προηγούμενο ζύμωμα ανακατευόταν με αλεύρι και νερό και  τοποθετείτο κάπου σκεπασμένο με χοντρά  σκεπάσματα, ώστε να διατηρηθεί ζεστό και να   πολλαπλασιαστούν οι απαραίτητοι ζυμομύκητες για   το κύριο ζύμωμα, που γινόταν  σε σκάφη, την άλλη μέρα, πρωί-πρωί. Μετά το ζύμωμα, η ζύμη  μοιραζόταν σε μεγάλα καρβέλια, τυλιγόταν σε ειδικό πανί, το 'μεσάλι' και τοποθετείτο στις θήκες της ξύλινης πινακωτής, για να δράσουν οι ζυμομύκητες και να «φουσκώσει»Αν η νοικοκυρά το πήγαινε στον φούρναρη, η     ταλαιπωρία τελείωνε εκεί.   Αν το  έψηνε στο φούρνο του σπιτιού, η προσπάθεια συνεχιζόταν. Έκαιγε λεπτά ξύλα και κλαριά για να ζεσταθεί γρήγορα ο φούρνος. Μάζευε τις στάχτες και τα κάρβουνα με την 'πάνα' (μακρύ ξύλο με βρεγμένα πανιά, δεμένα στην άκρη του) και με το πλατύ ξύλινο φτυάρι τοποθετούσε τα φουσκωμένα ψωμιά στο φούρνο, για να ψηθούν. Κάθε φορά, η ποσότητα έπρεπε να είναι αρκετή, για να τραφεί η οικογένεια για μια εβδομάδα, περίπου. Επίσης, όταν η νοικοκυρά ήθελε να φτιάξει πίτα ή μπακλαβά, έπρεπε να «ανοίξει φύλλα» με το ζυμάρι. Με τη βοήθεια μιας χοντρής κυλινδρικής βέργας, του «μπλάστρη»,   μετέτρεπε, πάνω σε ένα τραπέζι, το ζυμάρι  σε λεπτό φύλλο. Όταν δεν υπήρχε έτοιμο ψωμί, για να καλύψουν άμεσες ανάγκες, οι νοικοκυρές έφτιαχαν το λεγόμενο «αλειψό» ψωμί. Με λίγο  αλεύρι, λίγο λάδι και νερό, χωρίς προζύμι ή μαγιά, έκαναν  ζυμάρι  σε σχήμα πίτας  και το σκέπαζαν με τις ζεστές στάχτες της φωτιάς. Το «αλειψό» ψωμί  τρωγόταν, όσο ήταν φρέσκο και ζεστό. Όταν κρύωνε γινόταν σκληρό σαν πέτρα. 

ΖΥΜΩΜΑ


  

Το πλύσιμο των ρούχων ήταν  και αυτό επίπονο. Ο  όγκος των ρούχων ήταν μεγάλος και επιπλέον τα πιο πολλά ρούχα ήταν αρκετά βρωμερά, αφού ήταν  ρούχα δουλειάς   γεωργών και εργατών.  Τα προς πλύση ρούχα περιελάμβαναν και μαντήλια και πετσέτες, που σήμερα έχουν αντικατασταθεί με χάρτινα, μιας χρήσης. Το νερό ήταν βασικό πρόβλημα. Το χειμώνα συνέλεγαν νερό από τους σταλαγμούς των κεραμιδιών, αλλά το καλοκαίρι,  τα πράγματα ήταν δύσκολα. Το πλύσιμο γινόταν με το χέρι σε ξύλινη ή μεταλλική σκάφη. Οι ξύλινες, που τις λέγανε και 'κοπάνες', ήταν  φτιαγμένες, είτε με  λαξευμένους κορμούς πλατάνου,  είτε με χοντρά συναρμολογημένα σανίδια.  Στις μεταλλικές, φτιαγμένες από λεπτή λαμαρίνα, τοποθετούσαν και μια ξύλινη πλύστρα.   Το πλύσιμο γινόταν στην αυλή. Άναβαν φωτιά και ζέσταιναν νερό στο χάλκινο καζάνι.  Στο νερό, που ζεσταινόταν, τοποθετούσαν και ένα πλεκτό σακουλάκι με στάχτη.  Η στάχτη παρήγαγε την αλισίβα, που βοηθούσε, μαλάκωνε το νερό και βοηθούσε  στο πλύσιμο. Με μεταλλικούς κουβάδες ή κολοκύθες, (κολοκύθα είναι ο καρπός μιας ποικιλίας κολοκυθιάς, που κάνει μεγάλου μεγέθους  καρπούς με σκληρό περίβλημα, που μετατρέπονται εύκολα σε δοχείο για υγρά), μετέφεραν το ζεστό νερό στη σκάφη. Με  το  ζεστό νερό, με μια μεγάλη «πλάκα πράσινου σαπουνιού»  και γερό τρίψιμο  γινόταν  το καθάρισμα.  Επίσης αγόραζαν και χρησιμοποιούσαν  κάποιο λευκαντικό, που το έλεγαν «βρωμούσα», που μάλλον ήταν χλώριο.   Για τα χοντρά ρούχα μεγάλου μεγέθους (κουβέρτες, στρωσίδια) χρησιμοποιούσαν τον 'κόπανο', ένα βαρύ ρόπαλο με το οποίο κτυπούσαν τα σαπουνισμένα ρούχα,  για να απομακρύνουν τη βρώμα. Ακολουθούσε το «ξέβγαλμα» και το άπλωμα σε σύρματα για να στεγνώσουν.   Το καλοκαίρι, αρκετές νοικοκυρές έπλεναν δίπλα στο ποτάμι. Αντί να κουβαλάνε νερό στο σπίτι, κουβάλαγαν  καζάνια, σκάφες, στάχτες, σαπούνια και κόπανους στην όχθη του ποταμιού  και εκεί, έχοντας άφθονο νερό στη διάθεσή  τους,  διεκπεραίωναν όλη την εργασία. Για το στέγνωμα τα άπλωναν σε θάμνους. Μετά το πλύσιμο και το στέγνωμα ακολουθεί το σιδέρωμα.   Τα σίδερα ήταν ογκώδη  και γέμιζαν στο εσωτερικό τους με αναμμένα κάρβουνα. Χρειαζόταν φωτιά πρώτα, για να σχηματιστεί  η απαραίτητη θράκα, για να τροφοδοτεί, περιοδικά, το σίδερο, μέχρι να τελειώσει το σιδέρωμα.

ΣΚΑΦΗ ΚΑΙ ΚΟΥΒΑΣ


ΣΙΔΕΡΟ ΣΙΔΕΡΩΜΑΤΟΣ



 Ανάλογη δυσκολία, σε μικρότερη κλίμακα, είχε και το καθημερινό πλύσιμο των 'κουζινικών'.  Γινόταν και αυτό στην  αυλή ή στη «βρύση» ή σε μια λεκάνη με λίγο ζεστό νερό και σαπούνι. Οι κατσαρόλες χρειάζονταν γερό τρίψιμο με χοντρό σύρμα, για να απομακρυνθεί μέρος της καπνιάς, που κόλλαγε εξωτερικά κατά το μαγείρεμα στη φωτιά.  Αν  δεν υπήρχε 
χοντρό σύρμα,  έτριβαν τις κατσαρόλες με  άμμο. 

    Η καθαριότητα του σπιτιού απαιτούσε καθημερινό σκούπισμα. Οι νοικοκυρές, σκυφτές, με τις χαμηλές χωρίς κοντάρι ψάθινες σκούπες, σκούπιζαν το σπίτι  και μάζευαν τα σκουπίδια.  Για τις χωμάτινες  αυλές χρησιμοποιούσαν και  σάρωθρα  φτιαγμένα με   χαμηλούς αγκαθωτούς θάμνους, τις 'αστιβιές'.   Τακτικά, γονατιστές, κάνανε και το σφουγγάρισμα των δαπέδων   με βρεγμένο χοντρό πανί.  Κάθε χρόνο, πριν το Πάσχα,  κάνανε και το ασβέστωμα.  Με μια βούρτσα, βουτηγμένη σε αραιωμένο  πολτό ασβέστη,  επαλείφανε τους εσωτερικούς και εξωτερικούς τοίχους των σπιτιών αλλά  και τυχόν σκαλοπάτια και πεζούλια. Το ασβέστωμα  ήταν μια συνήθεια, διαδεδομένη στην Ελλάδα. Εξασφάλιζε απολύμανση,  σκοτώνοντας  διάφορους μικροοργανισμούς και το άσπρο χρώμα αντανακλούσε την καλοκαιρινή θερμότητα. Επειδή δεν υπήρχε κανένα είδος αποχέτευσης, τα καλοκαίρια υπήρχε σοβαρό πρόβλημα από τα   βρώμικα απόνερα από τα διάφορα πλυσίματα, που  τα πέταγαν στις αυλές και τους δρόμους.  Τα  νερά αυτά ήταν η «καλύτερη» για  τις μύγες και τα κουνούπια, που θέριευαν και σχημάτιζαν σύννεφα. Για να αντιμετωπιστούν οι  «άγριες» επιθέσεις  των εντόμων, χρησιμοποιούσαν την ειδική τρόμπα με το εντομοκτόνο «φλιτ».   


                                      ΤΡΟΜΠΑ ΕΝΤΟΜΟΚΤΟΝΟΥ

 Για τις μύγες  χρησιμοποιούσαν, επίσης, κάτι αηδιαστικούς, χάρτινους δίσκους, εμποτισμένους με κάποιο εντομοκτόνο και ένα δολωματικό υλικό. Τους δίσκους  τους βάζανε σε ένα πιάτο με νερό. Σε ελάχιστο χρόνο τα πιάτα είχαν μια αηδιαστική όψη από τα πτώματα των μυγών. Ακόμα πιο αηδιαστικές ήταν κάτι κορδέλες, που  κρεμάγανε στο ταβάνι     και  περιείχαν μια κόλλα, με την οποία  προσέλκυαν τις μύγες και  τις  παγίδευαν.   Στις  αυλές και στα μπαλκόνια  πολλές νοικοκυρές διατηρούσαν σε ασβεστωμένες γλάστρες και τενεκέδες  διάφορα διακοσμητικά φυτά, όπως  βασιλικό, κρίνα, σκυλάκια, γεράνια, τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα, χρυσάνθεμα κλπ.

 Άλλη ανάγκη ήταν η επισκευή των ρούχων. Τα χρήματα ήταν λιγοστά και η ανανέωση των ρούχων δύσκολη.  Η βελόνα και η κλωστή ήταν σε άμεση χρήση και το μπάλωμα  των φθαρμένων ρούχων ήταν  καθημερινή αναγκαιότητα.   Κόβανε το φθαρμένο τμήμα  οποιουδήποτε ρούχου και  με ράψιμο στο χέρι  προσέθεταν ένα άλλο, πιο ανθεκτικό. Προσπαθούσαν  να είναι το μπάλωμα ίδιο με το κυρίως ρούχο, αλλά αυτό δεν ήταν πάντοτε εφικτό.   Το να βλέπεις ανθρώπους να φοράνε μπαλωμένα, καθημερινά, ρούχα, ήταν κάτι, απολύτως, αποδεκτό.   Να είναι, λέγανε, καθαρό το ρούχο  και ας είναι μπαλωμένο.

Οι δουλειές  για τις νοικοκυρές δεν τελείωναν σχεδόν ποτέ.  Εκτός από το να καλύπτει τις   απολύτως αναγκαίες καθημερινές  ανάγκες,  έπρεπε να έχει, όσο το δυνατόν, περισσότερες δεξιότητες για να συμβάλλει στα οικονομικά του σπιτιού.  Πολλές νοικοκυρές είχαν γνώσεις μοδιστρικής και διέθεταν μια  χειροκίνητη ή ποδοκίνητη ραπτομηχανή και  εκτός από επισκευές μπορούσαν να ράψουν  απλά ρούχα και είδη για το σπίτι.   Το πλέξιμο ήταν μια δεξιότητα, που την είχαν σχεδόν όλες.  Χρησιμοποιώντας κυρίως μάλλινα νήματα και με τη βοήθεια απλών βελονών, έπλεκαν με τα χέρια  φανέλες,  κάλτσες κλπ. Το πλέξιμο δαντελών και το κέντημα ήταν  συνηθισμένες δραστηριότητες, που απέβλεπαν στην  αισθητική βελτίωση των ρούχων και των υφασμάτινων ειδών του σπιτιού.

ΧΕΙΡΟΚΙΝΗΤΗ ΡΑΠΤΟΜΗΧΑΝΗ


Υπήρχε κα μια κατηγορία,  κάπως πιο ηλικιωμένων γυναικών,  που  δραστηριοποιούνταν στις πιο παραδοσιακές  εργασίες,  που αφορούσαν   την κατασκευή υφασμάτων με αξιοποίηση  μαλλιών αιγοπροβάτων ντόπιας παραγωγής, σε συνδυασμό με βαμβακερά νήματα, που αγόραζαν.  Με τα «υφαντά», που παρήγαγαν, έφτιαχναν διάφορα οικιακά είδη, όπως  στρωσίδια, κιλίμια, κουβέρτες, πετσέτες αλλά και ορισμένα ενδύματα, όπως πουκάμισα κλπ.  Για να μετατραπούν τα μαλλιά σε νήμα, αρχικά πλενόντουσαν και μετά στέγνωναν.  Ακολουθούσε το 'λανάρισμα'. Ήταν ένα χτένισμα με πλατιές συρμάτινες βούρτσες, με τις οποίες χώριζαν τις ίνες και το μαλλί  γινόταν αφράτο.  Τέλος, ακολουθούσε το γνέσιμο. Μια τούφα λαναρισμένου μαλλιού, μια τλούπα (τουλούπα), όπως την έλεγαν, δενόταν στην άκρη της ρόκας. Η ρόκα ήταν μια ξύλινη χοντρή βέργα με διχάλα ή κάποιο κατάλληλο σχήμα, για να στερεώνεται μια τουλούπα μαλλί.  Η γυναίκα στερέωνε τη ρόκα με το μαλλί στον κόρφο της και με το ένα χέρι έστριβε λίγο-λίγο το μαλλί και το έκανε νήμα και με το άλλο το τύλιγε στο αδράχτι.   Το αδράχτι  ήταν μια μικρή βέργα με ένα μικρό μεταλλικό άγκιστρο, για να συγκρατεί το νήμα στη μια άκρη  και ένα σφοντύλι στο άλλο, για να μπορεί να περιστρέφεται, εύκολα.  Ήταν συνηθισμένη θέα, να βλέπεις ηλικιωμένες γυναίκες,  να γνέθουν.  Τα καλοκαίρια  τις έβλεπες να κάθονται στα πεζούλια, έξω από το σπίτι ή να περιφέρονται στη γειτονιά, γνέθοντας.   Η τεχνική της ύφανσης αφορά το πλέξιμο και  τη σύσφιξη δύο  δεσμών  παραλλήλων νημάτων, το «στημόνι», με άλλα εγκάρσια νήματα, το «υφάδι». Η ύφανση γινόταν με  τον παραδοσιακό οικιακό αργαλειό, που είχαν ορισμένα νοικοκυριά.  Ο αργαλειός ήταν ένα  συναρμολογούμενο, ξύλινο πλαίσιο. Στο ένα άκρο στερεωνόταν το περιστρεφόμενο ξύλινο τύμπανο, το «αντί», στο οποίο ήταν τυλιγμένο το «στημόνι» σε δυο παράλληλες δέσμες. Τα νήματα κάθε δέσμης του στημονιού πέρναγαν από τα «μιτάρια», με τα οποία η υφάντρα, πατώντας αντίστοιχα πεντάλ, ανεβοκατέβαζε τις δύο δέσμες του στημονιού. Αμέσως μετά, πέρναγαν από το χτένι. Το «στημόνι» κατέληγε τεντωμένο στο   πίσω «αντί». Κάθε φορά, που οι δυο δέσμες  άνοιγαν, η υφάντρα  «πέταγε τη σαΐτα», στην οποία ήταν στερεωμένο  το καλαμένιο μασούρι με το  υφάδι  και   διαπερνούσε  εγκάρσια, το «στημόνι». Με κάθε σαϊτιά οι δέσμες του στημονιού άλλαζαν θέση και έπλεκαν  το υφάδι.  Με το χτένι η υφάντρα έσφιγγε τα  πλεγμένα υφάδια,  το ύφασμα σχηματιζόταν  και λίγο λίγο τυλιγόταν στο πίσω αντί. Με την οικιακή ύφανση κατασκευάζονταν   εξαιρετικής ποιότητας υφαντά. ΟΙ επιδέξιες υφάντρες μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν υφάδια, διαφόρων χρωμάτων, αλλά και να διαμορφώσουν ύφανση με σχέδια.  Πριν τον αργαλειό, έπρεπε να  ετοιμαστούν τα νήματα για το στημόνι και το υφάδι.   Έβαφαν οι ίδιες το ασπριδερό μάλλινο νήμα,  που προερχόταν από γνέσιμο. Αν δεν εύρισκαν βαμβακερό νήμα, με το χρώμα που ήθελαν, αγόραζαν άσπρο και το έβαφαν στο επιθυμητό χρώμα. Με τη βοήθεια της «ανέμης» και του χειροκίνητου  μαγκανιού τα νήματα για το στημόνι τυλίγονταν σε μεγάλα καλαμένια μασούρια  και τα νήματα για το υφάδι σε μικρά μασούρια.   Με μια  διαδικασία, που χρειαζόταν επιδεξιότητα και γινόταν σε μια αλάνα,  κατασκεύαζαν το στημόνι και το τύλιγαν στο αντί.    Τα  μικρά μασούρια με το υφάδι  έμπαιναν στις αντίστοιχες υποδοχές, που είχαν οι σαΐτες.  Μια ειδική και απλή κατασκευή, που γινόταν στον αργαλειό, ήταν οι κουρελούδες, που τις χρησιμοποιούσαν κυρίως για στρωσίδια στο δάπεδο. Οι φτωχές οικογένειες τις χρησιμοποιούσαν και σαν κλινοσκεπάσματα.    Κάθε άχρηστο υφασμάτινο είδος  κοβόταν με το ψαλίδι σε λεπτές κορδέλες  και τυλιγόταν σε κουβάρια.  Για την ύφανση των κουρελούδων  χρησιμοποιούσαν στημόνι από χοντρό κόκκινο ή άσπρο νήμα  και οι κορδέλες των άχρηστων υφασμάτινων ειδών  γίνονταν  το υφάδι.  Προέκυπτε, έτσι, η κουρελού (κουρδιλού), ένα χοντρό,  με πολλά ακανόνιστα  χρώματα υφαντό, μεγάλης αντοχής.

                              
                                    
                                                                ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ

ΓΝΕΣΙΜΟ


                                                                      ΚΟΥΡΕΛΟΥ


Οι φτωχές νοικοκυρές εξασφάλιζαν    ένα μέρος των τροφικών αναγκών τους  με το «μπορμπολόι».   Μετά το θέρισμα των σταριών,  πήγαιναν και μάζευαν, όσα στάχυα είχαν παραμείνει στα χωράφια.  Η  «σταχομαζώχτρα» του Παπαδιαμάντη ζούσε τον 19ο αιώνα, αλλά η δική μας σταχομαζώχτρα    ζούσε στα μέσα του 20ου αιώνα. Το ίδιο γινόταν και με τα φασόλια. Η γνωστή παροιμία «φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι» ήταν μια απτή πραγματικότητα.  Η αναγκαία επεξεργασία,  που ακολουθούσε, γινόταν με τα χέρια.  Τα στάχυα  τα κτυπάγανε με τον «κόπανο», για να ξεφλουδιστούν και με 'ξανέμισμα' τα καθάριζαν. Τα φασόλια τα ξεφλούδιζαν ένα ένα με το χέρι.  Ακόμα και άλεσμα  σταριού μπορούσαν να κάνουν με μικρές μυλόπετρες,  που γύριζαν με το χέρι. 

ΑΛΕΣΜΑ ΜΕ ΧΕΙΡΟΜΥΛΟ

     Οι δουλειές του νοικοκυριού δεν σταμάταγαν ποτέ.  Ευκαιρίες για ανάπαυλα δίνονταν με τις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές. Για την Εκκλησία κάθε μέρα είναι γιορτή, γιατί κάθε μέρα τιμάται κάποιος ή κάποιοι άγιοι και αγίες. Και οι θρησκευτικές γιορτές όμως είναι «διαβαθμισμένες»  και εκτός από τις μεγάλες υπάρχουν και μεσαίες γιορτές.  Με την επίκληση τυχόν γιορτών, μεσαίας σπουδαιότητας, οι νοικοκυρές χαλάρωναν, αναβάλλοντας κάποιες εργασίες, εκτός φυσικά του μαγειρέματος.  Ακουγόταν η φράση  « είνι γιουρτή δεν κάν' » δηλαδή δεν επιτρέπεται, να ράψουν, να πλύνουν κλπ.

   Βεβαίως και οι άνδρες συνέβαλλαν στις πιο  βαριές δουλειές του νοικοκυριού και γενικά έκαναν εργασίες συντήρησης και κατασκευής μέσων διευκόλυνσης της καθημερινής ζωής. Σφυριά, σκεπάρνια, τσεκούρια, πριόνια και άλλα εργαλεία μαζί με  σανίδες, καδρόνια, πρόκες, λαμαρίνες και ότι υλικό ήταν διαθέσιμο,  έκαναν οποιαδήποτε κατασκευή μπορούσαν και ήταν χρήσιμη.  Ακόμα και  τα διασκορπισμένα τμήματα ενός Γερμανικού αεροπλάνου, που είχε πέσει στον κάμπο, την περίοδο της Γερμανικής κατοχής, χρησιμοποίησαν κάποιοι για κατασκευές. Πιο σημαντική εργασία ήταν η εξασφάλιση  των καυσόξυλων.   Τα μηχανικά μέσα  τότε ήταν ανύπαρκτα. Τα  καυσόξυλα ετοιμάζονταν με το τσεκούρι, το πριόνι και τη δύναμη των χεριών.  Το κόψιμο χοντρών κορμών ήταν ιδιαίτερα δύσκολο.  Η εγκάρσια εγκοπή γινόταν με συνεργασία δυο ατόμων, που έστεκαν εκατέρωθεν του κορμού και χειρίζονταν ένα μακρύ πριόνι με χοντρά δόντια.    Με το κόψιμο προέκυπταν τα κούτσουρα. Αν χρειαζότανε, τα έσχιζαν κατά μήκος, καρφώνοντας μεγάλες σιδερένιες σφήνες, που τις κτύπαγαν με «βαριές».  Η ετοιμασία ξύλων για το τζάκι ήταν πιο εύκολη, γιατί μπορούσαν να έχουν,  κάπως μεγαλύτερο μέγεθος. Για τη σόμπα τα πράγματα γίνονταν πιο δύσκολα.  Ο χώρος καύσης ήταν μικρός και τα ξύλα έπρεπε να έχουν μικρό μέγεθος.  

ΜΕΓΑΛΟ ΠΡΙΟΝΙ ΓΙΑ ΚΟΡΜΟΥΣ

 

 

                                          

                                                          ΠΑΙΔΙΑ

 Τα παιδιά είναι το μέλλον μιας κοινωνίας.  Θα περίμενε  κανείς, ότι το μεγάλωμα των παιδιών και τα ίδια τα παιδιά θα  αποτελούσαν  το ύψιστο ενδιαφέρον μιας κοινωνίας.  Συμβαίνει όμως το περίεργο, ότι από τη  λέξη παιδί  προέρχεται ετυμολογικά  η λέξη παιδεύω,  δηλαδή βασανίζω ή ταλαιπωρώ αλλά και η λέξη παιδεία, δηλαδή εκμάθηση.   Για αιώνες η διαδικασία ένταξης των παιδιών στις κοινωνίες περνούσε μέσα από «βασανιστικές» διαδικασίες. Μόνο τα τελευταία χρόνια,  στις αναπτυγμένες κοινωνίες, έχει αλλάξει η νοοτροπία και τα παιδιά αντιμετωπίζονται με πιο σοβαρό τρόπο και θεωρούνται και αυτά ισότιμα μέλη της κοινωνίας και όχι ως εξαρτήματα των γονιών τους.

Στο Μαντούδι της Δεκαετίας του ’50,  τα παιδιά αντιμετωπίζονταν ακόμη με την ίδια, όπως επί αιώνες, νοοτροπία. Η «ταλαιπωρία» ξεκινούσε από τη στιγμή της γέννησης ενός παιδιού. Οι  επικρατούσες συνθήκες ήταν γενικά δύσκολες και προφανώς αυτό είχε αντίκτυπο και στη  φροντίδα  των μωρών. Η καθαριότητα  δύσκολη, πάνες πάνινες, επαναχρησιμοποιούμενες και σχεδόν μοναδική διατροφή το μητρικό γάλα. Ειδικές τροφές ήταν απρόσιτες και η δίαιτα του μωρού συμπληρωνόταν με ζωικό γάλα και τις τροφές, που διέθετε η οικογένεια. Εκείνο, που δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε, είναι το ότι  τα μωρά, αμέσως μετά τη γέννηση τους,  έπρεπε να «φασκιωθούν». Με μια φαρδιά μακριά ζώνη φτιαγμένη με  χοντρό ύφασμα τυλίγονταν σαν κουβάρια με δεμένα πόδια και  χέρια και μετατρέπονταν σε μικρούς φυλακισμένους και αυτό εθεωρείτο,  ότι γινόταν «για το καλό τους».    Με τέτοιες συνθήκες ήταν φυσικό τα μωρά να δυσφορούν και να κλαίνε  περισσότερο από το αναγκαίο. Το κλάμα και οι ανησυχίες τους, που δεν μπορούσαν να εκφραστούν, αντιμετωπίζονταν με κουδουνίστρες, που με το θόρυβο αποσπούσαν την προσοχή του μωρού. Για να το κοιμίσουν, το κούναγαν  έντονα και επίμονα  στο απαραίτητο  ξύλινο η μεταλλικό κουνιστό κρεβατάκι τους, την κούνια. Όταν η οικογένεια ήταν στο ύπαιθρο για δουλειές, κατασκεύαζαν  με σκοινιά (τριχιές)  μια αιωρούμενη κούνια, μεταξύ δύο δένδρων.  Η ζωή, δηλαδή, ξεκίναγε με δυσκολίες «από χέρι» και τα μωρά απαλλάσσονταν από τις φασκιές, όταν κατάφερναν να κάνουν τα πρώτα μπουσουλήματα.  Τα ιδιαίτερα βοηθήματα και παιχνίδια για τα μωρά  ήταν σπάνια έως ανύπαρκτα και παιχνίδι γινόταν κάθε προσιτό αντικείμενο του σπιτιού. Ακόμα και οι χωμάτινες αυλές ήταν χώροι για τα μωρά, που τριγύριζαν με τις μύξες να τρέχουν από τα ρουθούνια τους. Στη νηπιακή φάση, επίσης, τα παιδιά δεν είχαν καμία ειδική φροντίδα. Νηπιαγωγείο δεν υπήρχε  και τα  νήπια μεγάλωναν αποκτώντας εμπειρίες μόνο από αυτά, που βλέπανε και ακούγανε  στα σπίτια τους. Τα παραμύθια της γιαγιάς και των μεγαλύτερων συνόδευαν τα όνειρα και τις φαντασίες των μικρών. Πολύ λίγα «τυχερά», που το σπίτι τους διέθετε ραδιόφωνο, είχαν την ευκαιρία να παρακολουθούν τις θρυλικές εκπομπές της «θείας  Λένας». Παιδικές χαρές, ειδικοί χώροι για παιδιά και προσχολική αγωγή δεν υπήρχαν. Η παιδική διασκέδαση γινόταν με πρόχειρα μέσα. Μια κούνια φτιαγμένη με τριχιά κρεμασμένη από ένα δένδρο, μια σανίδα για τραμπάλα και κωλοτούμπες πάνω σε στρώματα ή στο γρασίδι. Ακόμα,  τα παιδιά μπορεί να «πάλευαν» μεταξύ τους  ψεύτικα ή  να κάνουν «καβάλες», δηλαδή να σηκώνει και να μεταφέρει το ένα το άλλο.     Η πρώτη επαφή με τα κλασσικά παιδικά τραγούδια, που και σήμερα ακούγονται, γινόταν, όταν πια άρχιζαν να φοιτούν στο Δημοτικό Σχολείο.

ΠΑΛΙΑ ΚΟΥΝΙΑ ΜΩΡΟΥ


Μέχρι τα δύο χρόνια, όλα τα παιδιά φορούσαν  φουστάνια. Στη συνέχεια τα αγόρια αποκτούσαν τα πρώτα κοντά παντελόνια με ενσωματωμένες τιράντες, που κούμπωναν μπροστά και  σταύρωναν  στην πλάτη. Τα κορίτσια συνέχιζαν τα φουστάνια τους και δεν φορούσαν ποτέ παντελόνι.  Τα αγόρια με κουρεμένα πάντα μαλλιά, φορούσαν  κοντά παντελόνια με τιράντες ή ζωστήρα μέχρι τα πρώτα εφηβικά χρόνια και μόνο τότε, αποκτούσαν τα πρώτα μακριά παντελόνια.  

Τα   παπούτσια ήταν συνήθως πάνινα, ή ελαστικές γαλότσες, ή μικρά άρβυλα. Υπήρχαν και τα κλασσικά δερμάτινα, με τα πεταλάκια στη σόλα, τα «σκαρπίνια», που τα φόραγαν στις γιορτές.  Οι κάλτσες κάλυπταν όλη τη γυμνή γάμπα. Τις κρύες ημέρες του χειμώνα έμπαιναν σε χρήση μακριές, χοντρές, κάλτσες, που κάλυπταν το πόδι μέχρι το μηρό. Μας φαινόταν παράξενο, αν βλέπαμε κάποιο μικρό παιδί, που ερχόταν από πόλη και φορούσε μακριά παντελόνια.    Το καλοκαίρι τα πράγματα ήταν απλά. Τα αγόρια κυκλοφορούσαν με το μαύρο ή μπλε κάτω εσώρουχο και ένα άσπρο αθλητικό φανελάκι. Σχεδόν όλα αγόρια και κορίτσια  κυκλοφορούσαν ξυπόλυτα.   Οι πατούσες  γίνονταν σκληρές, πατώντας στο χώμα και τις πέτρες. Όλα τα παιδιά πέρναγαν τις «παιδικές αρρώστιες», με την ιλαρά ή μπέμπελη να είναι η πιο «εμβληματική». Όλο  το σώμα γέμιζε με κοκκινωπά στίγματα και τα παιδιά υποφέρανε για κάποιες ημέρες με φαγούρα και πόνους. Ιατρική περίθαλψη δεν υπήρχε και η μόνη παρηγοριά ήταν οι φροντίδες των μανάδων.  

     Από την ηλικία των  πέντε ετών, άρχιζε η ελευθερία  και η ιδιαίτερης μορφής ζωή των πιτσιρικάδων στο χωριό, εκείνης της Εποχής. Τα αγόρια ήταν πολύ πιο ελεύθερα να κινούνται. Άρχιζαν από τη γειτονιά και σταδιακά  δρόμοι, αλάνες, το γήπεδο, το ποτάμι, η ράχη ψηλά, το δάσος και ο κάμπος ήταν χώροι που   «γυρνάγανε» οι πιτσιρικάδες, η «μαρίδα»,  ή οι «ψυχογιοί», όπως μας έλεγαν οι μεγάλοι. Τα κορίτσια, αναγκαστικά,  ακολουθώντας τα κοινωνικά πρότυπα, έμεναν κοντά στο σπίτι  και δεν συνεργάζονταν με αγόρια.    Ιδιαίτερα, όταν υπήρχαν διακοπές των μαθημάτων και καλός καιρός, σχεδόν όλη την ημέρα, τα παιδιά ήταν έξω και πήγαιναν στο σπίτι,  όταν πείναγαν, ή  όταν ήταν κοντά στο σπίτι τους και τους φώναζαν με δυνατή φωνή οι μανάδες τους.  Όταν πείναγαν, έπαιρναν  μια  χοντρή φέτα ψωμί  και βγαίνανε πάλι έξω, για να την φάνε   μαζί με διάφορα συνοδευτικά: Τυρί, αν υπήρχε,  ζάχαρη με λάδι, ζάχαρη με νερό, ζάχαρη με καφέ, τοματοπελτές, θρεψίνη,  και ότι άλλο φαγώσιμο διέθετε το σπίτι.  Το φαγητό για τα παιδιά ήταν γενικά φτωχό. Ένας προσιτός τρόπος για να ενισχυθεί με βιταμίνες ο παιδικός οργανισμός ήταν το μουρουνέλαιο, το αηδιαστικό  ψαρόλαδο, που  με βασανιστικό τρόπο αναγκαζόμασταν να πίνουμε.

Οι δραστηριότητες των αγοριών περιλάμβαναν παιχνίδι,  συλλογή  τροφής,  που θα μπορούσε να βρεθεί έξω στη φύση και γενικά έρευνα και παρατήρηση.  Τα κορίτσια, πιο περιορισμένα, εκτός από παιχνίδια ασχολούνταν και με τις δουλειές του σπιτιού κοντά στις μανάδες τους.  Τα παιχνίδια ήταν, φυσικά, η κύρια δραστηριότητα. Τα αγορίστικα ήταν διαφορετικά από τα κοριτσίστικα, αλλά υπήρχαν και ελάχιστα, που έπαιζαν και τα αγόρια και τα κορίτσια. Σπάνια, όμως,  παίζανε μαζί αγόρια και κορίτσια.  Όσοι και όσες το κάνανε, αντιμετώπιζαν κάποιο είδος χλευασμού.  Τα παιχνίδια    μπορούν να χωριστούν σε  δυο κατηγορίες : Τα ομαδικά παιχνίδια, στα οποία συμμετείχαν τουλάχιστον δύο και περιείχαν ανταγωνισμό, και  τα ατομικά,  που  γίνονταν με την χρήση παιχνιδιού-αντικειμένου.  Και ομαδικά, όμως, παιχνίδια απαιτούσαν την χρήση κάποιου παιχνιδιού-αντικειμένου. Η ποικιλία ήταν μεγάλη και δεν έλειπαν η εφευρετικότητα και η δεξιότητα. Είναι δύσκολο, να θυμάται κανείς όλα τα παιχνίδια της Εποχής.

Το κλασσικό «Κρυφτό» και το «Κυνηγητό» και τα παιχνίδια με μικρές ελαστικές μπάλες, τα «τόπια» ήταν τα πρώτα ομαδικά παιχνίδια, με τα οποία ξεκίναγαν όλοι. Το, μάλλον μη αντικειμενικό,  «αμπεμπαμπλόμ» και άλλα παρόμοια σε άμεση εφαρμογή για να γίνει η  «απαιτούμενη κλήρωση».   Κανονικές μπάλες ποδοσφαίρου ήταν απρόσιτες και τα πρώτα ποδοσφαιρικά βήματα γίνονταν με τα μικρά ελαστικά τόπια. Αν  όμως έλλειπαν και αυτά, μια, παραγεμισμένη  με πανιά,  κάλτσα αντικαθιστούσε το τόπι. Τα μικρά παιδιά  παίζανε και τα:   «Περνάει η μέλισσα», «Δεν περνάς κυρά Μαρία», «Η μικρή Μαρία», κλπ. Μεγαλώνοντας, η ποικιλία παιχνιδιών μεγάλωνε.  Τα πιο συνηθισμένα υπαίθρια, ομαδικά παιχνίδια, που έπαιζαν  αγόρια  ήταν: Το «Ξυλίκι» (τσιλικ’), οι «Αμάδες», οι  πήλινοι ή γυάλινοι (γιαλινάκια) βώλοι, το «Τζαμί». Τα κορίτσια έπαιζαν «Ζούτσο» (κουτσό), «Σχοινάκι», «Πεντόβολα», «Πινακωτή», «Τσιγκολελέτα» κλπ.  Πιο «βαριά» για μεγαλύτερα αγόρια ήταν η «Μακριά  γαϊδούρα», κατά την οποία άλλοι έσκυβαν και άλλοι τους καβαλίκευαν, πηδώντας στην πλάτη τους,  το «Μπιζ », που περιελάμβανε  κτυπήματα με το χέρι και η ακραία περίπτωση του... πετροπόλεμου, που κατέληγε σε ματωμένα κεφάλια.

Οι  οικονομικές δυνατότητες δεν επέτρεπαν την αγορά   έτοιμων παιχνιδιών-αντικειμένων μεγάλης αξίας. Ένα «κουρντιστό» μεταλλικό αυτοκινητάκι ή μια μεγάλη κούκλα ήταν απρόσιτα. Έτσι, περιοριζόμασταν σε αγορά μικρών και φτηνών παιχνιδιών.  Μπαλόνι, μεταλλικό βατραχάκι, πιπίνι, σφυρίχτρα, γιογιό, μικρές κούκλες, ροκάνα  ήταν τα πιο συνηθισμένα. Ένα απλό και διασκεδαστικό παιχνίδι ήταν μια μεταλλική κατασκευή, με την οποία εκτοξευόταν περιστρεφόμενος ένας ελαφρύς μεταλλικός έλικας. Το ενδιαφέρον των αγοριών τραβούσε επίσης η «σβούρα»«του σφουρλάκ'», 'όπως το έλεγαν, που την 'έριχναν' επιδέξια με το σκοινί και περιστρεφόταν  ταχύτατα για αρκετό χρόνο κατά κατακόρυφο άξονα.    Υπήρχαν και μικρότερα σβουράκια, που περιστρέφονταν με το χέρι. Τα ομοιώματα οικιακών συσκευών ενδιέφεραν τα κορίτσια. Συνηθισμένο δώρο παιχνίδι για τα κορίτσια ήταν ένα μικρό πήλινο σταμνί, για να συνειδητοποιούν, ότι σε όλη τους τη ζωή θα κουβαλάνε στην πλάτη τη στάμνα με το νερό.  

 Από κει και πέρα, η εφευρετικότητα ήταν ανεξάντλητη και μπορούσε κάθε άχρηστο αντικείμενο, όπως ένα κουτί τσιγάρων ή σπίρτων, να μετατραπεί σε χρήσιμο παιχνίδι, πραγματικό ή φανταστικό. Οι καπνιστές «χάριζαν» τα άδεια τους πακέτα στα μικρά παιδιά, για να «παίξουν». Παιχνίδι γινόταν και το 'κότσι', ο αστράγαλος, δηλαδή, των ζώων, που σφάζονταν για τροφή.  Για τα μικρά παιδιά, επίσης,  τα έντομα, πεταλούδες, χρυσόμυγες, πασχαλίτσες, τζιτζίκια και κάτι μαύρα έντομα, που  τα έλεγαν μυλωνάδες, μετατρέπονταν σε παιχνίδια. 

Μια χρυσόμυγα ή ένας 'μυλωνάς' δενόταν με μια μακριά κλωστή από ένα πόδι. Στη συνέχεια, το έντομο αφηνόταν ελεύθερο να πετάξει και συγκρατούμενο από την άλλη άκρη της κλωστής, έκανε κύκλους, χαρίζοντας διασκέδαση. Οι κλωστές, που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες, ήταν τυλιγμένες σε ξύλινες κουβαρίστρες. Με τις άδειες κουβαρίστρες για ρόδες φτιάχνονταν μικρά οχήματα. Μεταλλικά κονσερβοκούτια μετατρέπονταν σε μικρά πλεούμενα. Ένα κομμάτι χαρτί με κατάλληλο δίπλωμα μπορούσε να  μετατραπεί σε  ένα μικρό πλεούμενο, ένα αεροπλανάκι, που πέταγε, ή μια σαΐτα. Πανιά με ξύλα και πριονίδια μπορούσαν να μετατραπούν σε κούκλες κλπ.     Ένα αντικείμενο, μπορούσε, φανταστικά, να θεωρείται παιχνίδι, χωρίς στην πραγματικότητα να είναι.

 Η «Ντρίλια» ήταν ένα πνευματικό παιχνίδι με δύο αντιπάλους, που παιζόταν συχνά. Χρειαζόταν μόνο λίγες μικρές πέτρες για πούλια και ένα κατάλληλο σχέδιο χαραγμένο με κιμωλία ή κάρβουνο σε μια επίπεδη επιφάνεια. Ακόμα και τραπουλόχαρτα ήταν σε χρήση και κάποιες μικρές κάρτες με εικόνες  ποδοσφαιριστών ή σημαιών κρατών, που  βρίσκονταν σε συσκευασίες τσίχλας. Άλλα παιχνίδια παρέας σε κλειστούς χώρους ήταν τα παιχνίδια με σπάγκο, τα αινίγματα, το «Συ παραφλιού;», μάλλον σε παραφιλώ, το γνωστό και ως «σ’αγαπώ σ’αγαπώ» και παιχνίδι με κτυπήματα στην πλάτη (Τάβρου παν’ τάβρου κατ’) έτσι ακουγόταν, αλλά δεν μπορώ να αποδώσω ακριβώς το νόημα, το "Πετάει,πετάει (το πουλί,  ο γάϊδαρος κλπ)", η "Κολοκυθιά" και άλλα παρόμοια. Καμιά φορά ακουγόντουσαν και τα "Κλασσικά" παιδικά τραγούδια της Εποχής: "Ένα παλληκάρι 20 χρονών..." και το μακάβριο:  "Ήταν ένα  μικρό καράβι....". Στα παιχνίδια περιλαμβάνονταν και επίδειξη σωματικών ικανοτήτων, όπως αναρρίχηση σε δένδρα ή τοίχους και το περπάτημα με τα χέρια στο έδαφος και τα πόδια ψηλά. 

Η κατασκευαστική τάση ήταν έντονη, την εποχή των χαρταετών, που δεν περιοριζόταν μόνο στην Καθαρά Δευτέρα, αλλά κρατούσε πολύ περισσότερο.  Η πιο απλή «ιπτάμενη» συσκευή» ήταν η λεγόμενη «ψαλίδα», κατάλληλη για τα πιο μικρά παιδιά. Είχε ένα περίπου ρομβοειδές  σχήμα και κατασκευαζόταν με το κατάλληλο δίπλωμα  ενός απλού χαρτιού.   Μια χάρτινη κορδέλα για ουρά συμπλήρωνε την κατασκευή. Δεμένη η ψαλίδα με την άκρη μια κλωστής ραψίματος και βοηθούντος  του αέρα, μπορούσε να σηκωθεί ψηλά, χαρίζοντας ευχάριστες στιγμές.  Έτοιμοι, αγοραστοί χαρταετοί δεν υπήρχαν και όποιος ήθελε να απολαύσει πέταγμα χαρταετού, έπρεπε να τον κατασκευάσει.  Με κατάλληλο χαρτί, σπάγκο,   καλάμια, ζυμάρι για κόλλα και την απαραίτητη δεξιότητα, κατασκευάζονταν  χαρταετοί,  έτοιμοι, να «κατακτήσουν τους αιθέρες».   Την περίοδο   της πρωτοχρονιάς, που  ο τζόγος ήταν σε έξαρση,  οι μικροί επιδίδονταν στο «Στριφτό» και το «Παρταόλα». Το «Παρταόλα» ήταν ένα μικρό σβουράκι με πολλές έδρες στο πλάι. Αυτός, που το έστριβε, κέρδιζε ή έχανε, ανάλογα με το τι έγραφε η πάνω έδρα, όταν ηρεμούσε το σβουράκι. Τα αντικείμενα, που έμπαιναν στον τζόγο, δεν ήταν κατ’ ανάγκη χρήματα. Ένα ιδιαίτερο παιχνίδι για τα αγόρια ήταν «του κύλ’».  Κάθε πιτσιρικάς με φιλοδοξίες οδηγού αυτοκινήτου μετέτρεπε σε «όχημα» ένα τσέρκι, δηλαδή το στεφάνι του βαρελιού, μια παλιά ζάντα ποδηλάτου ή οτιδήποτε αντικείμενο σε σχήμα στεφάνης, που μπορούσε να κυλιστεί, περιστρεφόμενο.   Με ένα χοντρό σύρμα, κατάλληλα διαμορφωμένο, έσπρωχνε «του κύλ’» τρέχοντας στο δρόμο  και το κρατούσε σε ισορροπία κάνοντας διάφορους ελιγμούς, προσπαθώντας συγχρόνως με το στόμα να μιμηθεί τον ήχο μηχανής.  Αν,  από κάποια αιτία, εμποδιζόταν η πορεία, τον έπιανε θυμός και απογοήτευση. Αν κάποιος ήθελε να παραστήσει τον ιππότη μιας άλλης Εποχής,«καβάλαγε»  ένα καλάμι και έτρεχε «περήφανος».

ΣΒΟΥΡΑ



ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΤΟ "ΚΥΛ' "


ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΣΠΑΓΓΟ


Ευκαιρία για τους πιτσιρικάδες, για ευχάριστο χρόνο, ήταν οι υπαίθριες παραστάσεις, που έδιναν αθλητές, μάγοι και ταχυδακτυλουργοί, αρκουδιάρηδες και διάφοροι διασκεδαστές, χωρίς να αισθάνονται την υποχρέωση, να συνεισφέρουν χρήματα, όπως οι μεγάλοι. Απερίγραπτη, όμως, ήταν η μαγεία, που αισθανόμασταν, όταν είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε υπαίθρια κινηματογραφική προβολή. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, ποιος διοργάνωνε αυτές τις προβολές.  Η μηχανή προβολής στηνόταν στο δυτικό άκρο της πλατείας  και απέναντι στον τοίχο    στερεωνόταν η άσπρη πάνινη οθόνη. Τα παιδικά μάτια έβλεπαν, με δέος, θαυμασμό και περιέργεια, ανθρώπους και οχήματα, να κινούνται πάνω στο πανί.

Τα αγόρια, μεγαλώνοντας, γίνονταν πιο δραστήρια και εφευρετικά. Κατασκεύαζαν επιτραπέζιο παιχνίδι ποδοσφαίρου. Σε ένα κομμάτι σανίδας σχεδίαζαν γήπεδο και σε ανάλογα σημεία κάρφωναν καρφιά, που παρίσταναν τους παίκτες και τα γκολπόστ. Δυο παίκτες σπρώχνοντας εναλλάξ ένα κέρμα στη θέση της  μπάλας, προσπαθούσαν να  «βάλουν γκόλ».   Επίσης κατασκεύαζαν ξύλινα δίτροχα ή τρίτροχα οχήματα με ρόδες κλπ, κάτι σαν τα γνωστά πατίνια.  Σε ίσιες επιφάνειες  οι αναβάτες, ή έσπρωχναν οι ίδιοι το καρότσια, ή «αγγάρευαν» κάποιον άλλο, να το κάνει.   Η χαρά τους, όμως, ήταν κατηφορικοί δρόμοι, που μετατρέπονταν σε πίστες καροτσοδρομιών. Η χαρά πληρωνόταν με τον κόπο, να ξανανεβάσουν το όχημα στην αρχή της πίστας.   Η ερημική, Σήμερα, κορυφή του λόφου της Ράχης ήταν  τότε μόνιμος παιδότοπος. Εκεί, κατασκεύαζαν ακόμα ολόκληρες καλύβες με κλαδιά. Εκεί  συγκεντρώνονταν, άναβαν φωτιές, καίγοντας κλαδιά και ρετσίνι, συζητούσαν και παίζανε.       Μεταξύ των άλλων «βαριών» παιχνιδιών ήταν και το επικίνδυνο με την έκρηξη ασετυλίνης.  Σε ένα άνοιγμα στο έδαφος, έριχναν νερό και ένα κομμάτι ασετυλίνης (ανθρακασβέστιο). Κάλυπταν το άνοιγμα τρύπα με  μια μεταλλική τάπα από κονσερβοκούτι, που είχε μια μικρή τρύπα, από την οποία έβγαινε το αέριο της ασετυλίνης. Βάζανε φωτιά στην άκρη της τρύπας  και μετά από λίγο ακολουθούσε έκρηξη με θόρυβο, που  εκσφενδόνιζε την τάπα ψηλά.    

ΠΑΤΙΝΙ ΙΔΙΟΚΑΤΑΣΚΕΥΗ


Μια μικρή μερίδα   από τα  κάπως μεγαλύτερα παιδιά, που είχαν αποκτήσει την ευχέρεια να διαβάζουν, εντρυφούσε στην ανάγνωση διαφόρων εντύπων, όταν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε αυτά.   «Γκαούρ - Ταρζάν», «Μικρός Ήρως», «Μάσκα» «Περιπέτειες του Τσακιτζή» και «Κλασσικά εικονογραφημένα» ήταν τότε δημοφιλή περιοδικά, που συνάρπαζαν τους πιτσιρικάδες  με τις περιπέτειες,  που περιγράφανε. Ελάχιστοι, που είχαν «καλλιτεχνικές» τάσεις, κατασκεύαζαν φιγούρες του θεάτρου σκιών και με το σχετικό σκηνικό  έστηναν  πρόχειρες παραστάσεις Καραγκιόζη.

Το καλοκαίρι στο πρόγραμμα για τα αγόρια έμπαινε και το κολύμπι στο Κυμάσι, παρά τις αντιρρήσεις των μεγάλων.  Τα κορίτσια, σπανίως, πήγαιναν στη θάλασσα και μόνο με την συνοδεία των γονιών.  Τα «ελεύθερα» αγόρια,  αφού περπατούσαν   τα 4 χιλιόμετρα, έφθαναν στην παραλία και φορώντας το μαύρο ή μπλε εσώρουχο για μαγιό, άρχιζαν  τα παιχνίδια με το νερό. Κυλιόντουσαν στην άμμο και έριχναν  πλακωτά βότσαλα  στη θάλασσα, που έκαναν πολλά γκελ πάνω στην επιφάνεια του νερού.   Σταδιακά,   βελτίωναν τις  κολυμβητικές τους ικανότητες, έκαναν «μακροβούτια» και  χρησιμοποιούσαν τη σκάλα φόρτωσης του μεταλλεύματος, για να κάνουν βουτιές από ψηλά.  Οι πιο επιδέξιοι κολυμβητές έφταναν,  κολυμπώντας, μέχρι τα «Κοτρώνια», τις μικρές βραχονησίδες, που υπάρχουν στο Κυμάσι. Μετά το εξαντλητικό κολύμπι ακολουθούσαν άλλα 4 χιλιόμετρα ποδαρόδρομου για την επιστροφή.

Οι  πιτσιρικάδες είχαν τις πρώτες εμπειρίες τροφοσυλλογής.  Το δάσος, ο κάμπος,  το ποτάμι και η θάλασσα ήταν τόποι, στους οποίους μπορούσε να βρεθεί φυτική ή ζωική τροφή.  Φυτικά φαγώσιμα μπορούσαν  να είναι ελεύθερα, από αυτοφυή φυτά,  ή να προέρχονται από καλλιέργειες.  Η επιδρομή σε  ιδιωτικές  καλλιέργειες γινόταν από λίγους, πιο «ελεύθερους» και επιρρεπείς στην παρανομία, όταν απουσίαζε  ο ιδιοκτήτης της καλλιέργειας και  το άγρυπνο βλέμμα του  πανταχού παρόντα αγροφύλακα, που με τη σφυρίχτρα στο στόμα, ήταν πάντα έτοιμος να σφυρίξει, όταν αντιλαμβανόταν κλοπή στις καλλιέργειες.  

 Κάποια από τα φαγώσιμα της Εποχής εκείνης ήταν λιχουδιές για τους πιτσιρικάδες, αλλά Σήμερα είναι τελείως περιφρονημένα  Η δυνατότητα εύρεσης φυτικών φαγώσιμων ξεκίναγε την άνοιξη.   Τα νόστιμα αλλά και επικίνδυνα  καμιά φορά χλωρά κουκιά ήταν τα πρώτα «θύματα». Ακολουθούσαν οι υπόξινοι και  νόστιμοι κλιματοβλαστοί.  Προς το καλοκαίρι η ποικιλία μεγάλωνε. 

Τα μεστωμένα, αλλά πράσινα ακόμα στάρια με ελαφρύ ψήσιμο, για να καούν τα άγανα, τα πράσινα ρεβίθια, τα πράσινα και ξινά ακόμα τζάνερα (στρογγυλά δαμάσκηνα), τα γλυκά και νόστιμα μούρα.   Αν και δεν υπήρχαν συστηματικοί οπωρώνες το καλοκαίρι, υπήρχαν διάφορα διάσπαρτα δένδρα και  φυτά, που έδιναν νόστιμα φρούτα. Βερίκοκα, ροδάκινα, αχλάδια, κορόμηλα, σύκα, αμύγδαλα και  πράσινα, αλλά νόστιμα καρύδια, που έβαφαν τα χέρια, ανεξίτηλα, για μερικές ημέρες. Χλωρά καλαμπόκια ήταν διαθέσιμα   για ψήσιμο.  Γίνονταν   και επιδρομές σε μποστάνια για καρπούζια, πεπόνια και ξυλάγγουρα, αλλά περιορισμένα. Το να φας καρπούζι και να πετάξεις φλούδες με ελάχιστο κόκκινο περιεχόμενο, ήταν αδιανόητο.    Προς το Φθινόπωρο, υπήρχαν τα σταφύλια, τα ρόδια, τα κυδώνια, που  ψητά είναι πιο νόστιμα, και αργότερα γλυκά και στυφά  μαύρα μύρτα,  οι στυφές «αγκόρτζες» (άγρια αχλάδια), τα γλυκόξινα βατόμουρα  και προς το χειμώνα, τα πορτοκαλή και γλυκά κούμαρα. Επίσης την ίδια εποχή ωρίμαζαν τα δύσκολα  στη συλλογή τους  κουκουνάρια (κουκνάρια), που  είναι καρποί ενός ψηλού κωνοφόρου δέντρου παρόμοιο του πεύκου,  και  ήταν ένα «δωρεάν» νόστιμο φαγώσιμο.    

Μια γλυκιά γεύση παίρναμε και από τον χυμό (το νέκταρ)  ορισμένων  λουλουδιών,  όπως τα κίτρινα λουλούδια  του Κήρινθου (κηρός και άνθος ή μυθικές οντότητες κήρες και άνθος), που υπάρχουν άφθονα στην περιοχή ( προφανής σχέση με την ονομασία της αρχαίας Κηρίνθου) και τα ροζ, ενός καλλωπιστικού, αναρριχητικού φυτού,που το λέγανε 'μεγιάνι' και Σήμερα το βλέπουμε σπάνια.  Ακόμα και τα άσπρα λουλούδια της ακακίας  είχαν κάποια ευχάριστη γεύση.

Περισσότερο ενδιαφέρον  είχε η  αναζήτηση ζωικής τροφής. Τα μικρά πετούμενα έμπαιναν στο στόχο των «κυνηγών» με τα ιδιοκατασκευαζόμενα «όπλα»,  τα «λάστιχα», τα  «σιδεράκια»  και τις  «θηλιές».     Το «λάστιχο» ήταν ένα είδος σφεντόνας, δηλαδή, ένα είδος όπλου,  με το οποίο μικρές πέτρες βάλλονταν σε στόχους.    Αποτελούνταν από ένα διχαλωτό στήριγμα, τη φούρκα, δυο λαστιχένια κορδόνια και ένα μικρό ορθογώνιο κομμάτι από δέρμα, τη φόλα, για τη συγκράτηση της πέτρας. Τεντωμένα τα λαστιχένια κορδόνια, έδιναν τη δύναμη, για να εκσφενδονιστεί με ταχύτητα η πέτρα.  

Οι επιδέξιοι «λαστιχοφόροι» μπορούσαν να στοχεύσουν και να σκοτώσουν ένα μικρό πουλί. Το 'λάστιχο' μπορούσε, βεβαίως, να  χρησιμοποιηθεί και για  να σπάσουν  τζάμια και ….κεφάλια.  Το 'σιδεράκι' (σιδιράκ') ήταν ένα είδος δόκανου με ελατήριο. Δυο ημικύκλια, φτιαγμένα από χοντρό σύρμα, συνδέονταν με άρθρωση μέσω  ελατηρίου.  Το έστηναν, ανοιγμένα, σε κάποιο μέρος, που πήγαιναν πουλιά και με δόλωμα λίγο ψωμί, σκουλήκι ή κάμπια. Ένα επιπλέον σύρμα σε ρόλο σκανδάλης τα κρατούσε ανοιγμένα. Το άτυχο πουλί, που θα επιχειρούσε να φάει το δόλωμα, ελευθέρωνε τη σκανδάλη και με τη δύναμη του ελατηρίου τα ημικύκλια έκλειναν και το παγίδευαν.  Ο στόχος ήταν τα μικρά πουλιά (σπουργίτια, τσόνια, σταρήθρες κλπ). Ανάλογη ήταν η λειτουργία των θηλιών, που μπορούσαν να κρεμάσουν από το λαιμό ένα πουλί, που θα τσίμπαγε το δόλωμα. Ήταν κατάλληλες για μεγαλύτερα πουλιά (μπεκάτσες, κοτσύφια, τσίχλες κλπ).

ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΛΑΣΤΙΧΑ


Παράλληλα με τους μεγάλους και οι μικροί  επιδίδονταν στο ψάρεμα ιδίως το καλοκαίρι.  Στο ποτάμι ψάρευαν, είτε με καλάμι και αγκίστρι, είτε με κοφίνια. Το καλύτερο δόλωμα ήταν οι προνύμφες σφηκών. Αναζητούσα σφηκοφωλιές και με προσοχή τις γκρέμιζαν, αποφεύγοντας τα επικίνδυνα τσιμπήματα  και τις άδειαζαν από το πολύτιμο περιεχόμενό τους. Ένας πιο αποτελεσματικός τρόπος ήταν η «σφλομονή».  Σε σημεία  κοντά σε πλατάνια, το βάθος του νερού ήταν μεγάλο και το νερό πιο στάσιμο, στις λεγόμενες «βουθάνες», η συγκέντρωση ψαριών ήταν μεγαλύτερη. Οι «ψαράδες» απομόνωναν, κατά το δυνατόν, τη «βουθάνα» με μικρά αναχώματα και έτριβαν στο νερό     σφλόμο, ένα μεγαλόσωμο  χόρτο, που  υπάρχει άφθονο στην περιοχή. Τα φύλλα και τα κίτρινα λουλούδια του σφλόμου περιέχουν μια ναρκωτική ουσία, με την οποία τα ψάρια αδρανοποιούνταν και  μπορούσαν να  πιαστούν με το χέρι.  Τόσο τα ψάρια, όσο και τα πουλιά, τα πήγαιναν στα σπίτια για  μαγείρεμα, αλλά δεν αποκλειόταν να ανάψουν φωτιές και να τα ψήσουν επί  τόπου.  Τον χειμώνα με τα χιόνια, τα πουλιά έφταναν στις αυλές των  σπιτιών και έμπαινε σε εφαρμογή μια άλλη μέθοδος. Στην άκρη της αυλής τοποθετούσαν ένα τραπέζι με τρόπο, που μπορούσε εύκολα να ανατραπεί. Δένανε το τραπέζι με ένα μακρύ σκοινί και  έριχναν μπροστά ψίχουλα  ή σπόρους. Όταν πλησίαζαν τα πουλιά να τσιμπήσουν, τράβαγαν απότομα το σκοινί, το τραπέζι ανατρεπόταν και πλάκωνε τα πουλιά.

Οι εξερευνήσεις, οι παρατηρήσεις αλλά και οι σκανδαλιές των αγοριών, κυρίως, δεν σταματούσαν. Ο φόβος των μεγάλων, των «μπαρμπάδων» ( Κάθε μεγάλος άνδρας ήταν 'μπάρμπας' και κάθε μεγάλη γυναίκα ήταν 'θειά', ανεξάρτητα από συγγένεια), ήταν πάντα παρών. Αν ένα παιδί προκαλούσε θετικό ή αρνητικό  ενδιαφέρον κάποιου, ακολουθούσε πάντα η ερώτηση: "Ποιανού είσι;" Δηλαδή, ποιος είναι ο πατέρας, ή η μάνα σου.  Σχεδόν όλοι οι χωριανοί γνωριζόντουσαν και επομένως με την απάντηση του παιδιού είχαν άμεση γνώση της ταυτότητάς του.

 Ήταν πολύ εύκολο να εισπράξεις φωνές, απειλές, βρισιές, δυνατό τράβηγμα των αυτιών και χειροδικίες από «μπαρμπάδες», για κάτι, που έκανες και οι μεγάλοι δεν το έβρισκαν σωστό, σύμφωνα με τις δικές τους αντιλήψεις, ή για κάτι, που, αντικειμενικά, ήταν κακοήθεια.  Ενδεικτικό είναι ένα γεγονός, που θυμάμαι.   Πιτσιρικάδες έστησαν στο δρόμο ένα είδος παγίδας με σύρμα. Μια νεαρή γυναίκα, που πέρναγε  φορτωμένη στην πλάτη τη στάμνα με το νερό, μπερδεύτηκε με το σύρμα, έπεσε κάτω, έσπασε η στάμνα, βράχηκε με το νερό και τραυματίστηκε ελαφρά. Οι πιτσιρικάδες, δήθεν άσχετοι με το γεγονός, γέλαγαν με το θέαμα. Η μεγαλύτερη απειλή ήταν, βεβαίως, οι γονείς και ιδιαίτερα ο πατέρας. Η προσφώνηση «μπαμπάς», «μαμά» σπάνια ακουγόταν.  Ήταν «πατέρας» και «μάνα».

 Ο κουρασμένος πατέρας, που γύρναγε το βράδυ στο σπίτι, δεν ήθελε να ακούσει δυσάρεστα πράγματα για το παιδί του και με το χέρι, με  βέργα ή  ζωστήρα  νουθετούσε και απέδιδε δικαιοσύνη.  Το ξύλο έπεφτε, γιατί όλοι πίστευαν, ότι τα ξύλο «θα τον (την) κάνει  άνθρωπο».  Σήμερα, όμως, μπορούμε να σκεφτούμε, ότι ήταν και ένα είδος εκτόνωσης για τους μεγάλους, που αντιμετώπιζαν ένα σωρό προβλήματα. Ήταν πιο εύκολο, να ξεσπούν στα παιδιά, παρά εκεί, που έπρεπε. Αλλά και μεταξύ των παιδιών οι σχέσεις δεν πάντα ήταν αρμονικές και αγαθές. Μια  ήπια σύγκρουση εκφραζόταν με  το «κορόιδεμα» δηλαδή με ανταλλαγή  διάφορων απλών υποτιμητικών  χαρακτηρισμών. Σταδιακά, μεταξύ των αγοριών κυρίως,   διαμορφωνόταν μια «ιεραρχία», βασιζόμενη στην σωματική ισχύ.  Το ποιος  «κάνει καλά»  τον άλλον, αλλά και  το θράσος ορισμένων καθόριζε και το ποιος έχει το πάνω χέρι. Οι φιλονικίες, οι συγκρούσεις,  οι τσακωμοί,  οι ύβρεις οι λεκτικές επιθέσεις και τα βαριά υποτιμητικά προσωνύμια  δεν έλειπαν. Ιδιαίτερες, καταφρονητικές ύβρεις αναφέρονταν στα γεννητικά όργανα της μάνας, της αδερφής,  της γιαγιάς κλπ.   Συνηθισμένη ατάκα ήταν «τσ’ μάνα σ’ του μ..ι», ή γ…ώ τη μάνα σ’. 

Οι συγκρούσεις έφταναν και σε βίαιη πάλη, με κάθε είδους κτυπήματα και η αλάνα του παιχνιδιού μετατρεπόταν σε «ρινγκ». Το αστείο ήταν, ότι οι τσακωμένοι έπαυαν να μιλούν μεταξύ τους, αλλά στην αλάνα συνέχιζαν να παίζουν μαζί και συνέχιζαν τη συνομιλία, προφασιζόμενοι, ότι μιλούν σε ένα τρίτο φανταστικό πρόσωπο, στον οποίο ανέθεταν να μεταφέρει τα λεγόμενα.  Κάθε φράση, που ήθελαν να πουν, ξεκίναγε με το  «πες΄ τ’»  (πές του) κλπ.

Βεβαίως, υπήρχε και η μερίδα των «καλών παιδιών», που ήταν  υπάκουα και υποτακτικά στους μεγάλους. Τα «καλά παιδιά» κάνανε τη προσευχή τους κάθε βράδυ, πριν από τον ύπνο, μπροστά στα εικονίσματα του σπιτιού τους, πήγαιναν τακτικά στην εκκλησία, ακόμα και πέρα από τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό του σχολείου, ορισμένοι ντύνονταν «παπαδάκια» και   φίλαγαν το χέρι του παπά και των μεγάλων, ακολουθώντας την προτροπή, ότι το φίλημα του χεριού των μεγάλων ήταν ένδειξη σεβασμού και καλής συμπεριφοράς. Γενικώς, τα «καλά παιδιά» δεν τσακωνόντουσαν, δεν κάνανε φασαρία, δεν πέταγαν πέτρες, δεν προκαλούσαν προβλήματα και συνήθως ήταν «σπασίκλες» στο σχολείο. 

Μια αγωνία των πιτσιρικάδων ήταν, το να εξασφαλίσουν κάποιο χαρτζιλίκι, για να μπορούν να αγοράσουν κάποιο φτηνό παιχνίδι    ή κάποια λιχουδιά, όπως  καραμέλα, σοκολάτα, τσίχλα, (τα κορίτσια είχαν αδυναμία στις τσικλόφουσκες, που μάσαγαν επί ώρες σχηματίζοντας φούσκες στο στόμα), γλειφιτζούρι,  ξερολούκουμο, παστέλι, καρύδα, μαντολάτο, παστοκύδωνο, στραγάλια, φιστίκια, σταφίδες κλπ).  Τα πενιχρά «έσοδα» από τους γονείς συμπληρώνονταν με  φιλοδωρήματα από θελήματα και συχαρίκια. Άνδρες και γυναίκες, γείτονες ή συγγενείς μας ανέθεταν δουλειές, όπως αγορές, μεταφορές κλπ. και μας άμειβαν με μικροποσά.   Επίσης, η αναγγελία  χαρμόσυνου γεγονότος (τα συχαρίκια) ή η παράδοση καινούργιων ρούχων και παπουτσιών είχε και το σχετικό οικονομικό όφελος. Προσωπικά,  θυμάμαι ακόμα το, ασύλληπτο για την Εποχή, φιλοδώρημα των πέντε δραχμών, που πήρα, όταν γνωστός μου τσαγκάρης, μου ανέθεσε να παραδώσω στον ιδιοκτήτη   τους τα καινούρια παπούτσια, που είχε φτιάξει.  Αυτοί, που ντύνονταν «παπαδάκια» και βοηθούσαν τον παπά στην εκκλησία, είχαν τη σχετική αμοιβή τους. Σταθερή και σημαντική πηγή «εσόδων» για τα αγόρια ήταν τα κάλαντα. Παραμονές Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς,  και Φώτων, παίρναμε τους δρόμους και κτυπούσαμε πόρτες,  ζητώντας από τους νοικοκύρηδες να ακούσουν το «Καλήν ημέραν Άρχοντες…», το «Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά..» και το «Σήμερα τα Φώτα και ο Φωτισμός..». Τις περισσότερες φορές ακούγαμε την απογοητευτική ατάκα: « Μας τα ‘παν άλλοι». Αλλά η προσπάθεια συνεχιζόταν. Τουλάχιστον, οι στενοί συγγενείς δεν μας απογοητεύανε. Τα «έσοδα» των Χριστουγέννων ήταν ικανοποιητικά, της Πρωτοχρονιάς μέτρια και των Φώτων απογοητευτικά.  Τα κορίτσια είχαν την ευκαιρία να μαζέψουν αυγά κυρίως και όχι μετρητά την ημέρα του Λαζάρου, τραγουδώντας στα σπίτια το «Ήρθι Λάζαρους ήρθαν τα Βάγια….» και κρατώντας στα χέρια μια κούκλα.  Για τα μικρότερα παιδιά οι γιορτές των Χριστουγέννων - Πρωτοχρονιάς ήταν συνδυασμένες με την γλυκιά προσμονή δώρων από τον Αη Βασίλη και τους Καλικαντζάρους, τις αόρατες οντότητες, που «έμπαιναν» από την καμινάδα του σπιτιού.  Τα δώρα μοιραζόντουσαν πάντοτε νύκτα, για να τα βρούνε κάτω από τα μαξιλάρι τους τα παιδιά, μόλις ξυπνούσαν το πρωί.  Πολύ σύντομα, όμως διαπίστωναν, ότι η γενναιοδωρία του Αη Βασίλη ήταν ανάλογη της τσέπης του πατέρα.  Ευκαιρία για κάποια λιχουδιά ήταν και οι ονομαστικές εορτές των μεγάλων.  Πηγαίναμε στα σπίτια των εορταζόντων, για να ευχηθούμε «Χρόνια πολλα», προσβλέποντας  σε μια χούφτα στραγάλια ή στραγάλια με σταφίδες και σπανίως σε κάποιο σοκολατάκι ή φοντάν. Κορυφαία περίπτωση εξασφάλισης κάποιας λιχουδιάς ήταν οι γάμοι. Την ώρα του χορού του Ησαΐα, το δάπεδο της εκκλησίας γέμιζε κουφέτα και καρύδια, που έριχναν οι καλεσμένοι στους νεόνυμφους.  Επειδή κανένας  πιτσιρικάς δεν παρέμενε απαθής  στη θέα των μεγάλων κουφέτων με την παχιά στρώση ζάχαρης και το αμύγδαλο  εσωτερικά, που έπεφταν στο δάπεδο, ακολουθούσε ένας μικρός πανζουρλισμός. Οι πιτσιρικάδες  στην προσπάθεια να «αρπάξουν» κουφέτα και καρύδια,  εμπόδιζαν το χορό, προκαλώντας τον εκνευρισμό του παπά.  Η λύση για τον παπά ήταν μια λεπτή βέργα, που κράταγε μαζί με το «Ευαγγέλιο».  Καθώς γύρναγε ο χορός η βέργα έπεφτε με δύναμη σε κάθε κεφάλι, κορμί, πόδι ή χέρι, που εμπόδιζε την κίνηση του.  Το τίμημα ήταν σκληρό, αλλά για πολλούς άξιζε τον κόπο.

Τέλος, δυο τραγικά γεγονότα σημάδεψαν την παιδική κοινότητα της Εποχής εκείνης.  Το ένα αφορούσε   τσίμπημα ενός παιδιού από φίδι. Σε κάποια  έξοδο στο ύπαιθρο, το ύπουλο ζώο δάγκωσε το παιδί. Η ιατρική περίθαλψη ήταν υποτυπώδης. Για κάποιες ώρες προσπαθούσαν, ουσιαστικά, με γιατροσόφια να το σώσουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Το παιδί πέθανε, σκορπίζοντας θλίψη σε όλο το χωριό.  Το άλλο γεγονός ήταν ο ακαριαίος θάνατος ενός παιδιού, που προήλθε από έκρηξη ενός βλήματος ή νάρκης, που υπήρχε από την Εποχή του πολέμου. Ένα καλοκαιρινό απόγευμα όλο το χωριό ταράχθηκε από   ένα  δυνατό  κρότο. Γρήγορα διαδόθηκε,  ότι το  παιδί κτύπαγε με κάποιο βαρύ αντικείμενο  το σιδερικό, που βρήκε, προσπαθώντας,  να αποσπάσει κάποιο κομμάτι μετάλλου, χωρίς να ξέρει, ότι αυτό που βρήκε, ήταν ένα εργαλείο θανάτου. Το αποτέλεσμα ήταν, να χάσει τη ζωή του, πριν να τη ζήσει.

 

                                                            ΣΧΟΛΕΙΟ  

Ο άνθρωπος συνεχώς αποκτά γνώσεις και εμπειρίες.  Ο προφορικός λόγος,  η δια ζώσης παρατήρηση, η πρακτική εξάσκηση είναι οι άμεσοι τρόποι, με τους οποίους διευρύνονται οι γνώσεις και οι επιδεξιότητες.  Η επινόηση της γραφής,  δηλαδή, η απεικόνιση των σκέψεων  και γενικά του προφορικού λόγου με μικρά σύμβολα ήταν αυτή, που επιτάχυνε την απόκτηση γνώσεων και  διεύρυνε τις αντιληπτικές ικανότητες του ανθρώπου. Από νωρίς, στις  οργανωμένες κοινωνίας θεσπίστηκε η παιδεία,  δηλαδή η συστηματική μετάδοση γνώσεων, με βάση τον γραπτό λόγο.  Σχολεία ήταν οι οργανισμοί παροχής παιδείας και απευθύνονταν σε παιδιά αλλά και σε μεγαλύτερους.  Η παιδεία είχε σημαντική θέση στις κοινωνίες, αλλά δεν ήταν προσιτή σε όλους και ακολουθούσε και αυτή το πυραμιδικό σύστημα των κοινωνιών.   

Στα σύγχρονα κράτη η Παιδεία αποτελεί βασική μέριμνα της Πολιτείας και γίνεται προσπάθεια, ώστε όλοι οι πολίτες,  από την μικρή ηλικία, να φοιτούν σε σχολεία. Να ξέρουν γράμματα, όπως συνηθίζεται να λέγεται, απλά. Η Παιδεία, πέραν των γνώσεων, βοηθά να διαμορφώνονται  απόψεις και συμπεριφορές,  σύμφωνες   με τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις.    Όλοι, όμως, δεν μπορούν να έχουν τον ίδιο βαθμό παιδείας, γιατί   ούτε οι κοινωνικές, ούτε οι οικονομικές συνθήκες το επιτρέπουν.  Κατ’ ανάγκην επιδιώχτηκε η   κατ’ ελάχιστον  απόκτηση  ικανότητας χρήσης του γραπτού λόγου και  στοιχειωδών γνώσεων. 

Όταν ιδρύθηκε το νέο Ελληνικό κράτος, η άγνοια και η αγραμματοσύνη «βασίλευαν» παντού και ελάχιστοι είχαν την τύχη,  να είναι «γραμματισμένοι».  Τη δεκαετία του ’50, τα πράγματα ήταν καλύτερα, αλλά όχι καλά. Υπήρχαν οι τρείς βαθμίδες εκπαίδευσης, στοιχειώδης, μέση, και ανώτερη.  Υποχρεωτικά, τα παιδιά έπρεπε, να φοιτήσουν στο εξαετές σχολείο στοιχειώδους εκπαίδευσης, το Δημοτικό. 

Οι άλλες βαθμίδες ήταν προαιρετικές, αλλά γενικά η προσφορά παιδείας στα παιδιά σήμαινε σημαντική οικονομική επιβάρυνση για τα οικογενειακά εισοδήματα. Ακόμα και η υποχρεωτική φοίτηση στο Δημοτικό επιβάρυνε σημαντικά τον αναιμικό, οικογενειακό, οικονομικό προϋπολογισμό.  Λίγα χρόνια πριν, η υποχρεωτική φοίτηση ήταν 4ετής, αλλά ήταν πολλοί,  ιδίως γυναίκες, που δεν είχαν πάει σχολείο.  Οι περισσότεροι από τους γονείς μας τότε είχαν τελειώσει το τετραετές   δημοτικό και είχαν στοιχειώδεις γραμματικές γνώσεις,  ενώ σε αρκετό βαθμό υπήρχε  άγνοια γραμμάτων, αναλφαβητισμός, όπως λέγανε. Σε κάθε Ελληνικό χωριό  μαζί με τον παπά υπήρχε τουλάχιστον, ένας δάσκαλος και η εκκλησία μαζί με το σχολείο αποτελούσαν τους μοναδικούς πνευματικούς φορείς του χωριού. Ο δάσκαλος ήταν, εκ των πραγμάτων, ο πιο «μορφωμένος» του χωριού. Οι δάσκαλοι τότε ήταν απόφοιτοι Παιδαγωγικής Ακαδημίας, που ήταν διετούς φοίτησης και δεν εθεωρούντο Πανεπιστήμια. Το σχολείο αποτελούσε και το μοναδικό μέσο γενικής πληροφόρησης για τα παιδιά, αφού άλλα μέσα δεν ήταν προσιτά, ούτε και το οικογενειακό περιβάλλον μπορούσε να βοηθήσει.

 Στο Μαντούδι, της δεκαετίας του ’50,  που ήταν κεφαλοχώρι  και υπήρχαν  αρκετοί μαθητές, λειτουργούσε μόνον  ένα σχολείο  στοιχειώδους εκπαίδευσης, το  Δημοτικό, όπως είναι γνωστό.  Το σχολείο ήταν   πλήρες  με έξι τάξεις και ανάλογους δασκάλους. Ήταν στεγασμένο στο   κτήριο,  στη  νότια πλευρά του χωριού, γνωστού σήμερα, ως παλαιού σχολείου.  Ήταν απλό, λιτό, αλλά  επιβλητικό,  μεγάλο και ψηλό  διώροφο κτήριο, που δέσποζε στην περιοχή. Ήταν το  μεγαλύτερο κτήριο του χωριού.   Η στέγη του ήταν τσιμεντένια ταράτσα.  Περιφραγμένο προαύλιο δεν υπήρχε και το κτήριο περιβαλλόταν από δρόμους και αλάνες. Εσωτερικά,  ήταν επιστρωμένο με απλό τσιμέντο και περιλάμβανε έξι αίθουσες διδασκαλίας με μεγάλα παράθυρα, διαδρόμους και βοηθητικούς χώρους. Εικόνες  των ηρώων της επανάστασης του '21 ήταν κρεμασμένες στους τοίχους των αιθουσών.   Σε μια αίθουσα  του ισογείου υπήρχε και θεατρική σκηνή. 

Η αίθουσα αυτή  χωριζόταν με τη διπλανή με πτυσσόμενο ξύλινο παραπέτασμα, που άνοιγε και έτσι διαμορφωνόταν μεγάλος, ενιαίος χώρος θεάτρου, εορτών και εκδηλώσεων. Τα ξύλινα θρανία για τους μαθητές ήταν   χοντροκομμένα. Η στενή και  επικλινής επιφάνεια γραφής ήταν ενσωματωμένη με  πάγκο-κάθισμα,  χωρίς πλάτη. Κανονικά, κάθε θρανίο ήταν για δύο μαθητές, αλλά αν χρειαζόταν, κάθονταν και τρείς στριμωγμένοι. Το κτήριο δεν διέθετε χώρους  υγιεινής, ούτε υπήρχε κάπου νερό.    Αυτό, που σήμερα λέμε «Δωρεάν Παιδεία», τότε, ήταν μισή πραγματικότητα. Το κράτος πλήρωνε μόνο τους δασκάλους και ίσως κάποια έξοδα για τη συντήρηση του κτηρίου. Όλα τα υπόλοιπα επιβάρυναν τους γονείς των μαθητών.  Ο γονιός έπρεπε να πληρώσει ακόμα και τα θρυλικά «Αναγνωστικά», τα βασικά, δηλαδή, βιβλία. Για τα βοηθητικά βιβλία δεν γίνεται λόγος.  Επί πλέον,  πλήρωνε τα έξοδα της καθαρίστριας και στο τέλος της σχολικής χρονιάς, έπρεπε να καταβάλει το αντίτιμο των χαρτοσήμων, που υποχρεωτικά έμπαιναν στα «Ενδεικτικά», τα χαρτιά, που πιστοποιούσαν την επιτυχή παρακολούθηση των μαθημάτων. Τα ενδεικτικά επιστρέφονταν πάλι στο σχολείο στην αρχή της επόμενης σχολικής χρονιάς. 

Μια χρονιά, συνέβη  και το αδιανόητο  για τα σημερινά δεδομένα.  Ο θεσμός του αναπληρωτή δασκάλου δεν υπήρχε. Οι μόνιμοι δάσκαλοι δεν επαρκούσαν  και κάποιοι «φωστήρες», άγνωστο ποιοι, προσέλαβαν έναν μη διορισμένο δάσκαλο και υποχρέωσαν τους γονείς να καταβάλουν τον μισθό του.  Υπήρξαν   διαμαρτυρίες, έγιναν συζητήσεις, αλλά, τελικά, αναγκάστηκαν οι γονείς, να πληρώνουν 3 δραχμές το μήνα για κάθε μαθητή με κάποιες απαλλαγές, για όσους είχαν πλέον των δύο παιδιών στο σχολείο.  Ευτυχώς, αυτή ή ασυδοσία έγινε μόνο μια χρονιά. Μια άλλη υποχρέωση των γονιών ήταν η εξασφάλιση θέρμανσης τους χειμερινούς μήνες. Για τη θέρμανση σε κάθε αίθουσα υπήρχε μια σόμπα ξύλων.  Στις Χειμωνιάτικες ημέρες  κάθε πρωί, οι μαθητές μαζί με τη σάκα τους έπρεπε, να κουβαλάνε και ένα κομμάτι ξύλου, κατάλληλου μεγέθους, για να τροφοδοτείται  η σόμπα

ΠΑΛΙΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΑΙΘΟΥΣΑ


Κάτω από αυτές τις δύσκολες συνθήκες,  οι δάσκαλοι έπρεπε να φέρουν σε πέρας το δύσκολο έργο τους. Υπήρχαν δύο ντόπιοι δάσκαλοι  («δάσκαλους Μήτσους κι δάσκαλους Γιανν΄ς»), που μόνιμα υπηρετούσαν στο σχολείο και έφερναν το κύριο βάρος. Οι υπόλοιποι,  ήταν από άλλα μέρη και προσπαθούσαν, πάντοτε, να μετατεθούν σε άλλα σχολεία.  Μπορεί  το επάγγελμα του δάσκαλου, να φάνταζε τότε αξιοζήλευτο, γιατί ο δάσκαλος είχε  σταθερό μισθό, δεν δούλευε χειρωνακτικά, δεν λερωνόταν και  είχε  άδεια το Καλοκαίρι και τις γιορτές Χριστουγέννων και Πάσχα. 

Το έργο, όμως, του δασκάλου ήταν ουσιαστικά δύσκολο  και  δεν τελείωνε στις αίθουσες διδασκαλίας,  και πρακτικά,  έπρεπε να είναι διαθέσιμοι, όλο το 24ωρο. Η σχέση τους με τους μαθητές, τα «δασκαλούδια», όπως τα λέγανε, επεκτεινόταν και εκτός σχολείου και αποκτούσαν και καθήκοντα παιδονόμου. Οι χωριανοί θεωρούσαν,  ότι οι δάσκαλοι είχαν υποχρέωση, να ελέγχουν την συμπεριφορά των παιδιών, ακόμα και εκτός σχολείου. «Απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο» ήταν μια φράση ‘κλισέ’ της εποχής. Επίσης το «θα του που στου δάσκαλου» ακουγόταν από παιδιά, είτε ως άμυνα απέναντι σε  απειλή από άλλο παιδί, είτε από καθαρά «καρφωτική» πρόθεση. Όταν οι πιτσιρικάδες έπαιζαν έξω εκτός σχολικού ωραρίου και τύχαινε να περνάει κοντά ένας δάσκαλος για καθαρά δικούς του λόγους, έπεφτε σύρμα, «δάσκαλους!» και όλοι σκορπάγανε και κρυβόντουσαν, για να μη τους δει ο δάσκαλος.   Βασικό «εργαλείο» του δασκάλου ήταν η βέργα.  

Επικρατούσε ακόμα η παλιά αντίληψη εντός και εκτός σχολείου, ότι τα παιδιά διαπαιδαγωγούνται σωστά, με χρήση     σωματικής βίας. «Το ξύλο βγήκε από το παράδεισο» ήταν γενική αντίληψη, που έγινε και κινηματογραφική ταινία, όπως επίσης και το  «όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος».

Τα μαθήματα, όπως και σήμερα, ξεκίναγαν το Σεπτέμβρη και τελείωναν τον Ιούνη. Η μικρή καμπάνα της εκκλησίας κτύπαγε, κάθε πρωί, από Δευτέρα έως Σάββατο (η εβδομάδα 5 ημερών καθιερώθηκε πολύ αργότερα) και καλούσε τους μαθητές, να πάνε στο σχολείο.   Σε κάποιες περιόδους γίνονταν μαθήματα πρωί και απόγευμα και η καμπάνα κτυπούσε δυο φορές. Η εκπαίδευση, άρχιζε στην ηλικία των έξι, χωρίς καμία προηγούμενη ετοιμασία και εμπειρία, αφού η προσχολική εκπαίδευση, το «Νηπιαγωγείο», που ξέρουμε, σήμερα, τότε, ήταν άγνωστο.  Η οικογένεια δεν μπορούσε να προσφέρει πολλά πράγματα. Μόνον,  αν υπήρχαν μεγαλύτερα αδέλφια, βοηθούσαν κάπως την κατάσταση, μεταφέροντας τη δική τους   εμπειρία.     Η έναρξη της φοίτησης ήταν, συνεπώς, δύσκολη και προκαλούσε φόβο το γεγονός,  ότι δάσκαλος και βέργα πάνε μαζί. 

 Οι μαθητές προσφωνούσαν τους δάσκαλους «κύριε». Αυτό, όμως, δεν μπορούσαν να το πουν οι τότε μαθητές και λέγαν «κύρι».  Για τις παντρεμένες δασκάλες φώναζαν «κυρία» και τις ανύπαντρες «δεσποινίς».  Τον  τίτλο της «δεσποινίδας»  είχε κάθε γυναίκα, από την εφηβεία της, μέχρι να παντρευτεί. Αν δεν παντρευόταν ποτέ, ο τίτλος την ακολουθούσε ισόβια και εθεωρείτο προσβολή, αν την έλεγες «κυρία».  

Στην  πρώτη τάξη δίδασκαν, επί το πλείστον, δασκάλες και ξεκίναγαν με  την εκπαίδευση, που γίνεται, σήμερα, στο  Νηπιαγωγείο και  συνοδευόταν με τραγούδια, όπως τη «γίδα, που έτρωγε κουκιά και κουνούσε την ουρά, τον γάιδαρο, που ήθελε να φορέσει σέλα, την ωραία πεταλούδα κλπ».  Σταδιακά  η εκπαίδευση προχωρούσε στη μύηση των παιδιών στα γράμματα και τους αριθμούς. Το απαραίτητο  μαθητικό εφόδιο  ήταν ή «σάκα» και τα πρώτα «εργαλεία», η «πλάκα» και το «κοντύλι».   Σχεδόν όλες οι σάκες ήταν πάνινες, φτιαγμένες από τις μανάδες μας με χοντρό ύφασμα.  Ήταν σαν απλά  κοντά σακούλια ή «ταγάρια». Οι σάκες των αγοριών  είχαν δεμένο μακρύ υφασμάτινο ιμάντα, για να τις κρεμάνε στον ώμο, όπως κάνανε οι χωριάτες με το ταγάρι.    Οι σάκες  των κοριτσιών είχαν μικρά υφασμάτινα χερούλια, από τα οποία  τις κρατάγανε στο χέρι.   Η  «πλάκα» ήταν μια   ορθογώνια   κατασκευή, από ειδικό, σκληρό υλικό, τοποθετημένη σε ξύλινο πλαίσιο, σε μέγεθος σημερινού τετραδίου.   Εκατέρωθεν της «πλάκας»  υπήρχαν οι  δυο μαύρες επιφάνειες  γραφής,  η μια με οριζόντιες γραμμές  για τη γραφή γραμμάτων και η άλλη με τετράγωνα  για τη γραφή αριθμών.  Η εγγραφή γινόταν με ειδική γραφίδα, το 'κοντύλι' και το σβήσιμο γινόταν άμεσα, με ένα βρεγμένο σφουγγαράκι. Η χρήση του, δηλαδή,  ήταν ανάλογη με αυτή, του γνωστού μαυροπίνακα με κιμωλία.

ΠΛΑΚΑ ΜΕ ΚΟΝΔΥΛΙ


Πάνω  στην «πλάκα», προσπαθούσαμε να χαράξουμε,  με άγαρμπο τρόπο, τα πρώτα γράμματα και αριθμούς. Εκεί, έπρεπε να παρουσιάσουμε και την  εργασία με ορθογραφία και τις πρώτες απλές αριθμητικές πράξεις. Καμιά φορά υπήρχαν και «ατυχήματα».  Γράφαμε στην  «πλάκα» τις ασκήσεις, βάζαμε την «πλάκα» στην πάνινη σάκα και όταν, έπρεπε, να την παρουσιάσουμε στη δασκάλα, αυτές είχαν σβηστεί με την τριβή στα πάνινα τοιχώματα της σάκας. Άντε, τώρα, να πείσεις τη δασκάλα, ότι  «έγραψες», αλλά έσβησε, ώστε να μην δουλέψει η βέργα και κρατάς τις παλάμες σου, μουδιασμένες, για ολόκληρη τη μέρα. Το ξύλο ξεκίναγε από την τρυφερή αυτή ηλικία των έξι χρόνων και μας συνόδευε σε όλη τη διάρκεια της φοίτησης.  Το ξύλο γενικά έπεφτε,  όχι μόνο για  τυχόν «αταξίες» ή μη «κανονική συμπεριφορά», αλλά και γιατί δεν  διάβασες καλά το «Αναγνωστικό», δεν έγραψες την αντιγραφή, δεν έλυσες την αριθμητική άσκηση στο σπίτι, δεν ήξερες την ιστορία και δε έγραψες την ορθογραφία, ή την έγραψες, αλλά έκανες ορθογραφικά λάθη.  Ακόμα, θυμάμαι τις τέσσερις ξυλιές στα χέρια μου, για ένα «αι», που γράφτηκε «ε». Μερικοί μαθητές, για να «δωροδοκήσουν» το δάσκαλο, του προμήθευαν βέργες, που κόβανε στο δάσος, αλλά δεν αποκλειόταν να τις εγκαινιάσουν οι ίδιοι. Το ειρωνικό είναι, ότι με την απλοποίηση της γλώσσας, που έγινε αργότερα, το ξύλο, που «τρώγαμε» πήγε …χαμένο, γιατί  οι περισπωμένες, οι δασείες και  ψιλές πήγαν περίπατο, αλλά και πολλών λέξεων η ορθογραφία άλλαξε.  

Η περίοδος της  «πλάκας» τελείωνε σε 2-3 μήνες και μπαίναμε στο τετράδιο με το μολύβι και το μοναδικό βιβλίο, το «Αναγνωστικό». Το μολύβι μίκραινε σιγά σιγά με τη χρήση αλλά και με ανεπιθύμητα σπασίματα της μύτης και χρειαζόταν  τακτικό ξύσιμο με ξύστρα ή μαχαίρι. Το κρατάγαμε, όμως μέχρι,  που να μη πιάνεται πια, γιατί η προμήθεια καινούργιου μολυβιού δεν ήταν εύκολη.    Κάθε μέρα, διάβασμα αναγνωστικού, αντιγραφή, ορθογραφία, αριθμητικές ασκήσεις, εξετάσεις και τη βέργα, ως μόνιμη απειλή. Για την αριθμητική η αρχική και επίπονη προσπάθεια ήταν να μάθουμε τις πράξεις με μονοψήφιους αριθμούς. Ειδικά αυτή η  προπαίδεια πολλαπλασιασμού, ήταν  μια ιδιαίτερη «ταλαιπωρία». 

Ήταν μάλιστα  τυπωμένη  και στα οπισθόφυλλά των περισσοτέρων τετραδίων, που αγοράζαμε.   Τα ποιήματα, που είχε το αναγνωστικό έπρεπε να τα αποστηθίζουμε. Ο δάσκαλος, με επιμονή και υπομονή, έπρεπε, να ακούει κάθε μέρα τους μαθητές, να προσπαθούν, να διαβάσουν, συλλαβιστά, το αναγνωστικό και να διορθώνει με κόκκινο μολύβι τα τετράδια αντιγραφής,  προσπαθώντας, να διαβάσει τα ορνιθοσκαλίσματα, που γράφαμε.

 Τη διόρθωση συνόδευε και βαθμολογία με κύριο κριτήριο την εμφάνιση του γραπτού. Με άριστα το 10, τα 4 και 5  έπεφταν σύννεφο. Τα αναγνωστικά των μικρών τάξεων ήταν γραμμένα στην πιο κατανοητή δημοτική γλώσσα. Τα αναγνωστικά των   πιο μεγάλων τάξεων περιείχαν και κείμενα στην καθαρεύουσα, που δυσκόλευε περισσότερο τα πράγματα.   Προχωρώντας τις τάξεις,  ερχόταν η ώρα του μελανιού. Έπρεπε, να γράφουμε, πλέον, με  πένα, στηριγμένη σε κονδυλοφόρο, βουτώντας την  σε ένα δοχείο μελάνης και να περιμένουμε να στεγνώσει, μετά.  

Τα γνωστά στυλό διαρκείας μόλις είχαν εμφανιστεί στο Μαντούδι, αλλά στο σχολείο,   απαγορευόταν η χρήση τους. Και οικονομικά  δεν ήταν προσιτά για τους γονείς, που αναγκάζονταν να αγοράζουν τα πάντα για το σχολείο. Υπήρχαν και  τα στυλό με πένα, που εμπεριείχαν μικρό  εσωτερικό δοχείο που γέμιζε με μελάνι και με τα οποία έγραφες, χωρίς να χρειάζεται να  βουτάς συνεχώς  στο μελανοδοχείο, αλλά και αυτά δεν ήταν οικονομικά προσιτά.  Για τις περισσότερες οικογένειες της Εποχής  η προμήθεια των απλών σχολικών ειδών (μικρά τετράδια, μολύβια, ξύστρες, πένες μελάνια κλπ) ήταν μια σημαντική οικονομική επιβάρυνση.   

   Με το μελάνι, τα χέρια μας βάφονταν μπλε ή μαύρα, ενώ, δεν έλειπαν τα «ατυχήματα», με το μελάνι να στάζει στο τετράδιο ή να χύνεται, βάφοντας τετράδια, βιβλία και ρούχα.  Για να επιταχυνθεί το στέγνωμα, χρησιμοποιούσαμε στυπόχαρτο. Ένα απορροφητικό, χοντρό χαρτί, που απλώναμε στα φρεσκογραμμένα γράμματα.  

Εκτός από το Αναγνωστικό, δεν είχαμε άλλα βιβλία, οπότε, οι δάσκαλοι αναγκάζονταν να υπαγορεύουν και οι μαθητές να γράφουν όλα,  όσα έπρεπε, να διαβάσουν και να μελετήσουν  στο σπίτι  (Αριθμητική, Γεωμετρία, Ιστορία, Γεωγραφία, Φυσική Ιστορία, Θρησκευτικά κλπ). Οι πιο αγχωτικές  υποχρεώσεις  ήταν  η λύση αριθμητικών ασκήσεων και προβλημάτων και η γραφή της «Έκθεσης ιδεών». ‘Έπρεπε,  το μυαλό να  επινοεί και να διατυπώνει μαθηματικές λύσεις     και    να  μεταφέρει στο χαρτί  «σωστές» σκέψεις, με άψογο και ορθογραφημένο τρόπο. Μια ταλαιπωρία, για όσους δεν «το 'χανε», ήταν η ιχνογραφία και η καλλιγραφία. Χρησιμοποιώντας  ειδικά τετράδια, κατάλληλες πένες και χρωματιστά μολύβια έπρεπε, να μάθουμε να ζωγραφίζουμε και να γράφουμε ωραία γράμματα. Μάταιος ο  κόπος!  Οι πιο πολλοί από εμάς ποτέ δεν μπορέσαμε,  να γράψουμε «στρογγυλά» γράμματα ή να τραβήξουμε μια ευθεία γραμμή. Άσε, που τώρα πια δεν γράφουμε, αλλά πατάμε «κουμπιά». Η χαρτογραφία επίσης, που γινόταν στα πλαίσια του μαθήματος της Γεωγραφίας, απαιτούσε σχετικό ταλέντο. Έπρεπε να αντιγράφουμε τον χάρτη μιας γεωγραφικής περιοχής (χώρας, νομού, νησιού κλπ), από αντίστοιχο κανονικό χάρτη του εμπορίου, στον οποίο είχαμε πρόσβαση.   

 Χρησιμοποιούσαμε ειδικό μπλοκ μεγάλου σχήματος που περιείχε εναλλάξ διαφανή και κανονικά φύλλα.  Με τη βοήθεια του  διαφανούς  φύλλου αντιγράφαμε το  περίγραμμα μιας περιοχής και στη συνέχεια πιέζοντας με το μολύβι μεταφέραμε το σχήμα στο κανονικό φύλλο.  Με χρωματιστά μολύβια στη συνέχεια συμπληρώναμε τον   «χάρτη». Πιο δύσκολη ήταν η αντιγραφή γεωφυσικού χάρτη που απαιτούσε λίγη  «ζωγραφική» και με   χρωματιστά μολύβια να σχηματιστούν τα καφέ βουνά, οι κίτρινες χαμηλότερες περιοχές, οι πράσινες πεδιάδες και οι μπλε λίμνες, θάλασσες ποτάμια.  Άλλα μέσα υποβοήθησης του διδακτικού έργου δεν υπήρχαν. 

 Μια φορά, όμως, νιώσαμε έκπληξη και θαυμασμό, όταν   κάποιος έφερε το γνωστό τότε Βιού μάστερ (View master), ένα είδος μικρού ατομικού προβολέα, με το οποίο  είδαμε έγχρωμες εικόνες σε διαφάνειες. Τακτική αγωνία ήταν το τι θα γράφει ο περιοδικός έλεγχος, που αποτιμούσε την επίδοση των μαθητών στα μαθήματα.  Κορυφαίες στιγμές αγωνίας και άγχους, τόσο για τους μαθητές όσο και τους δασκάλους ήταν ο ερχομός  του «επιθεωρητή», του «ύψιστου κριτή» των πάντων, που στους μαθητές φάνταζε κάτι σαν «ανώτερη οντότητα»

Ο επιθεωρητής ήταν ο   ανώτερος εκπαιδευτικός, που ερχόταν από το κέντρο για να ελέγξει και να κρίνει το αποτέλεσμα του εκπαιδευτικού έργου. Ουσιαστικά ελεγχόταν ο δάσκαλος, ο οποίος μετέδιδε τη δική του αγωνία και τους δικούς του φόβους στους μαθητές, από τους οποίους περίμενε τις σωστές απαντήσεις στα ερωτήματα του Επιθεωρητή.  

ΚΟΝΔΥΛΟΦΟΡΟΣ ΜΕ ΠΈΝΑ


ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΑ


 Η γενική κατεύθυνση της εκπαίδευσης στο Δημοτικό Σχολείο ήταν  Εθνικοπατριωτικο-ορθοδοξοχριστιανική και συνδυαζόταν με εθνικούς χορούς (συρτό, τσάμικο κλπ) και παραδοσιακά εθνικά τραγούδια. Η βάση ήταν το τρίπτυχο «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια», που  για την επικρατούσα κατάσταση θεωρούνταν οι κύριες κοινωνικές αξίες.  Μαζί με τα μαθήματα,  οι δάσκαλοι, ακολουθώντας  και αυτοί τις «άνωθεν» οδηγίες προσπαθούσαν, να εμφυσήσουν στα παιδιά τις «σωστές» κοινωνικές αντιλήψεις και συμπεριφορές, για να γίνουν αργότερα «σωστοί και χρήσιμοι» άνθρωποι.   Ακόμα και αποταμίευση μας παρότρυναν να κάνουμε, στα πλαίσια μια γενικότερης πολιτικής, που τότε εφαρμοζόταν, λες και είχαμε λεφτά, που περίσσευαν. Πολλοί, μεταλλικοί και πήλινοι κουμπαράδες, ήταν διαθέσιμοι και αρκετά παιδιά τους χρησιμοποιούσαν,  για να αποθηκεύουν ένα μικρό μέρος από το λίγο και σπάνιο χαρτζιλίκι τους. Για τη  μελέτη στο σπίτι χρησιμοποιούσαμε τον κοινό χώρο της οικογένειας, με το αχνό φως της ηλεκτρικής λάμπας ή και της λάμπας πετρελαίου. Τα μικρά, με λίγα φύλλα τετράδια, που χρησιμοποιούσαμε, καμιά φορά, λεκιάζανε από λαδιές. Αν θέλαμε, να  είναι πιο «περιποιημένα», ντύναμε τα εξώφυλλα με μπλε κόλλα  και βάζαμε εξωτερικά την κατάλληλη ετικέτα. Οι μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων, έπρεπε, Φεβρουάριο και Ιούνιο,   να περάσουν από τη διαδικασία των γραπτών εξετάσεων, των διαγωνισμών, όπως τους έλεγαν. Μελάνια, κονδυλοφόροι, στυπόχαρτο, σφραγισμένες κόλλες γραψίματος και  η αγωνία σε έξαρση.  Επειδή, η άγρια επιφάνεια του θρανίου δεν επέτρεπε ομαλή γραφή, επιτρεπόταν, να υπάρχει κάτω από την κόλλα  κάποιο περιοδικό ή άλλο  χοντρό χαρτί.  Ο ετήσιος κύκλος τελείωνε στο τέλος Ιουνίου με την αγωνία αναμονής του «Ενδεικτικού», του χαρτιού με τα πολλά χαρτόσημα και σφραγίδες και τον βαθμό σαν τελική αμοιβή. Ελάχιστος το 5 και άριστα το 10.  Χαρά για τους «υψηλόβαθμους», ικανοποίηση για τους μέτριους και απογοήτευση για όσους δεν κατάφερναν να «πιάσουν» το 5 και υποχρεώνονταν, να επαναλάβουν την τάξη, την επόμενη χρονιά. Η έκφραση, ότι ο τάδε  «έμεινε» (στην ίδια τάξη), ακουγόταν συχνά.

Οι πιο όμορφες στιγμές του σχολείου ήταν τα διαλείμματα και οι λίγοι περίπατοι στην εξοχή, που κάναμε, όταν είχε καλό καιρό.  Ένας δάσκαλος ή και μαθητής κτύπαγε το  μικρό χειροκίνητο καμπανάκι και έδινε το σύνθημα για την έναρξη και λήξη του μαθήματος. Αγχωτικός  ό ήχος της έναρξης και ανακουφιστικός  ο ήχος της λήξης.  Η δυτική αλάνα, εκεί, που Σήμερα υπάρχει το νηπιαγωγείο, ήταν ο χώρος, που παίζαμε τρέχαμε, γελάγαμε, κλαίγαμε, τσακωνόμασταν, κτυπάγαμε, καμιά φορά, την ώρα των διαλειμμάτων. Στον ίδιο χώρο, γινόταν η πρωινή συγκέντρωση για την απαραίτητη προσευχή. Αν  ο καιρός «μύριζε» περίπατο, ακουγόταν η ιαχή «πιρίπατου, πιρίπατου», για να αποφασίσουν οι δάσκαλοι. Οι έξοδοι στην εξοχή γίνονταν και στα πλαίσια  του  μαθήματος  της «Πατριδογνωσίας». Η μετάβαση στο χώρο του περίπατου γινότανε πάντοτε με τάξη και τους μαθητές συντεταγμένους σε σειρές.  Η «προβατοειδής» μετακίνηση, που βλέπουμε στα σημερινά σχολεία, ήταν ανεπίτρεπτη. Οι δάσκαλοι δίνανε τις γενικές οδηγίες και συχνά έκαναν έλεγχο και στην εμφάνιση μας.  Τα ρούχα μας έπρεπε να είναι καθαρά και ας ήταν μπαλωμένα. Όλα τα αγόρια φορούσαν  κοντά παντελόνια και τα κορίτσια μόνο φουστάνια.  Τα αγόρια έπρεπε να έχουν κουρεμένα μαλλιά «γουλί». Αν διαπίστωναν οι δάσκαλοι μακρύτερα από ένα πόντο, είτε χρησιμοποιούσαν τη βέργα ή με ένα ψαλίδι κόβανε μέρος των μαλλιών, οπότε ο ψαλιδισμένος έπρεπε  να τρέξει αμέσως να κουρευτεί στον κουρέα με τη «ψιλή μηχανή», για να μη μοιάζει με  «κουριμένου γίδ'», καταβάλλοντας και το αντίστοιχο αντίτιμο. Τα νύχια επίσης έρεπε να είναι κομμένα. Με την απλυσιά και τις συνθήκες ζωής στην άκρη των νυχιών σχηματιζόταν  μαύρη ζώνη βρώμας, αν δεν τα έκοβες.  Οι άσχημες συνθήκες καθαριότητας στα σπίτια  ανάγκαζαν τους δασκάλους, να ελέγχουν και να δίνουν οδηγίες  για μια,  όσο το δυνατόν, καθαρή εμφάνιση των μαθητών.  Πάντως, οι δάσκαλοι συναισθανόμενοι την γενική ανέχεια και δυσκολία, έσπαζαν την αυστηρότητα τους και βοηθούσαν ακόμα και οικονομικά. Θυμάμαι, ότι είχαν προμηθευτεί μια κουρευτική μηχανή και κούρευαν οι ίδιοι, όσους αδυνατούσαν, να δώσουν τα λίγα χρήματα στον κουρέα, για να τους κουρέψει.  Ακόμα και η αγορά ενός τετραδίου ήταν σημαντική επιβάρυνση.  Μια φορά  οι δάσκαλοι μας μοίρασαν και τετράδια. Δεν γνωρίζω, ποιος επιβαρύνθηκε οικονομικά τη μικρή αυτή ευεργεσία.  Είχαμε όμως και άλλες    δυσκολίες.  Δεν υπήρχαν  τουαλέτες, αλλά οι σωματικές ανάγκες δεν μπορούσαν, να περιμένουν.  Για την αποβολή σωματικών υγρών  τα πράγματα ήταν δύσκολα, ιδίως για τα κορίτσια. Τα αγόρια  πήγαιναν  σε μια άκρη, σήκωναν την άκρη του κοντού παντελονιού και τελείωναν  απλά τη δουλειά. Τα κορίτσια, έπρεπε, να επινοήσουν τρόπους και συνεργαζόμενα, να τακτοποιηθούν, χωρίς κατά το δυνατόν, να δείξουν το εσώρουχό τους.   Για  στερεά απόβλητα τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα και καλά ήταν, να μη σου τύχαινε. Επίσης δεν υπήρχε νερό και   δύσκολα  βολεύαμε τη δίψα, αλλά όταν έγινε η πρώτη επέκταση του δικτύου ύδρευσης, η χαρά μας ήταν απερίγραπτη, γιατί στην ανατολική πλευρά του σχολείου, φτιάχτηκε μια βρύση.  Εκεί βάζαμε το στόμα από κάτω από την στρόφιγγα και πίναμε αχόρταγα. 

Σχολείο σήμαινε και ένα σύνολο δραστηριοτήτων εντός και εκτός αίθουσας, τις οποίες, οι δάσκαλοι έπρεπε, να κατευθύνουν,  υποχρεωτικά. Με την εποπτεία του σχολείου λειτουργούσε και τμήμα προσκόπων. Παιδιά, ντυμένα με χακί στολές, με μπλε φουλάρια στο λαιμό και κοντάρια στα χέρια, συμμετείχαν σε διάφορες δραστηριότητες και εκδηλώσεις.  Κάθε Κυριακή, υπήρχε υποχρεωτικός εκκλησιασμός των μαθητών και των προσκόπων. Οι μαθητές συγκεντρώνονταν στο σχολείο και έμπαιναν σε σειρά.  Οι δάσκαλοι     οδηγούσαν τα παιδιά στην εκκλησία, σαν μικρούς στρατιώτες με ρυθμικό βήμα.   Το ρυθμό του βήματος έδιναν το  «ένα-δύο, ένα-δυό»  και  η σφυρίχτρα του δασκάλου, αλλά και τα εμβατήρια τραγούδια, που τραγουδούσαν τα παιδιά. Το πιο συνηθισμένο τραγούδι ήταν «Δεν ξεχνούμε τη γενιά μας.....»  Μετά το τέλος της λειτουργίας, πάλι με βήμα, επέστρεφαν στο σχολείο και από εκεί  έφευγαν για τα σπίτια τους. Με πιο επίσημο τρόπο, γινόταν ο εκκλησιασμός, κατά τις Εθνικές γιορτές και την σχολική εορτή των Τριών Ιεραρχών. Με τη σημαία μπροστά, με «βήμα» και τραγούδια, οι δάσκαλοι οδηγούσαν  τα παιδιά  στην εκκλησία. Για την ημέρα των Τριών Ιεραρχών  υπήρχε και ειδικό τραγούδι. «Των τριών Ιεραρχών τη γιορτή,  ας γιορτάσουμε….κλπ». Στις 25  Μαρτίου και 28 Οκτωβρίου τα παιδιά  ντυμένα στα μπλε και άσπρα ή με παραδοσιακές στολές, σεγκούνια και φουστανέλες, πάλι με «βήμα» πήγαιναν   στην εκκλησία  και μετά στο Ηρώο για την επιμνημόσυνη δέηση. Τα παιδιά κατέθεταν στεφάνι, που έφτιαχναν από δάφνη και σμυρτιά, έλεγαν   ποιήματα, τραγουδούσαν τον Εθνικό και άλλους ύμνους και χόρευαν Εθνικούς χορούς. Στο τέλος, έκαναν παρέλαση, «ενώπιον των αρχών»,  στη σημερινή οδό Σόλωνος.  Με τη σημαία μπροστά και τον ρυθμό, που έδινε η σφυρίχτρα του δασκάλου, τα παιδιά παρήλαυναν, τραγουδώντας τραγούδια. (Όλη δόξα  όλη χάρη…..  ή Όχι βροντοφωνάξτε πάλι ….κλπ). Η επίσημη σημαία,   που χρησιμοποιείτο, τότε, ήταν αυτή με το μεγάλο άσπρο σταυρό στη μέση, σημαία ξηράς, όπως τη λέγανε. Η γνωστή, σήμερα, σημαία με τις λωρίδες ήταν, τότε, μόνο σημαία της θάλασσας και αργότερα, καθιερώθηκε, σαν επίσημη σημαία για όλες τις χρήσεις. Ένα λουκούμι σε κάθε παιδί ήταν το δώρο της κοινότητας για τη συμμετοχή στη γιορτή.  Τα απογεύματα, απαραίτητη ήταν η σχολική θεατρική παράσταση. Μήνες πριν οι δάσκαλοι ως σκηνοθέτες και μαθητές ως ηθοποιοί, έκαναν απανωτές πρόβες, ετοιμάζοντας διάφορα ποιήματα και θεατρικά δρώμενα, σχετικά με τα Εθνικά, ιστορικά γεγονότα. Το σχολικό θέατρο ζωντάνευε με «ηθοποιούς και θεατές». Οι θεατρικές παραστάσεις ήταν κανονικές με ανάλογες ενδυμασίες και σκηνικά. Η προθυμία για συμμετοχή ήταν μεγάλη και τις παραστάσεις παρακολουθούσε πολύς κόσμος. Επί πλέον  το σχολείο διοργάνωνε το βράδυ,  λαμπαδοφορίες  με πυρσούς. Οι πυρσοί ήταν φτιαγμένοι με κονσερβοκούτια,  στερεωμένα σε ένα ξύλινο ραβδί και καίγανε πανιά μέσα, εμποτισμένα με πετρέλαιο.  Κατά  την επέτειο του «’40», πάνω στη Ράχη, μαθητές σχηματίζανε  με ασβεστωμένες πέτρες ένα μεγάλο ΟΧΙ, που φαινόταν από όλα τα σημεία του χωριού.

Είχαμε και άλλες δραστηριότητες.  Είχαμε κάνει   σχολικό κήπο, στη νότια αλάνα του σχολείου και καλλιεργούσαμε λαχανικά. Καταφέραμε, να πουλήσουμε, μια φορά,   κάποια μαρούλια.  Κάναμε, επίσης, δενδροφυτεύσεις.   Φυτεύαμε πεύκα, κυπαρίσσια και άλλα δένδρα, κατά μήκος των δρόμων, έξω από το χωριό και με κουβάδες τα ποτίζαμε, τακτικά.  Δεν νομίζω, όμως, ότι κάποιο από τα δένδρα εκείνα   επέζησε για πολύ.  Ίσως να επέζησαν  μόνο κάποια από τα κυπαρίσσια, που φυτέψαμε τότε στο νεκροταφείο.

Μια  άλλη δραστηριότητα των σχολείων  της Εποχής ήταν το σχολικό συσσίτιο. Η χρονική εκείνη περίοδος ήταν δύσκολη για την Ελλάδα και η χώρα δεχόταν σημαντική βοήθεια από το εξωτερικό και κυρίως από τις ΗΠΑ.  Μέρος της βοήθειας  ήταν η  παροχή τροφής στα παιδιά. Το έργο διατροφής των παιδιών είχε ανατεθεί στα σχολεία.  Το πρωινό γεύμα στο σπίτι ήταν πολύ φτωχό, έως ανύπαρκτο. Σημαντική ανακούφιση για όλους ήταν το σχολικό συσσίτιο. Μαζί με τη σάκα και το ξύλο για τη σόμπα κουβαλούσαμε και το «κατσαρόλ», ένα αλουμινένιο κύπελλο, και μια φέτα ψωμί.  Η βοηθός-καθαρίστρια του σχολείου έβαζε στη φωτιά  ένα καζάνι και ετοίμαζε το  γάλα, ανακατεύοντας νερό  και   το γάλα σκόνη,  που ερχόταν σε χάρτινα βαρέλια.  Μαζί με το γάλα υπήρχαν μεταλλικά δοχεία, που περιείχαν κιτρινόασπρο λίπος (βούτυρο το λέγαμε) και δοχεία με κίτρινο τυρί.  Η βοηθός  με τους δασκάλους αναλάμβαναν την διανομή, πριν την έναρξη του μαθήματος και η  διπλή αίθουσα θεάτρου του ισογείου μετατρεπόταν σε εστιατόριο. Μας γέμιζαν το κύπελλο με γάλα, βάζανε το λίπος στο ψωμί και μας έδιναν και ένα κομμάτι τυρί. Τα ατυχήματα δεν έλλειπαν και οι τοίχοι της αίθουσας στολίζονταν  με πιτσιλιές από γάλα και βούτυρο. Το συσσίτιο ήταν σημαντικό και συμπλήρωνε τις λειψές θερμίδες του σπιτικού μας φαγητού.

Την Εποχή εκείνη, το Κράτος διοργάνωνε και υγειονομικούς ελέγχους των μαθητών. Κρατικά κλιμάκια μετέτρεπαν το σχολείο σε πρόχειρο υγειονομικό κέντρο. Με μια φορητή μονάδα ακτίνων Χ  έκαναν στους μαθητές, ακτινογραφία θώρακος,  για να ελέγχουν τυχόν παθήσεις.     Ένα άλλο πρόγραμμα,  αφορούσε τον δαμαλισμό, δηλαδή, ένα είδος εμβολιασμού των μαθητών.  Αναγκαστικά, όλοι οι μαθητές πέρναγαν από την επώδυνη διαδικασία εμβολιασμού.  Το εμβόλιο δεν ήταν μια απλή ένεση, όπως είναι σήμερα. Με ένα αιχμηρό εργαλείο,  προκαλούσαν μια μικρή πληγή στο μπράτσο  ή στον μηρό και πάνω στην πληγή έβαζαν το φάρμακο και το δένανε με μια γάζα.  Η πληγή αργούσε να κλείσει και χρειαζόταν φροντίδα, Ο πόνος συνεχιζόταν για πολλές ημέρες και ο πυρετός δεν έλειπε.  Όταν τελικά η περιπέτεια τελείωνε,  ένα ανεξίτηλο,  σαν «παράσημο», σημάδι έμενε, να  «διακοσμεί» το   μπράτσο μας,  για όλη  την υπόλοιπη ζωή μας

     Η τελική, σημαντική σχολική εκδήλωση ήταν οι «Γυμναστικές επιδείξεις», που γίνονταν στις αρχές Ιουνίου,  πριν λήξει η σχολική χρονιά και οι οποίες,  εδώ και αρκετά χρόνια,   έχουν καταργηθεί.  Η τελική παράσταση δινόταν στο γήπεδο, παρουσία πολλών θεατών   Οι μαθητές φορούσαν   άσπρα αθλητικά φανελάκια και μαύρα ή μπλε σορτς Τα κορίτσια ήταν πιο «σεμνά» ντυμένα και φορούσαν άσπρα μπλουζάκια και μαύρες ή μπλε φουφούλες. Οι «γυμνασμένοι» και «προπονημένοι» μαθητές και μαθήτριες, μετά τη σχετική παρέλαση, έκαναν γυμναστικές ασκήσεις με τις εντολές του δάσκαλου. Η επόμενη φάση   ήταν τα αγωνίσματα στίβου και τα παιχνίδια. Άλματα, ρίψεις, δρόμοι ταχύτητας κλπ. Οι γυμνασμένοι μαθητές έκαναν, ότι μπορούσαν για ένα καλό αποτέλεσμα.  Μαζί με τις ασκήσεις και τα αγωνίσματα είχαμε και παιχνίδια. Ένα από τα αστεία και διασκεδαστικά  παιχνίδια ήταν η προσπάθεια ομάδας παιδιών,  να «τρέξουν» με τα πόδια μέσα σε τσουβάλι. Όπως γίνεται και  στις επίσημες αθλητικές συναντήσεις,  οι νικητές έπαιρναν την ηθική αμοιβή τους, που ήταν το στεφάνωμα τους με  στεφάνι από σμυρτιά.  Κοντά στο  τέλος Ιουνίου, τα πάντα είχαν τελειώσει και ακολουθούσε το ξέγνοιαστο καλοκαίρι  με το ατέλειωτο παιχνίδι. Ορισμένοι από τους μαθητές κατάφερναν, να πάνε κατασκήνωση και για λίγες ημέρες να αποκτήσουν εμπειρία ενός άλλου είδους ομαδική ζωή.

Ο χρόνος για όλους περνά γρήγορα. Τα έξι χρόνια του Δημοτικού τελείωναν  και τα παιδιά 12 ετών με το «απολυτήριο» στο χέρι έμεναν, πλέον, με το ερώτημα «και τώρα τι;». Η φοίτηση σε εξατάξιο γυμνάσιο απαιτούσε ξενιτεμό και έξοδα, που δεν μπορούσαν όλοι, να αντέξουν.  Όσοι, όμως, είχαν τη δυνατότητα, γίνονταν γυμνασιόπαιδες και αναγκάζονταν, να ζουν πια εκτός οικογένειας. Η τακτική αποστολή καλαθιών με τρόφιμα και άλλες προμήθειες ήταν η παρηγοριά και η επαφή τους με το χωριό. Στις διακοπές, όμως, έκαναν  την εμφάνισή τους, κορδωμένοι, φορώντας το χαρακτηριστικό, μπλε πηλήκιο με την κουκουβάγια.  Μια άλλη επιλογή, ήταν η φοίτηση σε τεχνικές σχολές, που κατέληγαν σε επαγγελματική εξειδίκευση. Ο ξενιτεμός ήταν και πάλι αναγκαίος, γιατί τέτοιες σχολές υπήρχαν μόνο στα αστικά κέντρα. Η λέξη «φοιτητής» ήταν μάλλον άγνωστη.  Σίγουρα, κάποιοι κατέληγαν σε ένα από τα ελάχιστα   πανεπιστήμια, που υπήρχαν τότε, αλλά  αυτό ήταν σπάνιο  και μη  αντιληπτό.  Οι υπόλοιποι αναγκαστικά προσπαθούσαν, σταδιακά, να ενταχθούν στην  κοινωνία με μόνο το απολυτήριο του Δημοτικού, ως εφόδιο.  Είχαμε όμως και ένα μοναδικό φαινόμενο. Κάποιοι, αφού έπαιρναν το απολυτήριο του  Δημοτικού,  μην έχοντας δυνατότητα, να κάνουν  κάτι άλλο, με την αποδοχή και την παρότρυνση των δασκάλων, ξαναπήγαιναν και παρακολουθούσαν  πάλι τα μαθήματα της τελευταίας τάξης του σχολείου, για να μη «γυρνάνε από ‘δω και από ‘κει», όπως λέγανε.

Το Δημοτικό λειτούργησε και σαν σχολείο δεύτερης ευκαιρίας. Η προηγούμενη δεκαετία ήταν ακόμα πιο δύσκολη με πολέμους και άλλες δυσάρεστες καταστάσεις. Πολλά παιδιά, της δεκαετίας ’40, δεν κατάφεραν να τελειώσουν τη στοιχειώδη εκπαίδευση και την επόμενη δεκαετία, ενήλικες, πλέον, κλήθηκαν να καθίσουν στα θρανία, για να πάρουν το «απολυτήριο».  Το σχολείο συνδέθηκε με το υποτυπώδες ηλεκτρικό δίκτυο και τοποθετήθηκαν στο ταβάνι   ορισμένων αιθουσών ηλεκτρικοί λαμπτήρες, με ένα διακοπτάκι κρεμασμένο δίπλα τους, που άνοιγε και έκλεινε το φως.  Τα βράδια,  κάτω από το θαμπό φως των ηλεκτρικών λαμπτήρων, οι ενήλικοι μαθητές  με τη βοήθεια των δασκάλων του ημερήσιου κανονικού σχολείου,  συμπλήρωναν και έβαζαν σε τάξη τις ελλιπείς στοιχειώδεις γνώσεις τους και έπαιρναν στο τέλος το  επίσημο χαρτί (απολυτήριο). 

(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια οσο το δυνατόν φιλτράρονται ως προς το ύφος και το ήθος τους.
Kάθε υβριστικό ,προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο θα διαγράφεται .
Εγκρίνονται μόνο τα μηνύματα στα οποία εκφράζονται υγιείς απόψεις.
Ο κάθε σχολιαστής υπογράφει ηλεκτρονικά το σχόλιο του και είναι υπεύθυνος έναντι των νόμων.
Το ΜΑΝΤΟΥΔΙ NEWS δεν ενστερνίζεται και δεν φέρει καμία ευθύνη για όσα γράφουν οι αναγνώστες στα σχόλια τους.